Οι αγραυλούντες ποιμένες. – Ένα Χάνι ανατολικόν. – Το σπήλαιον της Βηθλεέμ. – Η απογραφή. – Ο Ιωσήφ και η Μαρία. – «Ουχ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». – Η φάτνη και το παλάτιον. – Η γέννησις. – Προσκύνησις των ποιμένων. – Φαντασία και πραγματικότης. – Αντίθεσις των Ευαγγελίων προς τα Απόκρυφα.
Εις απόστασιν ενός μιλίου από την Βηθλεέμ, υπάρχει μικρά τις πεδιάς και εν αυτή δάσος ελαιών, όπου κείται η απέριττος και παραμελημένη εκκλησία η γνωστή υπό το όνομα «Ο Άγγελος εις τους Ποιμένας». Η εκκλησία αυτή ορθούται εν τω μέσω του καθαγιασμένου εκείνου τόπου, όπου, κατά την ωραίαν γλώσσαν του ευαγγελιστού Λουκά, την μελωδικωτέραν ειδυλλίου διά παν χριστιανικόν ους, – «ήσαν ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς» – και εις τα μακάρια ώτα των απήχησε το χαρωπόν άγγελμα, ότι την ημέραν εκείνην ετέχθη εν τη πόλει Δαυίδ εις Σωτήρ, ο Χριστός ο Κύριος.
Παν ό,τι συνδέεται με την γέννησιν του Χριστού είναι ταπεινόν, και αυτό δε το μέρος όπου είδε το φως της ημέρας ανακαλεί αναμνήσεις πενίας και μόχθων. Εκείνην την νύκτα, εφαίνετο αληθώς, ότι οι ουρανοί έμελλον να ραγώσιν, όπως αποκαλύψωσιν όλην την θείαν αρμονίαν των, όλην την ακτινοβόλον χαράν των. Αλλ' από τους ολίγους κατανυκτικούς στίχους του Λουκά, διά των οποίων περιγράφεται η γέννησις, δεν πληροφορούμεθα αν το μήνυμα του αγγέλου ήκουσαν και άλλοι εκτός των αγραυλούντων ποιμένων ενός πτωχικού χωρίου.
«Και εξαίφνης», προσθέτει ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις αφηγείται τα περιστατικά της αξιομνημονεύτου εκείνης νυκτός καθ' ην εγεννήθη ο Χριστός, εν τω μέσω της αδιαφορίας ενός κόσμου μη υποπτεύοντος τον λυτρωτήν του. «Εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».
Ηδύνατο να ελπίζη τις, ότι η ευσέβεια η χριστιανική θα εξωράιζε σήμερον το μέρος της γεννήσεως του Σωτήρος με υπέρλαμπρα μνημεία, και θα επλαισίου το άξεστον σπήλαιον των ποιμένων με τα πάλλευκα μάρμαρα και με τα περίκομψα μωσαϊκά μεγαλοπρεπούς τινος ναού. Αντί τούτου, η Εκκλησία του Αγγέλου, του ευαγγελισθέντος εις τους ποιμένας την χαράν την μεγάλην, είναι μία απλή κρύπτη πενιχρά· και ενώ ο προσκυνητής κατέρχεται τας ολίγας βαθμίδας τας τεθραυσμένας, αίτινες φέρουν από το δάσος των ελαιών κάτω εις το σπήλαιον, μετά κόπου πολλού κατορθόνει να πείση εαυτόν ότι ευρίσκεται εις ιερόν χώρον. Ίσως όμως να συνετέλεσεν εις την ατημελησίαν και εις την απλότητα της διασκευής η συναίσθησις, ότι η πενιχρότης του ναΐσκου αδελφόνεται αρμονικώς με το ταπεινόν επάγγελμα των ποιμένων, εις τα θαμβωμένα όμματα των οποίων επεφάνη το αστράπτον όραμα.
«Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν», είπον οι ποιμένες, όταν οι αίνοι των αγγέλων έπαυσαν να ταράσσουν την σιγήν των άστρων. Και ανήλθον τον ομαλόν λόφον τον απέναντι, και διασχίσαντες τους σεληνόφωτους κήπους της Βηθλεέμ, έφθασαν εις την κορυφήν της φαιάς λοφοσειράς, επί της οποίας είνε κτισμένη η πόλις. Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λ ε β ά ν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής. Έν μεγάλον και ευρύχωρον χάνι δύναται να περιλαμβάνη πολλά τοιαύτα ισόγεια, τα οποία πράγματι ουδέν άλλο είνε ειμή χαμηλά δωμάτια άνευ τοίχου προς το μέρος της αυλής. Το χάνι συνεπώς είνε μέρος δημόσιον· παν ό,τι γίνεται εντός αυτού, περιπίπτει εις την αντίληψιν πάντων των ξενιζομένων. Εκτός τούτου στερείται εντελώς επίπλων. Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.
Εν Παλαιστίνη συμβαίνει κάποτε ολόκληρον το χάνι, ή τουλάχιστον η αυλή η προωρισμένη διά τα ζώα, να είνε έν από τα απειράριθμα εκείνα σπήλαια, τα οποία αφθονούν εις τας πλευράς των αργιλλωδών λόφων της. Τοιούτο φαίνεται να ήτο και το χάνι της Βηθλεέμ, του μικρού χωρίου του περιλαμβανομένου εν τη περιοχή της φυλής του Ιούδα. Ο Ιουστίνος ο απολογητής, όστις εγνώριζε κάλλιστα την Παλαιστίνην, και όστις έζησεν ένα σχεδόν αιώνα μετά την εποχήν του Χριστού, τοποθετεί την σκηνήν της γεννήσεως εντός σπηλαίου. Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.
Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων. Σκοπός της κουραστικής ταύτης οδοιπορίας, ήτις δεν ηδύνατο παρά να είνε ενοχλητική διά τας καθιστικάς έξεις τας ηρέμους του ανατολικού βίου, ήτο να καταγράψουν τα ονόματά των, ως μελών της φυλής του Δαυίδ, εις μίαν απογραφήν διαταχθείσαν υπό του αυτοκράτορος Αυγούστου. Εν τη πολιτική υπεροχή του Ρωμαϊκού Κράτους, του οποίου απετέλει τότε μέρος και η Ιουδαία, μία μόνον λέξις του Αυτοκράτορος ήρκει, όπως εξασφαλίση την εκτέλεσιν των διαταγών του και εις αυτάς τας απωτέρας γωνίας του πεπολιτισμένου κόσμου. Όσον μεγάλαι και αν είνε αι ιστορικαί δυσκολίαι, αίτινες παρεντίθενται εις την ακριβή εξακρίβωσιν της απογραφής ταύτης, φαίνεται όμως, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύωμεν, ότι διετάχθη αρχικώς υπό του Σεντίου Σατουρνίνου, ότι εγένετο έναρξις αυτής υπό του Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, όταν διετέλεσε κατά πρώτην φοράν ύπατος της Συρίας, και ότι συνεπληρώθη κατά την δευτέραν περίοδον της υπατείας του. Εκ σεβασμού προς τας Ιουδαϊκάς προλήψεις, πάσα παράβασις των οποίων ηδύνατο να δώση αφορμήν εις σφοδράς ταραχάς και εις ανταρσίαν, η απογραφή αυτή δεν εξετελείτο κατά την συνήθη ρωμαϊκήν μέθοδον, δήλα δή εις τον τόπον της διαμονής εκάστου προσώπου, αλλά συμφώνως προς τα Εβραϊκά έθιμα, ήτοι εις την πόλιν, από την οποίαν αρχικώς κατήγετο πάσα οικογένεια. Οι Ιουδαίοι ήσαν ακόμη αφωσιωμένοι εις τας γενεαλογίας των και εις την ανάμνησιν των φυλετικών σχέσεων, των εκλειψασών προ πολλού· και μολονότι η οδοιπορία ήτο επίπονος και ενοχλητική, ο Ιωσήφ όμως ανεκουφίζετο από την ανάμνησιν της ηρωικής καταγωγής του, ήτις έμελλε μετ' ολίγον να του αναγνωρισθή επισήμως και αδιαμφισβήτητως, και από την λάμψιν των Μεσσιακών ελπίδων, με τας οποίας θα έβλεπε το φως της ημέρας το βρέφος το θείον, το περικλειόμενον τώρα εις τα σπλάγχνα της μνηστής του.
Η οδοιπορία εις την Ανατολήν είνε πάντοτε νωθρά και βραδεία, και θα ήτο βεβαίως περισσότερον τότε, αν, όπως είνε πιθανώτατον, η χώρα εταράσσετο κατ' εκείνην την εποχήν από πολιτικάς εχθροπαθείας. Ίσως η Ιερουσαλήμ, ήτις απέχει της Βηθλεέμ μόνον έξ μίλια, να υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του Ιωσήφ και της Μαρίας, προτού φθάσουν εις το τέρμα του ταξειδίου των. Αλλά της μητρός – παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού. Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι. Πιθανώς τούτο να έκειτο επί της τοποθεσίας του κατηρειπωμένου ήδη φρουρίου το οποίον είχε κτίσει ο Δαυίδ· και αν τούτο είνε αληθές, εκάλυπτε βεβαίως τον χώρον όπου έκειτο προ χιλίων ετών η κληρονομική οικία του Ωβήδ, του Ιεσσαί και του Δαυίδ. Κατά την άφιξίν των όλα τα χαμηλά ισόγεια δωμάτια ήσαν κατειλημμένα. Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, – υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννηση – ετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!
Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος. Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, – ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, – δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον. Οι σταύλοι του πενιχρού πανδοχείου ήσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά να γεννηθή Εκείνος, όστις ήλθε ν' αποκαλύψη εις τον κόσμον ότι η ψυχή του μεγαλειτέρου μονάρχου δεν είνε ούτε προσφιλεστέρα ούτε μεγαλειτέρα εις τα όμματα του Θεού από την ψυχήν του ταπεινοτέρου δούλου του. Εκείνος, όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Εκείνος, όστις από του ξύλου της ατιμίας έμελλε να βασιλεύση του κόσμου.
Οδηγούμενοι από το φως της λυχνίας, ήτις συνήθως κρέμαται διά σχοινίου εν τω μέσω της εισόδου του πανδοχείου, οι ποιμένες εισήλθον εις το χάνι της Βηθλεέμ, και εύρον την Μαρίαν και τον Ιωσήφ, και το νεογέννητον κατακείμενον εν τη φάτνη των αλόγων. Η φαντασία των ποιητών και των ζωγράφων ενετρύφησεν αείποτε εις ποικίλας φανταστικάς αναπαραστάσεις της υπερόχου ταύτης σκηνής. Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος. Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση. Το φως το αυγάζον εν τω σκότει δεν ήτο φυσικόν, ήτο ακτίς πνευματική· και δεν εχαμογέλασαν οι ουρανοί εις όλον το ανθρώπινον γένος, αλλά μόνον εις ολίγας πιστάς και ταπεινάς καρδίας.
Τα Ευαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, με την θέλγουσαν εκείνην απλότητά των, ήτις είνε η σφραγίς της ειλικρινούς και απροσποίητου αφηγήσεως, αναφέρουν το γεγονός τούτο άνευ σχολίων. Δεν υπάρχει εις αυτά η υπερβολή του απιστεύτου και του μυστηριώδους και του θαύματος, ήτις παρατηρείται εις τας Ιουδαϊκάς φαντασιοκοπίας διά τον ερχόμενον Μεσσίαν, και εις τας αποκρύφους αφηγήσεις τας σχετιζομένας με το θείον τέκνον. Η τρανωτέρα απόδειξις της αξιοπιστίας των ευαγγελιστών είνε η άκρα αντίθεσις της εργασίας των προς τα ψευδοευαγγέλια των πρώτων αιώνων και προς όλας τας άλλας φανταστικάς παραδόσεις. Αν τα Ευαγγέλιά μας δεν ήσαν αυθεντικά, θα έβριθον και αυτά από τας υπερβολάς αίτινες χαρακτηρίζουν πάσαν παράδοσιν των πρώτων χρόνων, αναφερομένην εις τον βίον του Σωτήρος. Διά τους αμαθείς και δι' όσων το πνεύμα δεν αυγάζει το φως της αληθείας, φαίνεται απίστευτον το να συντελεσθή το καταπληκτικώτερον γεγονός εν τη ιστορία του κόσμου άνευ αναστατώσεων και άνευ καταστροφών. Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής. Αλλά διά την πάνδημον αυτήν και εξαφνικήν σιγήν της επτοημένης και περιτρόμου φύσεως, διά τας μυστηριώδεις φωταυγείας, αίτινες περιέλουσαν επί στιγμήν όλα τα μέρη του κόσμου, και διά τον βουν και διά τον όνον που εγονάτισαν εις άφωνον λατρείαν προ της φάτνης Εκείνου, και διά την φωνήν του νεογνού, την εξαγγείλασαν αμέσως μετά την γέννησίν του εις την Μαρίαν ότι ήτο ο Υιός του Θεού, και διά τόσα άλλα θαύματα τα οποία ερριζώθησαν εις τας αρχαιοτέρας παραδόσεις, δεν υπάρχει το παραμικρόν ίχνος εν τη Νέα Διαθήκη.
Πόσον χρόνον η Παρθένος Μήτηρ και το άγιον τέκνον της έμειναν εις εκείνο το σπήλαιον; δεν δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν. Το πιθανώτερον όμως είνε ότι η διαμονή δεν υπήρξε μακρά. Η λέξις «φάτνη», την οποίαν αναφέρει ο Λουκάς, δεν έχει ωρισμένην σημασίαν, και εκείνο το οποίον δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν περί αυτής, είνε ότι χρησιμεύει ως μέρος όπου τρώγουν τα ζώα. Πιθανώς τα πλήθη τα συρρεύσαντα εις το χάνι να έμειναν ολίγας μόνον ώρας· και η κοινή φιλανθρωπία απήτει να μεταφερθή η μήτηρ και το τέκνον της εις καταλληλότερον μέρος προς ανάπαυσιν. Οι Μάγοι, όπως βλέπομεν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, επεσκέφθησαν την Μαρίαν «εις την οικίαν». Αλλά τα Ευαγγέλια δεν χρονοτριβούν και δεν επιμένουν εις τα ασήμαντα αυτά επεισόδια. Ο Λουκάς δίδει πληρεστέραν περιγραφήν από τους άλλους, και η μοναδική γλυκύτης της αφηγήσεώς του, και η χάρις του η ειδυλλιακή, και ο ήρεμος και ο απαλός τόνος, υποδεικνύουν σαφώς ότι ήκουσε την ιστορίαν της γεννήσεως από το στόμα αυτής της Μαρίας. Και πράγματι είνε δύσκολον να φαντασθώμεν ότι ηδύνατο να προέλθη η αφήγησις από άλλην τινά πηγήν, αφού αι μητέρες είνε οι φυσικοί ιστορικοί των πρώτων ετών των τέκνων των. Εξ άλλου, εις το ύφος του Ευαγγελιστού ευρίσκομεν, όπως λέγει και ο Λανζ, «όλο εκείνο το χρώμα της απερίττου αφηγήσεως μιας γυναικός και της αντιλήψεως μιας γυναικός». Διά τον τανύοντα τα πτέρυγας της φαντασίας του, και το πλέον άσημον γεγονός και το ελάχιστον, επεισόδιον πνίγονται εις τον χείμαρρον της περιγραφής· διά την Μαρίαν όμως τα μικρά αυτά επεισόδια εφαίνοντο κοινά και τετριμμένα και ανάξια λόγου. Επομένως και ο Λουκάς, αντιγράφων πιστώς τους λόγους της Παρθένου, δεν, προσέθεσε κάτι τι παραπάνω από ό,τι ήκουσεν.
