Αν ως μέτρον αναγνωρίσεως του φιλοσόφου ετίθετο η φανερά και άμεσος θεωρητική επίδρασις εκ του έργου του, ο Αριστοτέλης αναντιρρήτως θα ανεγνωρίζετο ως ο μεγαλύτερος των φιλοσόφων και των αρχαίων και των νεωτέρων. Διότι άλλαι κορυφαίαι διάνοιαι, και μάλιστα ο φωτεινός και άφθαστος Πλάτων, επέδρασαν μεν σημαντικά και βαθύτατα εις την καθόλου εξέλιξιν της σκέψεως και εις την κοινωνικήν ταύτης εκδήλωσιν, εις την θρησκείαν δηλαδή και την πολιτείαν, εις την φιλοσοφίαν και την τέχνην, αλλ' όμως κανείς δεν εχρησίμευσεν ως ανεγνωρισμένος οδηγητής και διδάσκαλος εις πάντα κλάδον της ανθρωπίνης επιστήμης ως ο Αριστοτέλης. Διότι επί δύο και πλέον χιλιάδας έτη του φιλοσόφου τούτου τα έργα – η Λογική ως αυτός την διερρύθμισεν, η πρακτική φιλοσοφική αντίληψις, ως την εκανόνισεν, η μεθοδική και διά του πειράματος επιστημονική γνώσις, ως την επιχείρησεν, η επί τη βάσει όλως ωρισμένων κανόνων καλλιτεχνία, ως την διηυκρίνησε και τέλος η δογματική και ωφελιμιστική ηθική, ως την διετύπωσεν, υπήρξαν αφετηρίαι και γνώμονες της πρακτικής εν μέρει ενεργείας και της θεωρητικής εν γένει παραγωγής.
Και κάτι πλέον τούτου ακόμη· η διδασκαλία του έπαυσε μεν από της εποχής του Βάκωνος να είναι η από καθέδρας και επίσημος, αλλ' ουχ ήττον παρέμεινεν αναγκαστικώς και οργανικώς ισχυρά και σπουδαίως επιδρώσα επί της ανθρωπίνης σκέψεως μέχρι σήμερον. Διότι, πλην ολίγων νεωτάτων φιλοσόφων, παραμένει εδραία και αποκλειστική ακόμη η πίστις εις το πείραμα και μάλιστα η υπαγωγή των γενικοτήτων εις τους επιστημονικούς νόμους, ήτοι εις τα εκ μερικοτήτων δεδομένα πορίσματα. Μικράν δε παραλλαγήν διά την πλειονότητα των σκεπτομένων υπέστη ο τρόπος του συλλογίζεσθαι, ο διατυπωθείς υπό του Αριστοτέλους. Μέχρι τοσούτου, ώστε ο βαθύτερον και ουσιαστικώτερον ερευνών και διεισδύων να διακρίνη ότι οι δύο αντίθετοι φιλοσοφικοί τρόποι, οι επικρατούντες ήδη, ήτοι η Εγελειανή φιλοσοφική μέθοδος, ο μεταφυσικισμός, και η αντίθετος Θετική φιλοσοφία, ο επιστημονισμός, έχουσιν επ' αυτών καταφανή και ουσιώδη την Αριστοτελικήν επίδρασιν, ο μεν Εγελειανός τρόπος εκ των μεταφυσικών του Αριστοτέλους, ο δε ποζιτιβιστικός εκ των φυσικών αυτού. Και μόνον ίσως εργασίαι μερικαί, ως αι περί groupes και ensembles μαθηματικαί θεωρίαι ή φιλοσοφικοί υπαινιγμοί ασυστηματοποίητοι ακόμη, ως π.χ. αι αντιλήψεις του Νίτσε και αι μελέται του Ποανκαρέ, δύνανται να θεωρηθώσιν αποφυγούσαι κατά το πλείστον την αριστοτελικήν επίδρασιν. Τούτο δε το κολοσσαίον όντως και μοναδικόν κατόρθωμα μιας μόνης διανοίας δύναται να εξηγηθή, όταν αντιληφθή τις ορθώς τον Αριστοτέλην όπως χαρακτηρίζει αυτόν ο Τζέλλερ ιδρυτήν της «φιλοσοφίας των αντιλήψεων» ήτοι – καθαρώτερα και γενικώτερα – ως συγκεφαλαιώσαντα και συστηματοποιήσαντα τα μέχρι των χρόνων του δεδομένα της ανθρωπίνης γνώσεως και σοφίας. Κατά τρόπον και δι' αιτίας αναλόγους προς τον τρόπον και τας αιτίας, αι οποίαι ανέδειξαν θεμελιωτάς θρησκειών τους παρουσιάσαντας εις πρακτικά πορίσματα ηθικά και εις δογματικά συμπεράσματα καλλίτεχνα την συνολικήν επί της εποχής των επικρατούσαν σκέψιν.