Τέσσαρα περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Ιησού. – Η τάξις των γεγονότων. – Η Περιτομή. – Το όνομα Ιησούς. – Η εισαγωγή εις το ιερόν. – Ο Συμεών. – Η Άννα.
Τέσσαρα μόνον περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Χριστού αφηγούνται τα Ευαγγέλια, – την Περιτομήν, την εισαγωγήν εις το ιερόν, την επίσκεψιν των Μάγων και την φυγήν εις την Αίγυπτον. Εκ τούτων τα δύο πρώτα εξιστορεί μόνον ο Λουκάς, τα δε άλλα δύο ο Ματθαίος. Εν τούτοις ουδεμία υπάρχει λεπτομέρεια εις την οποίαν ν' αντιφάσκουν αι δύο αφηγήσεις. Αν επί άλλων ζητημάτων έχομεν βασίμους λόγους να παραδεχόμεθα την αξιοπιστίαν των Ευαγγελιστών και τας μαρτυρίας των ως ειλικρινείς και αδιαμφισβητήτους, έχομεν όμως πάντα λόγον να πιστεύωμεν ότι εις οιασδήποτε αφορμάς και αν οφείλεται το αποσπασματικόν, το μη συνεχές δήλα δή των αφηγήσεών των, αι αφηγήσεις όμως αύται δύνανται κάλλιστα να θεωρηθούν ως συμπληρούσαι αλλήλας. Ο αμερόληπτος και ειλικρινής κριτής δεν δύναται να υποστηρίξη ότι υπάρχουν εις τα Ευαγγέλια ασυμβίβαστοι αντιφάσεις, ούτε όμως ημπορεί να παραδεχθή ότι παρατηρείται εις αυτά τελεία αρμονία. Η ακριβής και λεπτομερής βιογραφική αφήγησις από των πρώτων ημερών του βίου ενός ανθρώπου ήτο πράγμα άγνωστον εις τους Ιουδαίους, και ασυμβίβαστον προς το ύφος των και την κράσιν των. Ανέκδοτα της νηπιακής ηλικίας, επεισόδια του παιδικού βίου, είνε σπάνιον φαινόμενον εις την αρχαίαν φιλολογίαν. Μόνον από του Χριστιανισμού και εντεύθεν η παιδική ηλικία περιεβλήθη την αίγλην μυθιστορήματος.
Η ακριβής τάξις των γεγονότων, τα οποία διεδραματίσθησαν προ της επανόδου εις Ναζαρέτ, μόνον κατά συμπερασμόν δύναται να υπολογισθή. Η Περιτομή εγένετο την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως· ο Καθαρισμός τριάκοντα τρεις ημέρας μετά την Περιτομήν. Η Επίσκεψις των Μάγων ήτο «όταν ο Ιησούς εγεννήθη εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας», κατά τον Ματθαίον, και η Φυγή εις Αίγυπτον επηκολούθησεν αμέσως την αναχώρησιν εκείνων. Η υπόθεσις ότι η εξ Αιγύπτου επάνοδος εγένετο προ της Εισαγωγής εις το ιερόν, αν και ουχί απολύτως αδύνατος, φαίνεται λίαν απίθανος. Εκτός του ότι μία τοιαύτη αναβολή θ' απετέλει παράβασιν του λευιτικού νόμου, πρέπει να συμπεράνωμεν είτε ότι ο Καθαρισμός ανεβλήθη επί πολύν χρόνον, πράγμα το οποίον αντιφάσκει προς την διττήν διαβεβαίωσιν του Λουκά (2, 22, 39)» είτε ότι το χρονικόν διάστημα των τεσσαράκοντα ημερών ήρκεσεν αφ' ενός μεν διά το «εξ ανατολών» ταξείδιον των Μάγων, εξ άλλου δε διά την εις Αίγυπτον φυγήν και διά την εκείθεν επιστροφήν. Εκτός τούτου είνε λίαν απίθανος η εικασία ότι η οικογένεια του Ιωσήφ επανέκαμψεν εις Ιεροσόλυμα, – πόλιν μόνον έξ μίλια απέχουσαν της Βηθλεέμ, – ολίγας ημέρας ύστερον από ένα γεγονός τόσω τρομερόν όσον ήτον η Σφαγή των Νηπίων. Μολονότι ουδεμία υπόθεσις είνε απηλλαγμένη των αντιρρήσεων, αίτινες προκύπτουν κατ' ανάγκην εκ της αγνοίας των περιστατικών εις την οποίαν διατελούμεν, φαίνεται εν τούτοις βέβαιον, ότι η φυγή εις Αίγυπτον δεν έγινε προ της Υπαπαντής. Επί τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας η Ιερά Οικογένεια παρέμεινεν αφανής και ήσυχος εις την ταπεινήν πόλιν Δαυίδ, «την καλουμένην Βηθλεέμ», όπου τόσαι παραδόσεις ιερότητος πτερυγίζουν τώρα και όπου τόσαι σκηναί ενδιαφέρουσαι διεδραματίσθησαν.
Εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν γίνεται μνεία της Περιτομής, και μόνον το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας περιέχει σχετικήν τινα νύξιν καταπληκτικώς αποτροπαίαν. Η περιτομή δεν ήτο γεγονός το οποίον ηδύνατο να ενδιαφέρη τους θέλοντας να παραχώσουν τας δογματικάς φαντασιοπληξίας των εις την ιεράν ταύτην ιστορίαν, και τοιούτοι φαντασιοκόποι ήσαν οι συγγραφείς των αποκρύφων, των οποίων τα έργα βρίθουν υπερβολών και ανακριβειών. Διά τους Χριστιανούς όμως έχει ιδιάζουσαν σημασίαν, – σημασίαν πάνδημον. Αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καταστρέψη τον Νόμον, αλλά να τον εκτελέση. Έλαχεν εις αυτόν ο κλήρος «να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην». Και υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον προς σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και εβασανίσθη χάριν ημών, και ηθέλησε να μας διδάξη την πνευματικήν περιτομήν, – την περιτομήν της καρδίας, – την περιτομήν πάσης αισθήσεως της σαρκός. Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην ωσαύτως, – την ημέραν της Περιτομής, – ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ. Την εποχήν εκείνην ήτο όνομα κοινότατον μεταξύ των Ιουδαίων. Ήτο προσφιλές εις αυτούς διότι ήτο άλλοτε το όνομα του μεγάλου στρατηγού, όστις τους ωδήγησεν εις την νικηφόρον κατάληψιν της Γης της Επαγγελίας, και του Μεγάλου Αρχιερέως, όστις ηγήθη των εξορίστων των από Βαβυλώνος επαναστρεψάντων· από τούδε όμως, όχι μόνον διά τους Ιουδαίους, αλλά δι' όλον τον κόσμον, ήτο προωρισμένον ν' αποκτήση σημασίαν απείρως ιερωτέραν ως ονομασία παρ' ανθρώποις του Υιού του Θεού. Το εβραϊκόν «Μεσσίας» και το Ελληνικόν «Χριστός» ήσαν ονόματα αντιπροσωπεύοντα την θείαν αποστολήν του ως Κεχρισμένου Προφήτου, Ιερέως και Βασιλέως· αλλά το όνομα «Ιησούς» ήτο το όνομά του το προσωπικόν, όπερ έφερεν ως απλούς άνθρωπος, αλλ' αναμάρτητος αυτός μεταξύ των αμαρτωλών.
Την τεσσαρακοστήν ημέραν από της γεννήσεως – μέχρι συμπληρώσεως της οποίας δεν ηδύνατο να εξέλθη από την οικίαν, – η Παρθένος, φέρουσα εις τας αγκάλας της το βρέφος, παρουσιάσθη εις το εν Ιερουσαλήμ ιερόν χάριν του «καθαρισμού αυτής». «Και ούτω τότε, λέγει είς δυτικός άγιος, ήγαγον τον Κύριον του Ναού εις τον Ναόν του Κυρίου». Τα εθιζόμενα εις τοιαύτας περιστάσεις αναθήματα ήσαν είς αμνός ενός έτους, προσκομιζόμενος επί σκοπώ θυσίας, και είς νεοσσός περιστερών ή μία τρυγών, προσφερόμενα εις ένδειξιν μετανοίας· με την ωραίαν όμως εκείνην τρυφερότητα, ήτις τόσον ζωηρώς χαρακτηρίζει την μωσαϊκήν νομοθεσίαν, επετρέπετο εις όλους τους πτωχούς, τους μη δυναμένους να προσφέρουν τόσον πολυέξοδα αναθήματα, να φέρουν αντί όλων τούτων έν μόνον ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. Με το ταπεινόν τούτο ανάθημα η Μαρία παρουσιάσθη εις τον ιερέα. Ταυτοχρόνως ο Ιησούς, επειδή ήτο πρωτότοκος, παρέστη κατά τον νόμον του Μωυσέως προ του Θεού και απηλλάγη της νενομισμένης υπηρεσίας εν τω Ναώ, αντί της καταβολής πέντε σεκέλ, ήτοι 20 περίπου φράγκων. Διά τον καθαρισμόν και διά την παρουσίασιν δεν δίδονται εις ημάς πλειότεραι λεπτομέρειαι, αλλ' η επίσκεψις αύτη εις τον Ναόν απηθανατίσθη διά τινος κατανυκτικού επεισοδίου, – της αναγνωρίσεως του θείου τέκνου υπό του Συμεώνος και της Άννης.
Περί του Συμεώνος γνωρίζομεν απλώς ότι ήτο δίκαιος και ευλαβής ανήρ, πεπροικισμένος με το δώρον της προφητείας, και ότι «ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου». Ωθούμενος λοιπόν υπό ισχυράς ακαταγωνίστου εμπνεύσεως, εισήλθεν εις το ιερόν, και αναγνωρίσας το θείον τέκνον, «εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ηυλόγησε τον Θεόν» και ανέτεινε τους βραχίονας και έψαλεν από βάθους καρδίας το θριαμβευτικόν εκείνο «Νυν απολύεις», όπερ καθηδύνει από δέκα οκτώ αιώνων τα χριστιανικά ώτα. Η προφητεία ότι το βρέφος θα ήτο «φως εις αποκάλυψιν εθνών», καθώς και όλη η περίεργος εκείνη σκηνή, επροξένησαν βεβαίως βαθείαν κατάπληξιν εις τους γονείς, από τους οποίους ο γέρων προφήτης δεν απέκρυψε τας ιδίας αυτών θλίψεις τας μελλούσας, προλέγων ιδίως εις την Παρθένον Μητέρα την αμείλικτον καταδίωξιν, ήτις ανέμενε το θείον Παιδίον και τους εθνικούς κινδύνους, οίτινες επεφυλάσσοντο διά το μέλλον.
Αι παραδόσεις ενησχολήθησαν πολύ με το όνομα του Συμεώνος. Εις το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας, ο γέρων αναγνωρίζει τον Ιησούν διότι τον βλέπει απαστράπτοντα ως στήλη φωτός εις τας αγκάλας της μητρός του. Ο Νικηφόρος μας λέγει, ότι η ανάγνωσις των γραφών του ενέβαλε την ιδέαν, ότι δεν θ' απέθνησκε προτού να ίδη τον Μεσσίαν. Πάσα απόπειρα προς απόδειξιν ότι άλλος Συμεών ήτο και ουχί αυτός, απέτυχεν. Αν ήτο Αρχιερεύς, όπως τον θέλει το Ευαγγέλιον του Ιακώβου, ο Λουκάς δεν θα μας τον παρίστα τόσον απλώς ως «άνθρωπον εν Ιερουσαλήμ, ω όνομα Συμεών». Η πληροφορία εν το Ευαγγελίω της Γεννήσεως της Μαρίας, ότι ήγεν ηλικίαν 113 ετών είνε εντελώς αυθαίρετος· τοιαύτη δε είνε και η εικασία ότι η σιωπή του Ταλμούδ εν σχέσει προς αυτόν οφείλεται εις τας Χριστιανικάς ροπάς του. Δεν ηδύνατο να είναι ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Ιλέλ και πατήρ του Γαμαλιήλ, όστις δεν θα ήτο τόσον γηραιός κατά την εποχήν εκείνην. Κατά πολύ ισχυρότερον λόγον δεν ήτο ούτε ο Συμεών ο Δίκαιος, όστις επιστεύετο ότι είχε προφητεύσει την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ και ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών εκ του μεγάλου Συνεδρίου. Το περίεργον είνε, ότι οι Ευαγγελισταί δεν λέγουν τίποτε περί αυτού, ενώ διά την Άνναν την προφήτιδα μας δίδονται λίαν ενδιαφέρουσαι λεπτομέρειαι, και μεταξύ άλλων, ότι ήτον εκ της φυλής του Ασήρ, – απόδειξις τρανωτάτη ότι αι φυλετικαί σχέσεις παρέμενον ακόμη ζωνταναί εις την μνήμην του λαού.
Η σημασία των Επιφανείων. – Ηρώδης ο Μέγας. – Οι «Μάγοι». – Παραδόσεις. – Αφορμαί του ταξειδίου των. – Γενική προσδοκία του κόσμου. – Ο αστήρ εν τη Ανατολή. – Αστρονομικαί εικασίαι του Κεπλέρου κλπ. – Δώρα των Μάγων.
Η σύντομος αφήγησις της επισκέψεως των Μάγων, η εμπεριεχομένη εις το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ενέχει μέγα ενδιαφέρον διά την ιστορίαν της Χριστιανοσύνης. Η επίσκεψις αύτη είνε εν πρώτοις τα Θεοφάνεια, ή φανέρωσις του Χριστού εις τους Εθνικούς. Φέρει τα γεγονότα του Ευαγγελίου εις στενήν συνάφειαν με την ιουδαϊκήν πίστιν, με τας αρχαίας προφητείας, με την επ' αιώνων ιστορίαν, με την νεωτέραν επιστήμην. Και παρέχει τοιουτοτρόπως εις ημάς νέα τεκμήρια της βασιμότητας της πίστεώς μας, εξαγόμενα από τας μάλλον αυθεντικάς, αλλά και από τας μάλλον απροσδοκήτους πηγάς.
Ηρώδης ο Μέγας, όστις ύστερον από μίαν ζωήν οργίων και εγκληματικών επιτυχιών, είχε περιπέσει ήδη εις βαθύ γήρας, – γήρας πλήρες ζηλοτυπιών και αγριότητος, – διέμενεν εν τω νέω ανακτόρω του εν Σιώνι. Και όπως ήτο τώρα φρενιασμένος από τα εγκλήματά του τα περασμένα, κατελήφθη από νέους παροξυσμούς τρόμου και αγωνίας εις μίαν επίσκεψιν μερικών Μάγων από την Ανατολήν, οι οποίοι του έφεραν το αλλόκοτον μήνυμα, ότι είχον ίδει εν τη ανατολή τον αστέρα νεογεννήτου τινός βασιλέως των Ιουδαίων και ήλθον να τον προσκυνήσουν. Ο Ηρώδης, ο άρπαξ ο Ιδαμαίος, ο αποστάτης, ο βδελυρός τύραννος αδυνάτου λαού, ο βέβηλος τυμβωρύχος του τάφου του Δαυίδ, ήκουσε την είδησιν με τρόμον και με οργήν την οποίαν δυσκόλως ηδύνατο ν' αποκρύψη. Έβλεπε σαλευόμενον τον θρόνον του, τον θρόνον εκείνον τον ιστορικόν, εις τον οποίον είχεν ανέλθει αναξίως και τον οποίον ώφειλεν εις τας τυχοδιωκτικάς επιτυχίας του. Δόλιος δε όσον και ωμός, και βλέπων, ότι όλη η Ιερουσαλήμ εταράχθη μετ' αυτού, συνήγαγεν εν τω ανακτόρω του πάντας τους Αρχιερείς και τους γραμματείς των Ιουδαίων, – τα λείψανα ίσως του Συνεδρίου εκείνου το οποίον είχεν εκμηδενίσει προ πολλού, – και ηρώτα αυτούς πού ο Μεσσίας γεννάται. Έλαβε δε την πρόθυμον και εμπιστευτικήν απάντησιν, ότι η Βηθλεέμ ήτο η πόλις η υπό της γραφής ενδειχθείσα διά τοιαύτην τιμήν. Και αποκρύπτων τον δόλιον και άσπλαγχνον σκοπόν του, απέστειλε τους Μάγους εις Βηθλεέμ με την διαταγήν να εξετάσουν ακριβώς περί του παιδίου και όταν εύρουν αυτό να τον ειδοποιήσουν, όπως μεταβή και αυτός να το προσκυνήση.
Προτού εξακολουθήσωμεν την αφήγησίν μας, ας σταματήσωμεν επί στιγμήν να εξετάσωμεν τίνες ήσαν οι οδοιπόροι εκείνοι της Ανατολής, και τι δύναται να εξακριβώση η ιστορία σχετικώς προς την μυστηριώδη αποστολήν των.
Η λέξις «Μάγοι», διά της οποίας χαρακτηρίζονται εν τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω, είνε εντελώς αόριστος. Αρχικώς εσήμαινε μίαν τάξιν σοφών της Περσίας και της Μηδίας· κατόπιν εδόθη η ονομασία αύτη εις τους αστρολόγους και τους ψευδοπροφήτας (Πρ. Απ. 13,6). Οι τοιούτοι ήσαν γνωστότατοι εις την αρχαιότητα υπό το όνομα Χαλδαίοι, και αι επισκέψεις των μάλιστα εξετείνοντο και μέχρις αυτών των δυτικών εθνών. Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει έν επεισόδιον εκ του Αριστοτέλους, κατά το οποίον μάγος τις εκ Συρίας επροφήτευσεν εις τον Σωκράτην ότι θα απέθνησκεν εκ βιαίου θανάτου· και ο Σενέκας μας πληροφορεί ότι οι μάγοι «οίτινες παρεγένοντο τυχαίως εν Αθήναις», επεσκέφθησαν τον τάφον του Πλάτωνος και έκαυσαν επ' αυτού θυμίαμα ως προς θείον ον. Όλαι όμως αύται αι πληροφορίαι είνε συγκεχυμέναι και αντιφατικαί παραδόσεις, αίτινες δεν ρίπτουν φως και εις άλλα μάλλον ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως είνε το της κοινωνικής τάξεως των μάγων τούτων, της πατρίδος των, του αριθμού των, των ονομάτων των. Η παράδοσις ήτις μας τους παριστά ως βασιλείς στηρίζεται πιθανώς επί της προφητείας του Ησαΐα, ότι τα έθνη θα προσέλθουν εις το φως του μέλλοντος Χριστού και οι βασιλείς θα τον προσκυνήσουν. Επίσης και η άλλη γνώμη, ότι ήσαν Άραβες, ενδεχόμενον να προέκυψεν από το γεγονός, ότι ο λίβανος και η σμύρνα είνε προϊόντα της Αραβίας, και από χωρίον τι του ογδοηκοστού δευτέρου ψαλμού, κατά το οποίον οι βασιλείς των νήσων και της Αραβίας και του Σαβά θα προσφέρουν δώρα.
Περί του αριθμού των επισκεφθέντων τον Ιησούν Μάγων, ήτο μία διπλή παράδοσις. Ο Αυγουστίνος και ο Χρυσόστομος λέγουν ότι ήσαν δώδεκα, αλλ' η κοινή πεποίθησις, η προκύπτουσα πιθανώς εκ του τριπλού δώρου, είνε ότι ήσαν τρεις μόνον. Ο Βεδ μάλιστα, άγγλος μοναχός και ιστορικός, ακμάσας κατά τον 7ον αιώνα μ. Χ., μας δίδει λεπτομερείας διά τα ονόματά των, την πατρίδα των, το πρόσωπόν των. Ωνομάζοντο Μελχίωρ, Γάσπαρος και Βαλθάσαρ. Ο πρώτος ήτο γέρων, με πάλλευκον κόμην και με μακρόν πώγωνα· ο Γάσπαρος ένας σφριγών και αγένειος νεανίας. Ο Βαλθάσαρ μελαχροινός και εις το άνθος της ηλικίας του. Η παράδοσις ωσαύτως μας πληροφορεί ότι ο Μελχίωρ ήτο απόγονος του Σημ, ο Γάσπαρος του Χαμ, και ο Βαλθάσαρ του Ιάφεθ. Κατέστησαν ούτω αντιπρόσωποι των τριών περιόδων της ζωής και των τριών διαιρέσεων της υδρογείου· όσον δε και αν είνε τα τοιαύτα μυθεύματα εστερημένα πάσης αξίας προκειμένου περί καθαρώς επιστημονικής εργασίας, κατεστάθησαν όμως ενδιαφέροντα διά την μεγάλην επίδρασιν, την οποίαν ήσκησαν επί των ωραιότερων προϊόντων της θρησκευτικής τέχνης, όπως λόγου χάριν επί των ζωγραφικών έργων του Βελλίνι, του Βερονέζ κλπ. Τα κρανία των τριών τούτων βασιλέων, ευρεθέντα, ως λέγεται, υπό του Επισκόπου Ραϊνάλδου κατά την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα, φυλάσσονται επιμελώς μεταξύ άλλων αγίων λειψάνων εν τη Μητροπόλει της Κολωνίας, περιβεβλημένα ακόμη τους στεφάνους των τους ολοχρύσους και αδαμαντοκολλήτους.
Δι' ημάς εν τούτοις είνε μάλλον σύμφωνον προς τον σκοπόν του έργου να εξετάσωμεν τας αφορμάς του αξιομνημονεύτου ταξειδίου των εις Βηθλεέμ.
Πληροφορούμεθα από τον Τάκιον, τον Σουετώνιον και τον Ιώσηπον, ότι καθ' όλην την Ανατολήν επεκράτει εις εκείνους τους χρόνους μία ακλόνητος πεποίθησις, εκπηγάσασα εκ τον αρχαίων προφητειών, κατά την οποίαν έμελλεν όσον ούπω ν' αναφανή εν Ιουδαία κραταιός τις μονάρχης και να κυριαρχήση του κόσμου. Υπήρξαν είνε αληθές, και πολλοί εκ των συγχρόνων οίτινες συνεπέραναν, ότι οι ανωτέρω δύο Ρωμαίοι ιστορικοί απηχούσιν απλώς μίαν διάδοσιν, η αυθεντία της οποίας στηρίζεται εις μόνον τον Ιώσηπον. Αλλά και αν παραδεχθώμεν την αβάσιμον ταύτην υπόθεσιν, υπάρχουν όμως τραναί αποδείξεις εις τας Ιουδαϊκάς και τας πανθεϊστικάς συγγραφάς της εποχής εκείνης, ότι ο τότε κόσμος, ο κατηρειπωμένος και ένοχος, ανέμενεν αγωνιωδώς την έλευσιν του Λυτρωτού του. «Η δρόσος της ευλογίας δεν πίπτει εφ' ημάς και οι καρποί ημών είνε άνευ χυμού», εκραύγαζεν ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Γαμαλιήλ· και αι κραυγαί του συνοψίζουν τρόπον τινά ολόκληρον την φιλολογίαν μιας εποχής, ήτις, όπως λέγει και ο Νίεμπουρ, είχε «στειρεύσει από την δίψαν του εγκλήματος».
Ουδέν λοιπόν το έκτακτον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Μάγοι εκείνοι της Ανατολής ώδευσαν προς την Ιερουσαλήμ, και μάλιστα αν εις την ανατολήν υπήρχον αφορμαί να πιστεύεται τότε ότι η προφητεία, η τοσάκις εξαγγελθείσα, προσήγγιζεν ήδη να εκπληρωθή. Αν ήσαν μαθηταί του Ζωροάστρου, θα έβλεπον εις το θείον Βρέφος τον μέλλοντα κατακτητήν του Αριμάνην τον θεόθεν προωρισμένον κυρίαρχον του κόσμου. Η ιστορία του ταξειδίου των εξητάσθη αληθώς με αφελή περιφρόνησιν, ως απλούς μύθος ποιητικός· αλλά μολονότι αι μόναι εγγυήσεις του ιστορικώς πιστευτού του ταξειδίου τούτου είναι η μαρτυρία του ευαγγελιστού Ματθαίου, υπάρχουν πολλά περιστατικά τα οποία μας δικαιολογούν να πιστεύωμεν ότι εις τας γενικάς γραμμάς του δεν παρουσιάζει τίποτε το αδύνατον ή το απίθανον.
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι η αφορμή του ταξειδίου των ήτο ν' ανακαλύψουν τον νέον Μεσσίαν, του οποίου είχον ίδει τον αστέρα εις την ανατολήν.
Το να εκληφθή έν ουράνιον φαινόμενον ως σημείον της ελεύσεως νέου Βασιλέως, ήτο συνεπέστατον προς τας πεποιθήσεις της εποχής εκείνης. Μία τοιαύτη έννοια προέκυψε πιθανώς εκ της προφητείας του Βαλαάμ, ήτις, διά την δύναμιν του ρυθμού της και διά το εξόχως ευφάνταστον αυτής, διεδόθη ευρύτατα ανά τας ανατολικάς χώρας. Μετά ένα σχεδόν αιώνα, επί της βασιλείας του Αδριανού, ο ψευδής Μεσσίας επωνομάσθη υπό του πεφημισμένου Ραβδί Ακίβα «Υιός Αστέρος», και ετύπωσε την εικόνα άστρου επί του νομίσματος το οποίον εξέδωκε. Μετά έξ εκατονταετηρίδας, ο Μωάμεθ παρέστησεν ως σύμβολον των αξιώσεών του ένα κομήτην επιφανέντα επί της εποχής του. Και αυτοί μάλιστα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εφρόνουν πάντοτε ότι αι γεννήσεις και οι θάνατοι των μεγάλων ανδρών συμβολίζονται διά της εμφανίσεως και εξαφανίσεως ουρανίων σωμάτων, μία δε τοιαύτη παράδοσις διεσώθη και μέχρι νεωτέρων σχετικώς χρόνων. Το εφήμερον άστρον, το οποίον επεφάνη επί της εποχής του Σουηδού αστρονόμου Τύχωνος Βράχε και όπερ ούτος ανεκάλυψεν εις το στερέωμα την 11 Νοεμβρίου του 1752, επιστεύθη από τους τότε ανθρώπους ότι υπεδήλου το βραχύ, αλλ' έκλαμπρον στάδιον πολεμιστού τινος από βορρά προερχομένου, και εθεωρήθη ως προφητικόν της τύχης του Γουσταύου Αδόλφου. Και εις την προκειμένην λοιπόν περίπτωσιν, μολονότι το αληθές έτος της γεννήσεως του Χριστού δεν εξάγεται μετά θετικότητος εκ της μελέτης των Γραφών, εν τούτοις επεφάνη αναμφιβόλως κατά την εποχήν εκείνην εις τους ουρανούς φαινόμενόν τι αστρονομικόν, το οποίον δεν ηδύνατο να διαλάθη την προσοχήν ενός αστρολογούντος λαού.
Την 17 Δεκεμβρίου 1603, έγινε σύνοδος των δύο μεγαλειτέρων πλανητών του Κρόνου και του Διός εν τω Ζωδίω των Ιχθύων εις το υδάτινον τρίγωνον (1). Την ακόλουθον άνοιξιν, οι δύο πλανήται συνηντήθησαν μετά του Άρεως εις το τρίγωνον του πυρός και τον Σεπτέμβριον του 1604 επεφάνη νέον τι άστρον παρά τους πόδας του Οφιούχου και μεταξύ Άρεως και Κρόνου, το οποίον αφού έλαμψεν επί έν ολόκληρον έτος, ήρχισεν από τον Μάρτιον του 1606 να σμικρύνεται βαθμηδόν, έως ου εξηφανίσθη εντελώς. Ο Βρουνόβσκι, ο μαθητής του Κεπρέλου, όστις ανεκάλυψε πρώτος το άστρον εκείνο, λέγει ότι έλαμπεν εναλλάσον χρώματα ως αδάμας, και ότι δεν ήτο καθόλου νεφελώδες και δεν παρουσίαζε καμμίαν ομοιότητα με κομήτην. Τα αξιοσημείωτα ταύτα ουράνια φαινόμενα είλκυσαν την προσοχήν του μεγάλου Κεπλέρου, όστις, γνώστης τέλειος της αστρολογίας, ήξευρε την μεγάλην σημασίαν, την οποίαν μία τοιαύτη σύνοδος θα είχεν εις τους οφθαλμούς των μάγων και προσεπάθησε ν' ανακαλύψη αν εγένετο τοιαύτη τις και κατά τους χρόνους της γεννήσεως του Χριστού.