Τοιαύτη υπήρξεν η επίδρασις του Αριστοτέλους και τοιούτον το έργον του κατά κεφαλαιώδη χαρακτηρισμόν.
Εγεννήθη δε ο Έλλην φιλόσοφος το 384 π. χ. εις τα Στάγειρα της Μακεδονίας, ήτοι εις πόλιν Ελληνικήν αποικίαν των Χαλκιδέων. Πατήρ του ήτον ο ιατρός Νικόμαχος, συγγραφεύς έργων τινών περί φυσικής, φίλος δε στενός του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα του Β' εις την αυλήν του οποίου και έζησε μέχρι του θανάτου αυτού. Μήτηρ δε αυτού ήτον η Βαιστιάς από παλαιάν και διαπρεπή οικογένειαν αποίκων, αποθανούσα κατά την νηπιακήν ηλικίαν του Αριστοτέλους. – Πριν ή γίνη έφηβος έχασε και τον πατέρα του ο Αριστοτέλης, ανέλαβε δε τότε την κηδεμονίαν αυτού και των αδελφών του ο πατρικός φίλος Πρόξενος ο Αταρνεύς, την δε Ανατροφήν η σύζυγος τούτου. Εις τα έργα του ο Αριστοτέλης με αγάπην κ' ευγνωμοσύνην αναφέρει συχνά τους κηδεμόνας του, απορφανισθέντα δε τον υιόν αυτών υιοθέτησε και κατόπιν ενύμφευσε με την θυγατέρα του Πυθιάδα. Και εις την διαθήκην του τέλος, ως διασώζει αυτήν Διογένης ο Λαέρτιος, ορίζει να στηθώσιν ανδριάντες εις εκείνους, προς ένδειξιν της ευγνωμοσύνης του.
Κατά την νεανικήν ηλικίαν του ο Αριστοτέλης, ως λέγεται υπό τινων μεταγενεστέρων, επέρασε ζωήν άσωτον, σπαταλήσας δε την σημαντικήν πατρικήν περιουσίαν έγινε στρατιώτης ή κατ' άλλους μυροπώλης προς συντήρησίν του. Εκ παραλλήλου όμως είναι βεβαιωμένον ότι ανέκαθεν είχε φιλομάθειαν, επίδοσιν εις τας θεωρητικάς μελέτας και θαυμασίαν αντίληψιν. Διά τούτο δε και νεώτατος αυτός των μαθητών ή μάλλον ακροατών του Πλάτωνος – διότι δεκαεπτά ετών προσήλθεν εις την Πλατωνικήν Ακαδημίαν – διεκρίνετο υπέρ πάντας. Αναφέρεται δε ανεκδοτικώς διά την φιλοπονίαν του ότι επειδή εμελέτα και την νύκτα εις την κλίνην του, εκράτει εις την αριστεράν του χείρα χαλκίνην σφαίραν, είχε δε κάτωθεν λεκάνην μεταλλίνην, ώστε, εάν εκ του κόπου και της αγρυπνίας απεκοιμάτο να πίπτη η σφαίρα και ν' αφυπνίζεται αυτός από τον κρότον. Και είναι μεν ίσως ταύτα και τα παρόμοια υπερβολαί, εις τας οποίας ηρέσκοντο οι συγγραφείς της παρακμής, βέβαιον όμως απομένει ότι από της νεανικής ηλικίας του ο Αριστοτέλης επεδόθη με ζήλον και με εμβρίθειαν εις την μελέτην. Λαμβάνοντες δε υπ' όψιν ότι εδείκνυε τότε τάσιν εις τον υπερβολικόν του σώματος καλλωπισμόν και εις την επίδειξιν, δι' όπερ και ο Πλάτων ο διδάσκαλός του δυσηρεστείτο «Αριστοτέλους χρωμένου εσθήτι επισήμω και δακτυλίοις και κουρά» δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι νέος ο Αριστοτέλης επεδίδετο παραλλήλως εις την κοσμικήν ζωήν και την φιλοσοφίαν.