Του Διός και του Κρόνου γίνεται σύνοδος εν τω αυτώ τριγώνω ανά πάσαν εικοσαετίαν, ενώ κάθε διακόσια έτη οι δύο πλανήται μεταβαίνουν εις άλλο τρίγωνον, και αφού διέλθωσιν ολόκληρον τον ζωδιακόν κύκλον, συνέρχονται εις το αυτό τρίγωνον μετά 794 έτη, τεσσάρας μήνας, και δώδεκα ημέρας. Υπολογίζων αναδρομικώς, ο Κέπλερος ανεκάλυψεν ότι η αυτή συρροή του Διός και του Κρόνου συνέβη ουχί ολιγώτερον από τρεις φοράς κατά το έτος 747 από κτίσεως Ρώμης, και ότι ο πλανήτης Άρης είχε συναντηθή μετ' αυτών κατά την άνοιξιν του 748· το δε γεγονός ότι εγένετο η τοιαύτη συνάντηση κατά την χρονικήν εκείνην περίοδον εξηκριβώθη και υπό πολλών άλλων επιστημόνων και ουδεμίαν επιδέχεται αμφισβήτησιν.
Μία τοιαύτη σύμπτωσις δεν ηδύνατο βεβαίως να εξηγηθή από τους Χαλδαίους αστρολόγους παρά ως σημαίνουσα την προσέγγισιν αξιοσημειώτου τινός γεγονότος. Και αφού εγένετο εις τον αστερισμόν των Ιχθύων, τον οποίον οι αστρολόγοι υπέθετον αμέσως συνδεόμενον προς τας τύχας της Ιουδαίας, αι σκέψεις των φυσικώς τοιαύτην θα ελάμβανον τροπήν. Άλλως τε η εξήγησις της σημασίας του επιφανέντος αστέρος οφείλεται αφ' ενός μεν εις τας αστρολογικάς γνώμας των Ιουδαίων, κατά τας οποίας η εν λόγω σύνοδος θα υπεσήμαινε την έλευσιν του Μεσσία, εξ άλλου δε εις την προσδοκίαν όλου του τότε κόσμου, αναμένοντος αγωνιωδώς τον Λυτρωτήν του.
Η εμφάνισις και εξαφάνισις νέων άστρων δεν είνε τόσον σπάνιον φαινόμενον, ώστε να διεγείρη σπουδαίαν τινά αμφιβολίαν. Το γεγονός ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ομιλεί περί τοιούτου άστρου δύο ή τρία έτη ύστερον από την αξιοσημείωτον εκείνην πλανητικήν σύνοδον, και ότι το άστρον τούτο επεφάνη και πάλιν εν τω ουρανώ μετά 1600 έτη, οπότε δηλαδή και νέα σύνοδος εγένετο, δύναται μόνον να θεωρηθή ως περίεργος σύμπτωσις. Και θα είχομεν μίαν ισχυροτάτην και μίαν περίεργον επιβεβαίωσιν του γεγονότος τούτου, όπερ αναφέρει ο Ματθαίος, αν ηδυνάμεθα να έχωμεν εμπιστοσύνην εις τον ισχυρισμόν του Βιεσέλερ, ότι εις τους αστρονομικούς πίνακας των Χαλδαίων διεσώθη μία σημείωσις καθ' ην άστρον τι επεφάνη εις τους ουρανούς κατά την εποχήν εκείνην. Είνε όμως τολμηρόν να βασισθώμεν επί διαβεβαιώσεως, της οποίας είνε τόσον δύσκολος η εξακρίβωσις και ήτις περικαλύπτεται από τόσον σκότος και τόσον μυστήριον.
Και αγόμεθα συνεπώς εις το συμπέρασμα ότι αι αστρονομικαί έρευναι, διά των οποίων απεδείχθη η αλήθεια της αξιοσημειώτου εκείνης πλανητικής συνόδου, έχουν την αξίαν των μόνον εφ' όσον αποδεικνύουν ότι δυνατόν η σύνοδος αυτή να προδιέθεσε τους μάγους να ελπίζουν μέγα τι γεγονός. Και η προσδοκία αυτή τους έκαμε βεβαίως να οδεύσουν προς την Παλαιστίνην, όταν και άλλο παροδικόν άστρον μεταγενέστερον έλαμψεν εις το στερέωμα, ούτινος η εμφάνισις δεν είναι μεν πρωτοφανές γεγονός εν τη αστρονομία, αλλ' εις την προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται επί της μαρτυρίας ενός ευαγγελιστού.
Οι Μάγοι ήλθον εις Βηθλεέμ και προσήνεγκον εις το θείον Βρέφος εν τη ταπεινή και πτωχική «οικία του» φόρον λατρείας, με την οποίαν δεν έκρινον καλόν να τιμήσουν τον Ηρώδην εν τω μαρμαίροντι ανακτόρω του, τον Ιδουμαίον άρπαγα. «Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών, προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν». Η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εύρεν εις έκαστον δώρον ιδιαιτέραν σημασίαν· η σμύρνα είναι διά την φύσιν την ανθρωπίνην, ο χρυσός εδόθη προς τον Βασιλέα και ο λίβανος προς την θεότητα· ή και άλλως, ο χρυσός διά την φυλήν του Σημ, η σμύρνα διά την φυλήν του Χαμ, και ο λίβανος διά την του Ιάφεθ, – αθώαι φαντασιοπληξίαι, φωτειναί και θέλγουσαι, άξιαι μνείας μόνον και μόνον διότι απεκρυσταλλώθησαν εις αιωνίας παραδόσεις, από τας οποίας ήντλησαν υπερόχους εμπνεύσεις η ποίησις και η τέχνη η χριστιανική.
Αναχώρησις των Μάγων. – Παραδόσεις περί της φυγής εις Αίγυπτον. – Σφαγή των νηπίων. – Η ιστορική αξιοπιστία της. – Χαρακτήρ Ηρώδου του Μεγάλου. – Σιωπή του Ιωσήπου. – Θάνατος και ταφή Ηρώδου του Μεγάλου. – Ανάρρησις του Αρχελάου.
Αφού οι Μάγοι προσήνεγκον τα δώρα των και προσεκύνησαν τον Χριστόν εσκέπτοντο βεβαίως να επιστρέψωσι προς τον Ηρώδην, «χρηματισθέντες όμως κατ' όναρ» υπό του Θεού, ανεχώρησαν δι' άλλης οδού εις την ιδίαν αυτών χώραν. Και δεν ευρίσκομεν πλέον τα ίχνη αυτών και δεν μανθάνομεν τι απέγιναν κατόπιν, ούτε από την Γραφήν, ούτε από την αυθεντικήν ιστορίαν, ούτε εξ αυτών των αποκρύφων παραδόσεων· η επίσκεψίς των όμως έδωκεν αφορμήν εις αξιομνημόνευτα και σοβαρώτατα γεγονότα.
Το όνειρον όπερ ανήγγειλεν εις αυτούς τον κίνδυνον, συνέπιπτε πιθανώς με τας υπονοίας εις τας οποίας τους ενέβαλεν ο ωμός και δόλιος τύραννος, όστις είχεν εκφράσει υποκριτικήν επιθυμίαν να σπεύση και αυτός να προσκυνήση το θείον Τέκνον· και επειδή ευλόγως δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εγνωστοποίησαν τους φόβους των και εις τον Ιωσήφ, ούτος ευρέθη προπαρεσκευασμένος διά την καθ' ύπνους ειδοποίησιν του αγγέλου και την εξαγγελίαν του κινδύνου και την προσταγήν να φύγη εις Αίγυπτον, όπως σώση το Βρέφος από την ζηλοτυπίαν του Ηρώδου.
Η Αίγυπτος υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας το φυσικόν καταφύγιον όλων των από Παλαιστίνης φευγόντων ένεκα διωγμών ή οικονομικής στενοχωρίας ή δυσαρεσκείας. Περί της φυγής και της διαρκείας της, η Γραφή δεν δίδει περισσοτέρας λεπτομερείας. Πληροφορούμεθα μόνον, ότι η Ιερά Οικογένεια έφυγε διά νυκτός εκ Βηθλεέμ, και επανέκαμψεν όταν ο Ιωσήφ εβεβαιώθη και πάλιν κατ’ όναρ υπό του αγγέλου ότι τώρα θα ήτο πλέον ασφαλής η επάνοδος του Σωτήρος εις τον τόπον της γεννήσεώς του, αφού απέθανον οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. Και αι απόκρυφοι παραδόσεις, αι απαθανατισθείσαι υπό της μεγαλοφυούς τέχνης των Ιταλών καλλιτεχνών, μας πληροφορούν και πάλιν ότι οι δράκοντες ήλθον προς τον Χριστόν και προσεκύνησκν αυτόν, και οι λέοντες και αι λεοπαρδάλεις τον ελάτρευσαν, και τα άνθη της Ιεριχούς ήνοιγαν τα πέταλά των οπουδήποτε επάτει, και οι φοίνικες εις την προσταγήν του εχαμήλωναν τους κλώνας των διά να δώσουν καρπούς, και οι λησταί οι πλανόδιοι κατεπτοήθησαν από το μεγαλείον του και ο χρόνος του ταξειδίου εσυντομεύθη καταπληκτικώς. Μας λέγουν επίσης πως άμα τη αφίξει του εις την χώραν, όλα τα είδωλα της γης Αιγύπτου ανετράπησαν εκ των βάθρων των με εξαφνικόν πάταγον και εσκορπίσθησαν εις το έδαφος και κατέκειντο με θρυμματισμένας τας μορφάς, και πως πλείσται όσαι θαυμασταί θεραπείαι λέπρας και δαιμονικής καταλήψεως συνετελέσθησαν με μίαν μόνην λέξιν του. Όλος αυτός ο πλούτος και η σπατάλη των περιττών, των ασκόπων, των άνευ εννοίας τινός θαυμάτων, – όστις προκύπτει κυρίως εξ απλής δίψης του υπερφυσικού και εν μέρει εκ φανταστικής εφαρμογής των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, – παρουσιάζει ζωηράν αντίθεσιν προς την απλοϊκήν φιλαλήθειαν της αφηγήσεως του Ευαγγελίου. Ο Ματθαίος δεν μας πληροφορεί ούτε πού κατέλυσεν η Ιερά Οικογένεια εν Αιγύπτω, ούτε πόσον χρόνον διήρκεσεν η εξορία της· αι αρχαίαι όμως παραδόσεις ισχυρίζονται ότι απουσίασε δύο μήνας εκ Παλαιστίνης, και ότι διέμενε κατά το χρονικόν τούτο διάστημα εν Ματαρηέχ, πολίχνην κειμένην εις απόστασιν ολίγων μιλίων βορειοανατολικώς του Καΐρου, όπου επί αιώνας πολλούς μία πηγή εδεικνύετο της οποίας τα ύδατα είχε καταστήσει δροσερά ο Χριστός, και μία αρχαία συκομορέα υπό το φύλλωμα της οποίας εκάθισεν η Οικογένεια ν' αναπαυθή. Ο Ευαγγελιστής υπαινίσσεται μόνον την αφορμήν της φυγής και της επανόδου, και ευρίσκει εις την επάνοδον την εκπλήρωσιν της παλαιάς προφητείας του Ησαΐα, «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν μου».
Η φυγή εις Αίγυπτον είχεν συνεπείας τραγικωτάτας. Βλέπων ότι οι Μάγοι δεν επανήλθον προς αυτόν, ο Ηρώδης κατελήφθη από τρόμον ισχυρότερον και μίαν ζηλοτυπίαν πλέον μαύρην και πλέον μοχθηράν. Δεν είχε τα μέσα να εξακριβώση την ταυτότητα του τέκνου του βασιλικού, του τέκνου του εκ σπέρματος Δαυίδ, και ούτε βεβαίως του επήλθε κατά νουν να το αναζητήση εις τον σταύλον του πανδοχείου της Βηθλεέμ. Εγνώριζεν όμως ότι το παιδίον, όπερ η επίσκεψις των Μάγων τον εδίδαξε να θεωρή ως μέλλοντα αντίπαλον αυτού και του οίκου του, ήτο ακόμη βρέφος θηλάζον· και επειδή αι μητέραις εν τη Ανατολή θηλάζουν τα τέκνα των επί δύο έτη, εξέδωκε την αγρίαν και ωμήν διαταγήν να φονευθούν όλοι οι παίδες της Βηθλεέμ και των περιχώρων «από διετούς και κατωτέρω». Περί του τρόπου καθ' ον εξετελέσθη η διαταγή δεν γνωρίζομεν τίποτε. Τα παιδία δυνατόν να εφονεύθησαν κρυφίως, βαθμηδόν και διαφοροτρόπως· πιθανόν να είνε βάσιμος η άλλη υπόθεσις η γενική, ότι διετάχθη και εξετελέσθη εν μια μόνον ώρα φρικώδης σφαγή, – υπόθεσις ήτις προέκυψεν από την ρήσιν του Ευαγγελίου του Ιακώβου, ότι ο Ηρώδης «έπεμψε τους φονευτάς εις Βηθλεέμ». Διαταγαί τυράννων ως ο Ηρώδης περικαλύπτονται συνήθως υπό απαίσιου σκότους· βυθίζουν τον κόσμον εις νάρκην, κατά την οποίαν δεν είνε ασφαλές να ομιλή τις μεγαλοφώνως. Αλλ' ο άγριος θρήνος της αγωνίας και οι οδυρμοί των μητέρων, από τας αγκάλας των οποίων ηρπάγησαν τόσον ασπλάγχνως τα τέκνα των, δεν ήτο δυνατόν να σιγήσουν, και οι ακούσαντες θα εφαντάζοντο ότι η Ραχήλ, η μεγάλη πρόγονος της φυλής των, της οποίας ο τάφος κείται παρά τον δρόμον τον προς την Βηθλεέμ, εις απόστασιν ενός μιλίου από της πόλεως, ανεμίγνυε μίαν ακόμη φοράν, όπως εν τη παθητική εικόνι του προφήτου Ιερεμίου, την φωνήν της με τους γόους και με τους κοπετούς των γυναικών, αι οποίαι έκλαιον τόσον απαρηγόρητα τα σφαγέντα μικρά των.
Εις ημάς φαίνεται ακατανόητον ένα έγκλημα τόσον ωμόν· αλλ' αι σκέψεις μας και τα αισθήματά μας εξημερώθησαν από χριστιανοσύνην δέκα οκτώ αιώνων, και τοιαύται πράξεις δεν είναι πρωτοφανείς εν τη ιστορία των ειδολολατρών δεσποτών και του αρχαίου κόσμου. Η παιδοκτονία, και μάλιστα αγριωτέρα της του Ηρώδου, ήτο έγκλημα αποτροπαίως κοινόν επί των ημερών της Αυτοκρατορίας, και η σφαγή των Νηπίων, καθώς και τα αίτια άτινα εξώθησαν εις ταύτην, έχουν εφάμιλλα πολλά άλλα τοιαύτα δράματα κατά την αυτήν ακριβώς εποχήν. Ο Σουετώνιος, εν τω βίω του Αυγούστου, ερανίζεται εκ της βιογραφίας του Αυτοκράτορος της γραφείσης από τον απελεύθερον Ιούλιον Μάραθον, μίαν παράδοσιν κατά την οποίαν ολίγον προ της γεννήσεώς του επεκράτει η προφητεία, ότι έμελλεν όσον ούπω να γεννηθή είς Βασιλεύς και να κυριαρχήση του Ρωμαϊκού λαού. Προς διάσωσιν της Δημοκρατίας εκ του κινδύνου τούτου, η Σύγκλητος διέταξεν όπως εγκαταλειφθούν ή εκτεθούν όλα τα άρρενα τα οποία θα εγεννώντο κατ' εκείνο το έτος· αλλ' οι συγκλητικοί των οποίων αι σύζυγοι ήσαν έγκυοι, έλαβον μέτρα όπως εμποδίσουν την επικύρωσιν του δόγματος εκείνου, διότι έκαστος ήλπιζεν ότι η προφητεία ηδύνατο ν' αναφέρεται εις το ίδιον τέκνον. Εξ άλλου, ο Ευσέβιος εναφέρει μίαν ιστορίαν του Ηγησσίππου, Εβραίου το γένος, κατά την οποίαν ο Δομιτιανός, έντρομος προ του ολονέν επιτεινομένου γοήτρου του ονόματος του Χριστού, εξέδωκε διαταγήν όπως εξολοθρευθούν όλοι οι απόγονοι του οίκου του Δαυίδ. Δύο έγγονοι του Ιούδα – του «αδελφού του Κυρίου» – έζων τότε ακόμη και ήσαν γνωστοί υπό το όνομα Δ ε σ π ό σ υ ν ο ι. Επροδόθησαν δε εις τον Αυτοκράτορα από ένα κάποιον Ιόκατον και άλλους Ναζωραίους αιρετικούς, και ήχθησαν ενώπιον του· αλλ' όταν ο Δομιτιανός παρετήρησεν ότι ήσαν απλοί χωρικοί, και ότι αι χείρες των έφερον τα ίχνη βαναύσου εργασίας, τους αφήκε σώους και υγιείς με αίσθημα οίκτου και περιφρονήσεως.
Μολονότι η Σφαγή των ακάκων βρεφών διήγειρε την δυσπιστίαν, συμφωνεί όμως πληρέστατα με τας πληροφορίας τας οποίας έχομεν περί του χαρακτήρος του Ηρώδου. Τα δεσπόζοντα πάθη του επιτηδείου και μοχθηρού εκείνου ηγεμόνος ήσαν αχαλίνωτος φιλοδοξία και υπέρμετρος ζηλοτυπία, φθάνουσα μέχρι θηριωδίας. Η ζωή του όλη είχε βαφή με το αίμα φόνων. Είχε σφάξει ιερείς και ευγενείς· είχεν αποδεκατίσει το Συνέδριον· είχεν αναγκάσει τον Αρχιερέα, τον γαμβρόν του, τον νεαρόν και ευγενή Αριστόβουλον, να πνιγή κατά τινα δήθεν παιδιάν προ των ομμάτων του· είχε διατάξει τον στραγγαλισμόν της ευνοουμένης συζύγου του, της ωραίας ηγεμονίδος Μαριάννης της Μακκαβαίας, αν και αύτη φαίνεται να υπήρξε το μόνον πλάσμα το οποίον εμμανώς ηγάπησεν. Οι υιοί του Αλέξανδρος, Αριστόβουλος και Αντίπατρος, ο θείος του Ιωσήφ, ο Αντίγονος και ο Αλέξανδρος, θείος και πατήρ της συζύγου του, η πενθερά του Αλεξάνδρα, ο συγγενής του Κοτσόβαρος, οι φίλοι του Δοσίθεος και Γαδίας, ήσαν ολίγοι εκ των πολλών, οίτινες έπεσαν θύματα της θυριωδίας του, της φιλυποψίας του και τον ενόχων φόβων του. Ο αδελφός του Φερόρας και ο υιός του Αρχέλαος μόλις διέφυγαν τον θάνατον, τον υπ' εκείνου διαταχθέντα. Ούτε η ανθούσα νεότης του Αριστοβούλου, ούτε αι λευκαί τρίχες του βασιλέως Υρκανού, επροστάτευσαν αυτούς από την ύπουλον και την προδοτικήν μανίαν του. Θάνατοι διά στραγγαλισμού, θάνατοι διά του πυρός, θάνατοι διά καθείρξεως και απομονώσεως εντός απαισίων δεσμωτηρίων, θάνατοι διά κρυφίων δολοφονιών, ανεκλαλήτως ωμά και απάνθρωπα βασανιστήρια, στολίζουν τα χρονικά μιας βασιλείας, ήτις, υπήρξε τόσον σκληρά, ώστε κατά την έντονον γλώσσαν τον εβραίων πρεσβευτών προς τον Αυτοκράτορα Αύγουστον, οι επιζόντες ήσαν περισσότερον άθλιοι από τους παθόντας και βασανισθέντας. Και όπως συνέβη εις τον Ερρίκον Η', παν σκοτεινόν και άγριον ένστικτον εφαίνετο ωσάν να απέκτα νέαν δύναμιν δροσερωτέραν καθόσον προσήγγιζεν εις το τέρμα του βίου του. Κατατρυχόμενος αεννάως από τα φάσματα της δολοφονηθείσης συζύγου του και των θανατωθέντων υιών του, με την αγρίαν πάλην ήτις διεδραματίζετο μέσα του, πάλην μεταξύ συνειδήσεως και αίματος, το ανοικτίρμον τέρας, όπως αποκαλεί αυτόν ο Ιώσηπος, κατελήφθη εις τας τελευταίας ημέρας του βίου του από μαύρην αγριότητα μεγαλειτέρας εντάσεως, ήτις εξέσπασε καθόλων εκείνων με τους οποίους ήρχετο εις συνάφειαν. Ουδεμία ευνόητος δυσκολία υπάρχει να υποθέσωμεν ότι τοιούτος άνθρωπος – είς άγριος βάρβαρος με ζωηράν φλέβα διαφθοράς, με ένα λεπτόν επίχρισμα πολιτισμού, – προσηνέχθη ακριβώς καθ' ον τρόπον περιγράφει ο Ματθαίος· και η επί το γεγονός πεποίθησις ενισχύεται και από διαφόρους άλλας πηγάς αξιοπίστους. «Όταν ο Αύγουστος επληροφορήθη», λέγει ο Μακρόβιος, «ότι μεταξύ των παιδίων των από διετούς και κατωτέρω, άτινα διέταξε να σφαγούν ο Ηρώδης ο Μέγας εν Συρία, συνεθανατώθη και ο ίδιος αυτού υιός είπεν, ότι «κάλλιον είνε τινα υν Ηρώδου ή υιόν». Μολονότι ο Μακρόβιος είνε μεταγενέστερος συγγραφεύς και περιέπεσεν εις το σφάλμα να υποθέτη, ότι ο υιός του Ηρώδου Αντίπατρος, όστις εθανατώθη κατά την εποχήν της Σφαγής των Ακάκων, είχε συμπεριληφθή και αυτός εις την σφαγήν ταύτην, είνε όμως βέβαιον ότι η παρατιθεμένη ευφυολογία του Αυγούστου υπαινίσσεται ζοφεράν τινα ανάμνησίν της σφαγής ταύτης.
Αλλά διατί λοιπόν, ερωτώσι μερικοί, δεν μνημονεύει ο Ιώσηπος μίαν τόσον άτιμον ωμότητα; Ίσως διότι εξετελέσθη τόσον μυστικώς και κρυφίως, ώστε ούτε καν να την μάθη ηδυνήθη. Ίσως διότι εις τας τρομεράς εκείνας ημέρας, ο θάνατος εικοσάδος παιδίων, εξ αφορμής μιας απλής υπονοίας εθεωρείτο εντελώς ασήμαντος εις τον κατάλογον των σφαγών του Ηρώδου. (2) Ίσως διότι το γεγονός παρεσιωπήθη από τον Νικολάον τον Δαμασκηνόν, όστις γράφων συμφώνως προς το πνεύμα των ελληνιζόντων εκείνων αυλικών, οίτινες προσεπάθουν πάντοτε να παριστάνουν ως πολιτικούς Μεσσίας τυράννους διεφθαρμένους και αιμοσταγείς, εμεγαλοποίησε τας αρετάς του αυθέντου αυτού και απέκρυψεν ή εμετρίασε το μέγεθος των εγκλημάτων του. Αλλ' ο πιθανώτερος λόγος είνε ότι ο Ιώσηπος, τον οποίον παρ' όλας τας φιλολογικάς προς αυτόν υποχρεώσεις μας, δυνάμεθα να θεωρώμεν ως αρνησίθρησκον και συκοφάντην, δεν έκρινε καλόν να υπαινιχθή γεγονότα τα οποία μάλιστα δεν συνεδέοντο στενώς με τον βίον του Χριστού. Το μόνον χωρίον, εις το οποίον ο Ιώσηπος κάμνει λόγον περί του Χριστού, βρίθει προσθηκών από τους αντιγραφείς, αν δεν είναι εντελώς υποβολιμαίον, και ουδεμία αμφιβολία ότι η σιωπή του εις το ζήτημα του χριστιανισμού είνε όσον εσκεμμένη τόσον και απαίσχυντος.
Αλλά μολονότι ο Ιώσηπος δεν κάμνει σαφή μνείαν του γεγονότος, πάσα όμως λεπτομέρεια, την οποίαν μας χορηγεί διά την περίοδον ταύτην του βίου του Ηρώδου, υποστηρίζει το πιθανόν αυτού. Κατ' εκείνους ακριβώς τους χρόνους, δύο ευφράδεις Ιουδαίοι διδάσκαλοι, ο Ιούδας και ο Ματθαίος, είχον παρορμήσει τους μαθητάς των να καταρρίψουν τον μέγαν χρυσούν αετόν, τον οποίον ο Ηρώδης είχε τοποθετήσει υπεράνω της μεγάλης πύλης του Ναού.
Ο Ιώσηπος συνδέει την τολμηράν ταύτην απόπειραν με προώρους τινάς θρύλους περί του θανάτου του Ηρώδου· η εικασία όμως του Λάρδνερ ότι η απόπειρα εκείνη ενεθαρρύνθη από τας περί του νέου Μεσσίου ελπίδας τας νεωστί αναζωπυρηθείσας υπό των Μάγων, φαίνεται απαράδεκτος. Η απόπειρα εν τούτοις απέτυχε, και ο Ιούδας και ο Ματθαίος, μετά τεσσαράκοντα μαθητών, εκάησαν ζώντες. Τοιαύτα εγκλήματα έχων υπ' όψει του, ο Ιώσηπος πιθανώς να ηγνόει την μυστικήν δολοφονίαν ολίγων θηλαζόντων έτι Νηπίων εις μικρόν τι χωρίον. Το αίμα των ήτο μία μικρά σταγών εις εκείνον τον ερυθρούν ποταμόν εις τον οποίον ο Ηρώδης είχε βουτηχθή μέχρι του λαιμού.
Ο Ηρώδης απέθανεν ολίγον χρόνον μετά την βρεφοκτονίαν. Πέντε ημέρας προ του θανάτου του προέβη εις παράφορον απόπειραν αυτοκτονίας, και διέταξε την αποκεφάλισιν του πρεσβυτέρου υιού του Αντιπάτρου. Το τέλος του υπήρξε φρικαλέως τραγικόν, βεβαιούται δε ότι απέθανεν εξ αηδεστάτου νοσήματος, εκ φθειριάσεως, ήτις σπανίως μνημονεύεται εν τη ιστορία, εκτός όταν πρόκειται περί ανθρώπων οίτινες διεκρίθησαν διά την ωμότητα και τους διωγμούς αυτών, όπως ο Αντίοχος ο Επιφανής, Σύλλας, ο Μαξιμιανός, ο Διοκλητιανός, ο Ηρώδης Αγρίππας κλπ. Εις την επιθανάτιον κλίνην του, μίαν κλίνην αφορήτου αγωνίας, εν τω μεγαλοπρεπεί και πλουσίω ανακτόρω του, όπερ είχε κτίσει υπό τους φοίνικας της Ιεριχούς, οιδαλέος εκ της νόσου και φλογιζόμενος υπό της δίψης, με τας σάρκας περιτρωγομένας από έλκη αηδώς πυορροούντα, περιστοιχιζόμενος υπό συνομωτούντων υιών και κλεπτών υπηρετών, τους πάντας βδελυσσόμενος και υφ' όλων μισούμενος, καλών τον θάνατον ως την υστάτην παρηγορίαν και την υστάτην ανακούφισιν από του δεινού άλγους του σωματικού, και όμως φοβούμενος αυτόν ως απαρχήν μεγαλειτέρων βασάνων, κατατρυχόμενος υπό τύψεων, αλλά και διψών ακόμη φόνους και αίμα και κακουργίας, – βδέλυγμα εις όλους τους περί αυτόν, αλλ' εν τη ενόχω συνειδήσει του χειρότερος τρόμος δι' εαυτόν, – φθίνων εκ προώρου σωματικής αποσυνθέσεως, κατατρωγόμενος από σκώληκας, ως να τον είχε πλήξει καταφανώς η οργή του Θεού ύστερον από εβδομήκοντα ετών επιτυχείς κακουργίας, – ο άθλιος γέρων, τον οποίον οι άνθρωποι είχον ονομάσει Μέγαν, κατέκειτο εις μίαν αγρίαν αλλοφροσύνην αναμένων την τελευταίαν ώραν του. Και επειδή εγνώριζεν ότι ουδείς θα έχυνεν έστω και έν δάκρυ χάριν αυτού, απεφάσισε να τους κάμη να κλαύσουν δι' εαυτούς και διέταξε να προσέλθουν αμέσως εις Ιεριχώ επί ποινή θανάτου αι μεγαλείτεραι οικογένειαι του βασιλείου και οι αρχηγοί των φυλών. Όταν δε εκείνοι ήλθον, τους ενέκλεισε πάντας εις το ιπποδρόμιον και διέταξε κρυφίως την αδελφήν του Σαλώμην να σφαγώσιν ανηλεώς κατά την στιγμήν του θανάτου του. Και ούτω, πνιγμένη όπως ήτο εις το αίμα, και σφαγάς επιτάσσουσα εις το ύστατον αυτής παραλήρημα, η ψυχή του Ηρώδου απήλθεν εις το σκότος.