Διατελέσας μαθητής του Πλάτωνος αρκετά έτη ο Αριστοτέλης, έγινεν έπειτα διδάσκαλος της ρητορικής. Επειδή όμως υπεβλέπετο ως μακεδονίζων, έφυγε μετά τον θάνατον του Πλάτωνος, συμβάντα τω 348 π. χ., από τας Αθήνας και μετέβη με άλλον του Πλάτωνος επιφανή μαθητήν, τον Ξενοκράτην, εις Μικρασίαν, όπου εφιλοξενήθη υπό του Αταρνέως τυράννου Ερμεία. Ήτο δε ο Ερμείας πρώην δούλος, ακούσας μαθήματα ρητορικής από τον Αριστοτέλην εις τας Αθήνας και κατόπιν διά της αρετής και της αξίας του ανυψωθείς εις το αξίωμα του τυράννου, αναδειχθείς δε προστάτης της αυτονομίας των Ελληνικών της Ασίας πόλεων και ως τοιούτος δι' επιβουλής φονευθείς υπό του βασιλέως της Περσίας. Ο θάνατός του φαίνεται να ελύπησε πολύ τον υπ' αυτού ευεργετηθέντα Αριστοτέλην, ο οποίος και ενυμφεύθη εξ ευγνωμοσύνης την ορφανήν θυγατέρα εκείνου, αργότερον δε και έστησεν εις μνήμην του ανδριάντα εις τους Δελφούς με το επίγραμμα:
Τόνδε ποτ' ουχ οσίως παραβάς μακάρων θέμιν αγνήν
έκτεινε Περσών τοξοφόρων βασιλεύς,
ου φανερώς λόγχη φονίοις εν αγώσι κρατήσας,
αλλ' ανδρός πίστει χρησάμενος δολίου —
συνθέσας, ως λέγεται, προς τιμήν αυτού και τον έξοχον εκείνον παιάνα εις την αρετήν:
Aρετά, πολύμοχθε γενεί βροτείω,
θήραμα κάλλιστον βίω..
Μετά τον φόνον του Ερμεία φοβούμενος την καταδίωξιν του Πέρσου βασιλέως έφυγεν εις Μυτιλήνην, όπου και έμεινεν επί τινα έτη. Εκείθεν δε, είτε και εξ Αθηνών επιστρέψαντα, τον προσεκάλεσεν ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος, διά να του αναθέση την αγωγήν του υιού του Αλεξάνδρου, ο οποίος τότε ήτο δεκατεσσάρων ετών. Εις την διδασκαλίαν τούτου ο Αριστοτέλης ησχολήθη τέσσαρα έτη, συγγράψας ειδικώς διά τον μαθητήν του καί τινα έργα, μεταξύ των οποίων είναι το απωλεσθέν περί Βασιλείας και το αμφισβητούμενον Ρητορική εις Αλέξανδρον. Εις τον αυτόν καιρόν έκαμε και την επιμελημένην της Ιλιάδος αντιγραφήν – την περιώνυμον από νάρθηκος έκδοσιν – την οποίαν πάντοτε είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του ο Αλέξανδρος.
Και μετά την τετραετή διδασκαλίαν όμως ο Αριστοτέλης εξηκολούθησε να μένη εις την Μακεδονικήν αυλήν, μέχρι της εποχής καθ' ήν ο Αλέξανδρος ετοιμάζετο να εκστρατεύση εις Ασίαν.