Εν πορφύραις εγκεκαρδυλημένος, με το στέμμα και με το σκήπτρον το βασιλικόν, καταγλαϊζόμενος εξ' αδαμάντων, ο νεκρός ετέθη εις μεγαλοπρεπές φέρετρον και προεπέμφθη εν στρατιωτική πομπή, μέσω νεφών θυμιάματος, μέχρι του εν Ηρωδείω τάφου του, όχι μακράν του μέρους όπου ο Χριστός εγεννήθη. Αλλ' η γοητεία της Ηρωδείου δεσποτείας είχε λυθή, και ο λαός είδε πόσον ψευδής ήτο η απαστράπτουσα επιφάνειά της. Η ημέρα του θανάτου του τυράννου εθεωρήθη ως εορτή, όπως και αυτός είχε προΐδει. Αι τελευταίαι θελήσεις του ημφισβητήθησαν, η βασιλεία του κατηρειπώθη, η ύστατη διαταγή του δεν εξετελέσθη· οι πλείστοι των υιών του απέθανον αθλίως εν εξορία· η κατάρα του Θεού είχε πέσει επί τον οίκον του, και μολονότι είχεν αποκτήσει από τας δέκα συζύγους του και τας πολλάς παλλακίδας του, εννέα υιούς και πέντε θυγατέρας, εντός εκατόν ετών η γενεά του Ιεροδούλου της Ασκάλωνος εξέλιπε μέχρις ενός, και ουδείς διεσώθη απόγονος, όπως διαιωνίση το όνομά του.
Αν η είδησις του θανάτου του Ηρώδου εγνώσθη ταχέως εις τον Ιωσήφ, η εν Αιγύπτω διαμονή θα υπήρξε βεβαίως πολύ βραχεία και ουδόλως θα επέδρασεν εις την ανάπτυξιν του Κυρίου ημών ως ανθρώπου. Τούτο ίσως είνε και ο λόγος διά τον οποίον ο Λουκάς αντιπαρέρχεται εν σιγή τα της διαμονής ταύτης.
Κατ' αρχάς φαίνεται ότι ο Ιωσήφ εσκόπευε να εγκατασταθή εν Βηθλεέμ. Ήτο η πόλις των προγόνων του, μία πόλις ιερά, πλήρης ωραίων και ηρωικών αναμνήσεων, θα ηδύνατο ευκόλως να εξοικονομή τα προς το ζην, εξασκών το επάγγελμά του. Είνε αληθές ότι ο Ανατολίτης σπανίως εγκαταλείπει την εστίαν του, αλλ' όταν αναγκασθή υπό των περιστάσεων να πράξη τούτο, εγκαθίσταται ευκόλως οπουδήποτε αλλού. Διαταχθείς να επιστρέψη εις Βηθλεέμ, ο Ιωσήφ θα μετέβαινεν εκεί τόσω μάλλον προθύμως, όσον η μικρά πόλις εγειτνίαζε με την Ιερουσαλήμ. Αλλά καθ' οδόν ήκουσεν ότι εβασίλευε της Ιουδαίας ο Αρχέλαος αντί του πατρός αυτού Ηρώδου. Ο λαός μετά μεγάλης αγαλλιάσεως θα έβλεπεν εξολοθρευομένην ολόκληρον την φυλήν των Ιδουμαίων· εν πάση περιπτώσει θα επροτίμα τον Αντίπαν από τον Αρχέλαον. Αλλ' ο Αύγουστος έκλινεν απροσδοκήτως υπέρ του Αρχελάου, όστις καίτοι νεώτερος του Αντίπα, ήτο ο κληρονόμος ο ενδειχθείς διά τελευταίας βουλήσεως του πατρός του· και ως να επεθύμει τρόπον τινά να δείξη ότι ήτο αληθής υιός του γεννήτορος, ο Αρχέλαος, προτού ακόμη η ανάρρησις επικυρωθή υπό του Αυτοκράτορος, έδωκε κατά τον Ιώσηπον, εις τους υπηκόους του δείγμα των αρετών του, διατάξας μίαν σφαγήν 3,000 συμπολιτών του εν τω Ναώ. Ήτο φανερόν ότι υπό τοιαύτην κυβέρνησιν δεν ηδύνατο να υπάρξη ούτε ελπίς ούτε σωτηρία· και ο Ιωσήφ, υπακούων εις νέαν προσταγήν του Θεού, ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, όπου αφανής, προστατευομένη από την πενίαν της και από την ασημότητά της, η Ιερά Οικογένεια ηδύνατο να ζήση ασφαλώς υπό το σκήπτρον ενός άλλου υιού του Ηρώδου, του εξ ίσου ασυνειδήτου, αλλά πλέον ανεξικάκου και μάλλον αδιαφόρου Αντίπα.
Γεωγραφία της Παλαιστίνης. – Γαλιλαία. – Ναζαρέτ. – Η φιλαλήθεια των Ευαγγελίων εν αντιθέσει προς τας Αποκρύφους Παραδόσεις. – Η ζωή των χωρικών της Γαλιλαίας. – Φαντασία και πράγματα. – «Ότι Ναζωραίος κληθήσεται».
Η φυσική γεωγραφία της Παλαιστίνης είνε ίσως ευκρινέστερον ωρισμένη πάσης άλλης χώρας του κόσμου. Κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, διήκει η παραθαλασσία πεδιάς, διακοπτωμένη μόνον υπό του όρους Καρμήλου· παράλληλος προς τούτο είνε μία μακρά σειρά λόφων, στρογγυλών και αμόρφων ως προς τα χαρακτηριστικά των· οι λόφοι ούτοι προς ανατολάς βυθίζονται εντός της κοιλάδος του Ιορδάνου· και άνωθεν ταύτης διήκει η ευθυτενής, η αδιάκοπος, η πορφυρόχρους γραμμή των ορέων Μωάβ και Γαλαάδ. Η όλη επομένως χώρα από βορρά προς νότον διαιρείται εις τέσσαρας τρόπον τινά μεγάλας ταινίας, – την ακτήν, την ορεινήν χώραν, την κοιλάδα του Ιορδάνου, και την βουνοσειράν την πέραν του Ιορδάνου.
Η ορεινή, ήτις καταλαμβάνει όλον τον χώρον τον μεταξύ της παραλίας και της βαθείας κοιλάδος του Ιορδάνου, τέμνεται εις δύο μεγάλα μέρη υπό του αγρού της Ιεσράελ. Το μεσημβρινόν μέρος ήτο άλλοτε η Ιουδαία, το βόρειον η Γαλιλαία.
Η λέξις Γαλίλ εβραϊστί σημαίνει «κύκλον», και η ονομασία αυτή εδίδετο αρχικώς εις την περιφέρειαν του Κηδές-Νεφθαλείμ, την οποίαν ο Σολομών εχάρισεν εις τον Χειράμ, βασιλέα της Τύρου, διότι τον εβοήθησεν εις την ανέγερσιν του ναού με ξύλα κέδρου και με ξύλα πεύκης και με χρυσίον, και ην ούτος απεκάλεσε περιφρονητικώς «Γην Καβούλ». Ούτω φαίνεται ότι ήτο πάντοτε μοιραίον να περιφρονήται η Γαλιλαία· και η περιφρόνησις αυτή υπετρέφετο εις τα πνεύματα των Ιουδαίων εκ του γεγονότος, ότι το διαμέρισμα εκείνο είχε καταστή από παλαιοτέρων χρόνων το κέντρον αναμίκτου πληθυσμού και εχαρακτηρίζετο διά της ονομασίας «Γαλιλαία των Εθνών.» Όχι μόνον υπήρχον πολλοί Φοίνικες και Άραβες εις τας πόλεις της Γαλιλαίας, αλλ' επί της εποχής του Ιησού ήσαν ωσαύτως και πολλοί Έλληνες, και η Ελληνική γλώσσα ωμιλείτο και εννοείτο ευχερώς.
Οι λόφοι οι αποτελούντες το βορεινόν όριον της πεδιάδος Ιεσραέλ, διήκουν από της κοιλάδος του Ιορδάνου μέχρι της Μεσογείου και αι μεσημβριναί κλιτύες των περιελαμβάνοντο εις την κληροδοσίαν της φυλής Ζαβουλών.
Σχεδόν εν τω κέντρω της λοφοσειρής ταύτας υπάρχει έν αλλόκοτον ρήγμα ή μάλλον χαράδρα τις βαθεία από άνω έως κάτω, αποτελούσα είσοδον εις μακράν τινα κοιλάδα. Ο οδοιπόρος εγκαταλείπων την πεδιάδα, ανέρχεται διά στενής και αποτόμου ατραπού, χλοοφύτου και ανθοστολίστου, και έχει προ αυτού άποψιν, ήτις δεν είνε επιβάλλουσα και μεγαλοπρεπής, αλλ' απείρως ωραία και γραφική. Κάτωθεν αυτού, προς τα αριστερά, η κοιλάς ευρύνεται βαθμηδόν αποκτώσα ένα πλάτος ημίσεως περίπου μιλίου. Η λεκάνη της κοιλάδος κατατέμνεται από φράκτας υψηλούς κάκτων εις μικρούς αγρούς, και εις κήπους, οίτινες κατά την εποχήν των εαρινών βροχών, παρουσιάζουν μίαν όψιν απεριγράπτου γαλήνης, με το θάλλος των το πράσινον και την ζωηράν σπαργήν των. Πλησίον της στενής ατραπού, εις μικράν απόστασιν αλλήλων, υπάρχουν δύο φρέατα, και αι γυναίκες αι ιδρευόμεναι εκείθεν είνε πολύ ωραιότεραι, και οι ροδοκόκκινοι και ζωηρόφθαλμοι μικροί βοσκοί, οι οποίοι κάθηνται ή παίζουν πλησίον των φρεάτων, με τας ανοικτοχρόμους ανατολικάς ενδυμασίας των, αποτελούν μίαν φυλήν, ευτυχεστέραν και ζωηροτέραν της οποίας ουδαμού αλλού της γης βλέπει ο περιηγητής.
Βαθμηδόν η κοιλάς διευρυνομένη σχηματίζει μικρόν φυσικόν αμφιθέατρον εκ λόφων, το οποίον υποθέτουν τινές ότι είνε ο κρατήρ εσβεσμένου ηφαιστείου· επί του αμφιθεάτρου τούτου απλούνται αι οικίαι και αι στεναί οδοί μικράς τινος ανατολικής πόλεως. Υπάρχει μία μικρά εκκλησία· η ογκώδης οικοδομή ενός μοναστηρίου· ο υψηλός μιναρές ενός τζαμιού· μία διαυγής, άφθονος πηγή· λευκαί οικίαι λιθόκτιστοι, και κήποι χλοεροί μεταξύ αυτών, σκιαζόμενοι από συκάς και ελαίας, ένα αιώνιον χαμόγελον λευκών και ερυθρών ανθέων πορτοκαλλεών και ροιών. Την άνοιξιν τουλάχιστον τα πάντα έχουν μίαν απερίγραπτον απαλότητα, ένα άρρητον θέλγητρον· αι περιστεραί τρύζουν εις τα δένδρα· αι μέλισσαι πτερυγίζουν εις ακαταπόνητον δραστηριότητα· ο λαμπρός κυανόχρους κολοιάτης, το κοινότερον και ερασμιώτερον πτηνόν της Παλαιστίνης περιίπταται ως ζωντανός σάπφειρος υπέρ τους αγρούς τους απείρως διηνθισμένους. Και η μικρά αύτη πόλις είνε η Ναζαρέτ, όπου ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρ του ανθρωπίνου Γένους, κατηνάλωσε τριάκοντα περίπου έτη του θνητού βίου του. Ήτο πραγματικώς το χωρίον, οπού διέμεινε καθ' όλην την ζωήν του, εκτός τριών ή τεσσάρων ετών· το χωρίον, ούτινος το επονείδιστον τότε όνομα περιελήφθη εις την επιγραφήν, την επί του σταυρού του χαραχθείσαν· το χωρίον το οποίον δεν απηξίωσε να μνημονεύση, όταν οραματικώς ωμίλησεν εις τον διώκοντα Σαούλ (Πρ. Απ. 22, 8). Και κατά μήκος της στενής ατραπού του βουνού, την οποίαν περιέγραψα, οι πόδες Του πολλάκις θα επάτησαν, διότι είνε το μόνον μέρος, δι' ου επιστρέφων προς βορράν από Ιερουσαλήμ, ηδύνατο να φθάση εις τον τόπον της νηπιακής, της νεανικής και της ωρίμου ηλικίας του.
Ποίος ήτο ο τρόπος του βίου του, καθ' όλην εκείνη την τριακονταετίαν;
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ο Ιωάννης, ο επιστήθιος μαθητής και ο Μάρκος, ο φίλος και «υιός» του Πέτρου, αντιπαρέρχονται τα τριάκοντα ταύτα έτη εις απόλυτον, εις άλυτον σιγήν. Ο Ματθαίος αφιεροί έν ολόκληρον κεφάλαιον εις την επίσκεψιν των Μάγων και εις την φυγήν εις Αίγυπτον και είτα προχωρεί εις το κήρυγμα του Βαπτιστού. Μόνον ο Λουκάς, εκτός της περιγραφής των επεισοδίων της εισαγωγής εις το Ιερόν, διασώζει και έν ανεκτίμητον ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος και ένα πολύτιμον εδάφιον περιγραφικόν της αυξήσεως αυτού μέχρι της συμπληρώσεως του δωδεκάτου έτους της ηλικίας. Και ο στίχος ούτος δεν εμπεριέχει τι ικανοποιούν την περιέργειάν μας· δεν μας χορηγεί πληροφορίαν τινά περί της ζωής του, δεν αποκαλύπτει περιπετειώδες τι ανέκδοτον· μας λέγει μόνον πως εις την γλυκείαν και ιεράν παιδικότητά του «ηύξανε το παιδίον, και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας· και χάρις Θεού ην επ' αυτό». Εις την περίοδον ταύτην του βίου του δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν και το επόμενον εδάφιον: «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία, και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις». Η ανάπτυξίς του ήτο καθαρώς ανθρωπίνη ανάπτυξις. Δεν ήλθεν εις τον κόσμον πεπροικισμένος με απειρίαν γνώσεων, αλλ' ως μας λέγει ο Λουκάς προέκοπτε βαθμηδόν σοφία. Δεν ήτο θωρακισμένος διά σιδηράς δυνάμεως, ησθάνετο όλους τους πειρασμούς της αδυναμίας και της ατελείας της ανθρωπινής φύσεως. Ηύξησεν όπως και οι άλλοι άνθρωποι, και η παιδική του ηλικία είχεν ένα ακηλίδωτον και αναμάρτητον κάλλος, όπως την άνοιξιν τα άνθη των ρόδων και όπως τα κρίνα παρά τα ύδατα.
Τα Ευαγγέλια όθεν τηρούσι βαθυτάτην σιωπήν διά την περίοδον ταύτην του βίου του Ιησού· αλλ' οία ευγλωττία εν τη σιωπή ταυτή! Εν πρώτοις δυνάμεθα να την ερμηνεύσωμεν ως δείγμα και ως επιβεβαίωσιν της αξιοπιστίας των. Βλέπομεν εκ της σιωπής ταύτης ότι οι Ευαγγελισταί ήθελον να είπουν την απλήν και καθαράν αλήθειαν, και όχι να χαλκεύσουν απιθάνους ή ευλογοφανείς μύθους. Ότι ο Χριστός διήλθε τριάκοντα έτη του βραχυτάτου βίου του τού επιγείου εις έν άσημον χωρίον· ότι ηύξησε και ηνδρώθη όχι μόνον εις μίαν κατακτηθείσαν χώραν, αλλά και εις την μάλλον περιφρονημένην επαρχίαν της· ότι καθ' όλον το μακρόν χρονικόν διάστημα ουδέν εγένετο θαύμα αλλόκοτον και υπερφυσικόν, όπως αναγγείλη και αποκαλύψη και δοξάση τον ερχόμενον Βασιλέα, είνε πράγματα, τα οποία, ουδείς ηδύνατο να περιμένη και τα οποία ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ή να εφεύρη.
Και όμως ούτω συνέβησαν και οι Ευαγγελισταί συνεπώς αφηγούνται αυτά όπως συνέβησαν· και το γεγονός ότι αντιφάσκουν προς παν ό,τι ηδυνάμεθα ημείς να φαντασθώμεν είνε μία επιπρόσθετος απόδειξίς της αληθείας των. Επιπρόσθετος απόδειξις, διότι οι Ευαγγελισταί ήσαν προδιατεθειμένοι να πιστεύουν όπως και ημείς το υπερφυσικόν και το απίθανον. Αν συνέβαινε τι θαυμαστόν και παράδοξον κατά την παιδικήν ηλικίαν του Κυρίου ημών δεν θα εδίσταζον φυσικώς να το αναγράψουν ως έντιμοι και ειλικρινείς μάρτυρες· αν ήσαν ψευδόλογοι και αναξιόπιστοι θα εφεύρισκον υπερβολάς και θαύματα, αν δεν συνέβαινον τοιαύτα.
Δεν έχομεν παρά να στραφώμεν εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια διά να ίδωμεν πόσον ριζικώς διαφέρει το ψευδές ανθρώπινον ιδεώδες από τα αληθή γεγονότα. Βλέπομεν εκ τούτων πως οι μυθολόγοι του χριστιανισμού, αιρετικοί εκ συστήματος, ακολουθούντες τας φυσικάς ροπάς των, τας ήκιστα πνευματικάς περιβάλλουν την παιδικήν ηλικίαν του Χριστού με θάμβος θαυμάτων και μας την παριστάνουν ως παντοδύναμον, τρομακτικήν, υπερφυσικήν. Απόδειξις του ότι οι Ευαγγελισταί εμφορούνται υπό του πνεύματος του θείου, αφηγούμενοι τον βίον Εκείνου, παρ' ω ο Θεός απεκαλύφθη εις άνθρωπον, είνε ότι όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον ανακαλύπτομεν ότι τας γενικάς εκείνας γραμμάς της ιεράς αφηγήσεως δεν δύναται να τας θίξη μια βέβηλος και ασεβής χειρ, χωρίς να τας μολύνη και να τας διαστρεβλώση. Εάν οι συγγραφείς των αποκρύφων εσκόπευον να επιβάλουν εις τους μεταγενεστέρους τας παραδόσεις των ως αληθή ιστορίαν ή ως μυθολογίαν, είνε τουλάχιστον βέβαιον, ότι ως επί το πλείστον ήθελον να περιβάλουν το μέτωπον του Χριστού με φωτοστέφανον τιμής. Πόσον εν τούτοις αι ιστορίαι των τον σμικρύνουν και τον ατιμάζουν και τον παρανοούν! Πόσον είνε η ευγενής απλότης της ευαγγελικής εκείνης σιωπής απείρως ανωτέρα όλων των περί της παιδικής παντοδυναμίας του Χριστού μυθευμάτων, εκ των οποίων βρίθουν το Πρωτευάγγελον και ο ψευδο-Ματθαίος και το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας! Ήθελον να δοξάσουν τον Χριστόν αλλ' ουδείς μύθος δύναται να τον δοξάση· ο περί αυτού άλλα εκτός της αληθείας φανταζόμενος τον ταπεινόνει· ο Ιησούς αντιπροσωπεύει την ασθενή, την ατελή, την υπό πειρασμών κατατρυχομένην φύσιν του ανθρώπου μαζύ με την θείαν και άψογον υπόστασιν. Ο παιδικός Χριστός των Ευαγγελίων είνε απλοϊκός και γλυκύς, ευπειθής και ταπεινός· υπακούει εις τους Γονείς Του. Επιδίδεται εις τας ενασχολήσεις Του τας οικογενειακάς και εις τας ενασχολήσεις της ηλικίας Του· αγαπά όλους τους ανθρώπους, και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν το αγνόν, το χαριτωμένον και ευγενές Παιδίον. Γνωρίζει ήδη ότι ο Θεός είνε ο Πατήρ Του, και του Θεού η χάρις καταλούει Αυτόν ηδέως ως το φως της ημέρας, ή ως η δρόσος του ουρανού, και καταλάμπει ως αδιόρατος φωτοστέφανος περί το παιδικόν και άγιον μέτωπόν του. Αόρατον με τας πτέρυγάς του τας αργυράς και με τα χρυσά πτερά του, το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εν είδει περιστεράς και ανέλαβεν υπό την προστασίαν του το θείον Τέκνον. Πόσον όμως διαφορετικός είνε ο παιδικός Χριστός των Αποκρύφων Ευαγγελίων! Είνε κακοποιός, προπετής, οιηματίας, μνησίκακος, εκδικητικός. Μερικά εκ των θαυμάτων των αποδιδομένων εις αυτόν είνε άσκοπα και παιδαριώδη, – όπως όταν κομίζη το χυθέν ύδωρ εντός της εσθήτος του· ή μακραίνει την κοντήν σανίδα εις το απαιτούμενον μήκος· ή πλάσσει στρουθία με πηλόν και εμφυσά εις αυτά ζωήν και τα κάμνει να πετούν, ή ρίπτει όλα τα ενδύματα εντός της σκάφης του βαφέως και τα εξάγει κατόπιν έκαστον βαμμένον με το απαιτούμενον χρώμα. Μερικά όμως εξ άλλου είνε απλώς παράλογα και αηδή, ως όταν κακίζει και καταισχύνει και επιβάλλει σιωπήν εις τους θέλοντας να τον διδάξουν· ή επιπλήττει τον Ιωσήφ· ή μεταμορφόνει τους παιδικούς συντρόφους του εις ερίφια. Άλλα είνε πάλιν σκληρά και βλάσφημα, όπως όταν με μίαν μόνην κατάραν θανατόνει τα παιδία, τα οποία τον υβρίζουν ή τρέχουν κατόπιν του, μέχρις ότου, εγείρεται τέλος θύελλα λαϊκής αγανακτήσεως και η Μαρία φοβείται να τον αφήση να εξέλθη από την οικίαν. Εις μίαν επιμελή έρευναν και εξέτασιν όλων αυτών των δυσπέπτων, των ακαλαίσθητων και συχνάκις πονηρών μύθων, ευρίσκω έν μόνον ανέκδοτον εις ο υπάρχει δόσις τις αληθούς αισθήματος και πιθανότητος αληθείας· και τούτο μόνον μνημονεύω, διότι είνε οπωσδήποτε αβλαβές και ίσως βασίζεται επί πατροπαραδότου τινός γεγονότος. Είνε από το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής ηλικίας του Χριστού, του οποίου την θαυμασίαν μετάφρασιν οφείλομεν εις τον κ. Χάρρις Κόουπερ, και έχει ως εξής:
«Εις το Όρος Αδάρ συνήθροισεν ο Ιησούς τα παιδία ως αν ήτο Βασιλεύς των· έστρωσαν τα ενδύματά των εις το έδαφος, και εκάθησεν επ' αυτών. Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου!»
Δεν είμαι εν τούτοις βέβαιος αν δεν αντιφάσκει προς την σιωπήν των Ευαγγελίων ακόμη και αυτή η χαριέσσα και απλοϊκή ιστορία· διότι, το παιδίον Ιησούς προπαρασκευάσθη διά το μέγα επί γης έργον του ησύχως και αφανώς, εν προσευχή και κατανύξει, εν τω μέσω των ηρέμων οικογενειακών ασχολιών του, – όπως ο Δαυίδ μεταξύ των ποιμνίων, όπως ο Ιερεμίας εις το ήσυχον σπήτι του εν Αναθώθ της γης Βενιαμίν, όπως ο Αμώς εις τα άλση τον συκομορεών της Θεκουέ. Η ζωή του η εξωτερική ήτο η ζωή όλων εκείνων οι οποίοι ήσαν της αυτής ηλικίας και είχον την αυτήν κοινωνικήν θέσιν. Έζη όπως έζων και τα άλλα παιδία των χωρικών εις εκείνην την φιλήσυχον κωμόπολιν. Εκείνος όστις είδε τα παιδία της Ναζαρέτ με τα ερυθρά των καφτάνια, και τους λαμπρούς χιτόνας των τους μεταξίνους ή μαλλίνους, ζωσμένα με τας ζώνας των τας πολυχρώμους, και κάποτε φέροντα και τα πλατέα επανωφόριά των τα κυανά ή λευκά, – εκείνος όστις παρηκολούθησε τας πολυθορύβους και φαιδράς παιδιάς των και ήκουσε τους αργυροήχους γέλωτάς των, εκεί όπου πλανώνται ανά τους λόφους της μικράς γενεθλίου κοιλάδος των, ή παίζουν καθ' ομίλους επί των κλιτύων παρά την γλυκείαν και άφθονον πηγήν των, – δύναται ίσως να σχηματίση ιδέαν τινά περί του πώς εφαίνετο και πώς έπαιζεν ο Ιησούς όταν ήτο και αυτός μικρόν παιδίον. Και ο περιηγητής όστις ηκολούθησεν όπως εγώ, μερικά εξ εκείνων των παιδίων εις τας απλοϊκάς οικίας των και είδε την πενιχράν επίπλωσιν, την λιτήν αλλ' υγιεινήν τροφήν, την ήρεμον και πατριαρχικήν ζωήν, δύναται ν' αναπαραστήση ζωηρώς κατά νουν τον τρόπον καθ' ον έζη ο Ιησούς. Ουδέν ωραιότερον εκείνων των οικιών, εις τας λευκάς στέγας τον οποίων λιάζονται αι περιστεραί και τας οποίας αγκαλιάζουν τα κλήματα. Οι τοίχοι είνε επεστρωμένοι με τάπητας· τα υποδήματα και τα σανδάλια αφίνονται εις το κατώφλιον· από το κέντρον κρέμαται μία λυχνία, ήτις αποτελεί το μόνον κόσμημα της οικίας· εις έν ερμάριον εις τον τοίχον είνε κλεισμένον το ξύλινον κιβώτιον, το βαμμένον με ζωηρά χρώματα, εντός του οποίου φυλάσσονται τα βιβλία ή άλλα πολύτιμα κτήματα της οικογενείας· παρά την θύραν είνε τοποθετημένα τα μεγάλα κοινά δοχεία τα πήλινα και πλήρη ύδατος, με τα στόμιά των βουλωμένα από πράσινα φύλλα αρωματικών πολλάκις θάμνων, διά να διατηρήται το νερόν δροσερόν. Την ώραν του γεύματος ένα ξύλινον σκαμνί τοποθετείται εις το κέντρον του δωματίου, ένας μέγας δίσκος τίθεται επ' αυτού, και εντός τούτου το κοινόν πιάτον το πλήρες φαγητού, από το οποίον τρώγει όλη ανεξαιρέτως η οικογένεια. Προ και μετά το γεύμα, ο υπηρέτης ή το νεαρώτερον μέλος της οικογενείας, χύνει ύδωρ υπέρ τας χείρας όλων. Τόσον ήσυχος, τόσον απλή, τόσον ταπεινή ήτο η ζωή της οικογενείας εν Ναζαρέτ.
Η ευσέβεια και η φαντασία τον ζωγράφων των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων μας αναπαρέστησαν όλως διαφορετικήν εικόνα. Οι πλούσιοι χρωστήρες του Γιόττο και του Φρα Αντζέλικο εζωγράφησαν την Παρθένον και το Τέκνον της, καθημένους επί μεγαλοπρεπών θρόνων, υπό ουρανούς χρυσούς· τους ενέδυσαν με χρώματα πλούσια ωσάν του θέρους και αβρά ως των ανθέων της ανοίξεως, και εκόσμησαν τα κράσπεδα των εσθήτων με χρυσά κεντήματα και τους εστεφάνωσαν με ανεκτιμήτους αδάμαντας. Πολύ διάφορος ήτο η πραγματικότης. Όταν ο Ιωσήφ επέστρεψεν εις την Ναζαρέτ, εγνώριζε κάλιστα ότι μετέβαινεν εις μέρος περιωρισμένον, όπου θα έζη ασφαλής, και ότι ολόκληρος η ζωή της Παρθένου και του θείου Τέκνου θα κατηναλίσκετο όχι εις το πλήρες φως της δόξης και του πλούτου, αλλ' εν κρυπτώ εν πενία και εν εργασία.
Εν τούτοις η πενία αυτή δεν ήτο και των πάντων η απόλυτος στέρησις· δεν υπήρχεν εις αυτήν τι το άθλιον και βδελυρόν· ήτο γλυκεία, απλή, αυτάρκης, ευδαίμων και μάλιστα πλήρης χαράς και πλήρης ευφροσύνης. Η Μαρία, όπως αι άλλαι γυναίκες της τάξεως της, ύφαινε και εμαγείρευε και μετέβαινε προς αγοράν καρπών και κάθε εσπέραν επεσκέπτετο την πηγήν, εις την οποίαν εδόθη και το όνομα «Η πηγή της Παρθένου», με την στάμναν της επί του ώμου ή επί της κεφαλής. Ο Ιησούς έπαιξε και υπήκουε, και εβοήθει τους γονείς του εις την καθημερινήν εργασίαν των και επεσκέπτετο την Συναγωγήν κάθε Σάββατον. «Υπήρχέ ποτε, λέγει ο Λούθηρος, ευσεβής τις και άγιος Επίσκοπος, όστις ικέτευεν ενθέρμως τον Θεόν να τω αποκαλύψη τι έπραττεν ο Ιησούς κατά την νεότητά του. Και ο Επίσκοπος είδε μίαν φοράν όνειρον αποκαλυπτικόν. Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ' ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν. Τότε ήνοιξε το στόμα του το μικρόν παιδίον και είπε: «Διατί αυτός ο άνθρωπος στέκεται εκεί; Δεν θα έλθη και αυτός να φάγη μαζύ μας;» Και τούτο τόσον πολύ ετρόμαξε τον Επίσκοπον, ώστε αμέσως εξύπνησεν. Είτε αληθής είτε ψευδής είνε η ιστορία αύτη, – προσθέτει ο Λούθηρος – δεν θα παύσω να πιστεύω ότι ο Χριστός κατά την παιδικήν ηλικίαν του και την νεότητά του ήτο και έπραττεν, ως παν άλλο παιδίον, αναμάρτητον όμως και προώρως ανδρικόν.»
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι διά της εγκαταστάσεως της Ιεράς Οικογενείας εν Ναζαρέτ επληρώθη η αρχαία προφητεία «Ναζωραίος κληθήσεται». Είνε γνωστόν, ότι η ρήσις αύτη δεν απαντά εις ουδεμίαν εκ των διασωθεισών προφητειών. Αν είνε αληθές, ότι ο τίτλος ούτος εδίδετο περιφρονητικώς, ως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ της παροιμιώδους φράσεως του Ναθαναήλ, καθ' ην ουδέν αγαθόν δύναται να προκύψη εκ Ναζαρέτ, ο Ματθαίος τότε φαίνεται ότι συνώψισε διά της εκφράσεως ταύτης τας διαφόρους προφητείας, τας οποίας τόσον ολίγον ηννόουν οι ομόφυλοί του και δι' ων υπεδηλούτο ο ελευσόμενος Μεσσίας, ως άνθρωπος θλίψεων, ως άνθρωπος όστις πολλά θα υπέφερεν. Ακόμη και μέχρι σήμερον ο «Ναζαρηνός» είνε επωνυμία υβριστική. Οι Ταλμουδισταί αποκαλούν πάντοτε τον Χριστόν «Χανοζερί.» Λέγεται ότι ο Ιουλιανός εψήφισε να προσαγορεύωνται οι Χριστιανοί με ένα τίτλον ολιγώτερον τιμητικόν, «Γαλιλαίοι»· και μέχρι σήμερον ακόμη οι Χριστιανοί της Παλαιστίνης είνε γνωστοί υπό το όνομα Ν ο υ σ ά ρ α ι. Αλλ' η ερμηνεία κατά την οποίαν ο Ματθαίος υπαινίσσεται τα χωρία εκείνα των προφητειών, εις τα οποία ο Ιησούς αποκαλείται «Κλάδος», φαίνεται πολύ πιθανωτέρα. Το χωρίον δυνατόν ν' απεκλήθη Ναζαρέτ μόνον ένεκα των αφθόνων φυλλωμάτων του· αλλ' η Παλαιά Διαθήκη είνε πλήρης αποδείξεων, ότι οι Εβραίοι, – οίτινες προκειμένου περί φιλολογίας ησπάζοντο το σύστημα των Αναλογιστών, – έδιδον άπειρον και μυστικήν σημασίαν εις τας ομοιότητας εν τη απηχήσει των λέξεων. Ο Ματθαίος γνήσιος Εβραίος, έβλεπεν αδιστάκτως προφητικήν σημασίαν εις την διαμονην του Χριστού εν τη πόλει ταύτη της Γαλιλαίας, διότι το όνομά της υπενθύμιζε τον τίτλον «Κλάδος» με τον οποίον εχαρακτηρίσθη εν τη προφητεία του Ησαΐου.
«Μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται;» ηρώτησεν ο θαυμάζων λαός. «Ερεύνησον και ιδέ!», είπον οι Φαρισαίοι εις τον Νικόδημον, «ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται.» Δεν χρειάζεται πολύς κόπος ούτε εμβριθής τις αναδίφησις των Γραφών, όπως ανακαλύψωμεν ότι οι λόγοι ούτοι προήρχοντο εξ αγνοίας των γεγονότων ή ότι ήσαν ψευδείς· διότι αν μη ο Βαράκ ο ελευθερωτής, και ο κριτής Ελών και η Άννα η προφήτις, εν τούτοις τρεις, αν όχι τέσσαρες εκ των μεγαλειτέρων προφητών, ο Ιωνάς, ο Ηλίας, ο Ωσηέ και ο Ναούμ, εγεννήθησαν ή επροφήτευσαν εν τη περιοχή της Γαλιλαίας. Και παρ' όλην την περιφρόνησιν με την οποίαν εγίνετο λόγος περί αυτής, η μικρά Ναζαρέτ, κειμένη εις μίαν υγιεινήν και περίκλειστον κοιλάδα, συνορεύουσαν με μεγάλα έθνη, και εν τω κέντρω αναμίκτου πληθυσμού, ήτο καταλληλοτάτη όπως αποβή τόπος διαμονής του Κυρίου ημών και σκηνή της προκοπής εκείνης «εν σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις».
Ό Ιησούς εις ηλικίαν δώδεκα ετών. – Ταξείδιον από Ναζαρέτ εις Ιερουσαλήμ. – Σκηναί καθ' οδόν. – Ο Ιησούς χάνει την συνοδείαν. – Η αναζήτησις. – Ο Ραββί εν τω Ναώ. – «Ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς». – «Τι ότι εζητείτε με;». – Υποταγή.
Όπως υπάρχει έν ημισφαίριον της σελήνης, το οποίον εν τη ολότητι αυτού ουδέποτε είδεν ο οφθαλμός του ανθρώπου, ενώ ταυτοχρόνως αι κινήσεις του ουρανίου τούτου σώματος μας βοηθούν εις το να μαντεύσωμεν και να καθορίζωμεν ασφαλώς τον γενικόν χαρακτήρα του και την αληθή όψιν του, ούτω και εις τον βίον του Χριστού υπάρχει έν μέγα μέρος περί του οποίου ουδεμία παρέχεται εις ημάς λεπτομέρεια· εν τούτοις, εκ των όσων ήδη γνωρίζομεν χύνεται φως τόσον ζωηράς εντάσεως, ώστε είμεθα εις θέσιν να μαντεύωμεν ότι ηγνοούμεν και να συμπληρώμεν ασφαλώς παν ό,τι είνε κενόν και χασματώδες.
Και πάλιν, όταν η σελήνη είνε εις το πρώτον τέταρτον, ολίγα φωτεινά σημεία είνε ορατά διά του τηλεσκοπίου επί του μέρους της του αφωτίστου· τα φωτεινά ταύτα σημεία είνε κορυφαί ορέων, τόσον υψηλαί ώστε προσπίπτουν επ' αυτών αι ηλιακαί ακτίνες. Έν τοιούτον σημείον λαμπηδόνος και μεγαλείου αποκαλύπτεται εις ημάς εν τη άλλως ανεξερευνήτω χώρα της νεότητος του Χριστού, και τόσον φως προχέει και είνε τόση η δύναμίς του η αποκαλυπτική, ώστε δυνάμεθα να ρίψωμεν ασφαλές βλέμμα εις ολόκληρον το μέρος τούτο της ζωής του. Και διά να είμεθα πλέον καταληπτοί, το φωτεινόν τούτο σημείον είνε έν ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος. Και είνε το ανέκδοτον τούτο η μόνη φωτεινή πληροφορία, ήτις χορηγείται εις ημάς περί του Χριστού ως παιδίου μετά την άφιξίν του εις Ναζαρέτ.
Οι Ιουδαίοι διήρουν την παιδικήν ηλικίαν και την νεανικήν ηλικίαν εις οκτώ στάδια: του νηπίου (γιελέδ)· του θηλάζοντος (γιονέκ)· του θηλάζοντος μεν ακόμη, αλλά μεγαλειτέρου την ηλικίαν (ολέλ)· του απογαλακτισμένου παιδίου. (γκαμούλ)· του παιδίου, όπερ δεν αποχωρίζεται ακόμη της μητρός του (ταφ)· του παιδίου του μάλλον ανεπτυγμένου (ουλέμ)· του αυξάνοντος (ναάρ)· του ωρίμου (βραχούρ). Τα Ευαγγέλια μας χορηγούν πληροφορίας διά τον Ιησούν όταν ήτο νήπιον, όταν απεγαλακτίσθη και όταν ήτο παιδίον.
Το δωδέκατον έτος της ηλικίας ήτο κρίσιμον διά τα παιδία των Εβραίων. Ήτο η ηλικία καθ' ην, συμφώνως προς τας Εβραϊκάς παραδόσεις, ο Μωυσής είχε καταλίπει τον οίκον της θυγατρός του Φαραώ· και ο Σαμουήλ είχεν ακούσει την φωνήν ήτις εκάλεσεν αυτόν εις το προφητικόν έργον· και ο Σολομών εξήνεγκε την κρίσιν, διά της οποίας απεκαλύφθη το πρώτον η σοφία του· και ο Ιωσίας ωνειρεύθη την μεγάλην αναμόρφωσίν του. Εις την ηλικίαν αυτήν, έν παιδίον οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ηναγκάζετο τη διαταγή των Ραββί και συμφώνως προς τα έθιμα της χώρας να εκμάθη έν επάγγελμα προς πορισμόν του ιδίου άρτου. Και μάλιστα τόσον πολύ εχειραφετείτο από την πατρικήν εξουσίαν, ώστε οι γονείς του δεν ηδύναντο πλέον να το πωλήσουν ως δούλον. Μετά έν έτος καθίστατο «μπεν-χατ-τοράχ», ή «Υιός του Νόμου». Μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου τρίτου έτους εκαλείτο «κατόν», ή «μικρός». Ύστερον εγίνετο «γκατόλ» ή «ανεπτυγμένος» και εθεωρείτο μάλλον ανήρ· μετά το στάδιον τούτο ήρχιζε να φέρη «τεφιλλίν» ή «φυλακτήρια» και παρουσιάζετο μίαν ημέραν του Σαββάτου υπό του πατρός του εις την Συναγωγήν, ήτις ωνομάζετο διά τούτο «σαββάθ τεφιλλίν». Περιπλέον, κατά τινα ραββανικήν πραγματείαν, το «Σεφέρ Γιλγουλίμ», το μέχρι της ηλικίας ταύτης παιδίον κατείχε μόνον το «νεφέχ», τουτέστι την ζωήν του ζώου· αλλ' από τούδε και εις το εξής ήρχιζε ν' αποκτά το «ρουάχ», ήτοι το πνεύμα, όπερ, αν ήτο ενάρετος ο βίος του, ανεπτύσσετο κατά το εικοστόν έτος της ηλικίας εις «νισάμα», ήτοι ψυχήν ορθοφρονούσαν.
Η περίοδος αύτη επίσης, – η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους, – εσημείονε μιαν οριστικήν εποχήν εις την ανατροφήν ενός εβραιόπαιδος. Κατά τον Ιούδαν Βεν Τέμαν, εις ηλικίαν πέντε ετών ώφειλε να μελετήση τας Γραφάς, εις ηλικίαν δέκα το «Μισνά», ήτοι την συλλογήν των Ιουδαϊκών νόμων και των αποφάσεων των ραββίνων, και εις ηλικίαν δεκατριών ετών το Ταλμούδ· κατά το δέκατον όγδοον έτος ώφειλε να νυμφευθή, κατά το εικοστόν ν' αποκτήση πλούτη, το τριακοστόν δύναμιν και ρώμην, το τεσσαρακοστόν φρόνησιν και ούτω καθεξής μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει δε να λησμονώμεν σχετικώς προς ταύτα, ότι η εβραϊκή φυλή, και μάλιστα γενικώς όλοι οι Ανατολίται αναπτύσσονται πρωιμώτερον ημών και ότι παιδία δωδεκαετή (όπως μας πληροφορεί ο Ιώσηπος) ηδύναντο να μάχωνται εις τον πόλεμον και εμάχοντο, ότι δε προς μεγάλην βλάβην της φυλής, η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους θεωρείται ως ηλικία γάμου μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης και της Μικράς Ασίας.
Οι γονείς του Κυρίου ημών συνείθιζον κατ' έτος να επισκέπτωνται την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν του Πάσχα. Αι γυναίκες, είνε αληθές, δεν εμνημονεύοντο εν τω νόμω, όστις απήτει την εν τω ναώ παρουσίαν όλων των αρρένων κατά τας τρείς μεγάλας ενιαυσίους εορτάς του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της Σκηνοπηγίας· αλλ' η Μαρία, ευλαβώς τηρούσα τον κανόνα του Χιλλήλ συνώδευε κατ' έτος τον μνήστορά της, και εις την περίστασιν ταύτην παρελάμβανον μεθ' εαυτών και το παιδίον Ιησούν, όπερ ήρχιζε τώρα να διατρέχη μίαν ηλικίαν συνεπαγομένην την ευθύνην του νόμου. Και δυνάμεθα ευκόλως να φαντασθώμεν πόσον ισχυρά ήτο εις την ανάπτυξίν του την ανθρωπίνην η επίδρασις της παραβάσεως εκείνης των κανόνων του μοναχικού και καθιστικού βίου· της εισόδου εκείνης εις τον μέγαν εξωτερικόν κόσμον· εκείνης της οδοιπορίας διά μέσου μιας χώρας, της οποίας πας λόφος και παν χωρίον ανεκάλει και μίαν ανάμνησιν εις το πνεύμα· της πρώτης επισκέψεως εις εκείνον τον Ναόν του Πατρός του, όστις συνεδέετο με τόσα έκτακτα γεγονότα εν τη ιστορία των βασιλέων προγόνων του και των προδρόμων του προφητών.
Η Ναζαρέτ κείται εις απόστασιν οκτώ περίπου μιλίων από την Ιερουσαλήμ, και παρ' όλην την σφοδράν και την πλήρη αντιζηλιών εχθρότητα των Σαμαρειτών, είναι πιθανόν ότι η μεγάλη και πολυάριθμος συνοδία των Γαλιλαίων προσκυνητών ηκολούθησε τον δρόμον τον ευθύτερον και ολιγώτερον επικίνδυνον, όστις εξετείνετο διά των χωρών του Μανασσή και του Εφραΐμ. Καταλιπόντες τους λόφους τους κυκλικώς περιβάλλοντας την μικράν πόλιν, ωσάν πέταλα ανοίγοντος ρόδου, κατά την ωραίαν παρομοίωσιν του Ιερεμίου, κατήλθον διά της στενής και υπό ανθέων περιχειλιζομένης ατραπού, ήτις άγει εις την μεγάλην κοιλάδα του Ιεσραέλ. Επειδή δε το Πάσχα συμπίπτει κατά τα τέλη Μαρτίου και εις τας αρχάς Απριλίου, η χώρα ήτο περιβεβλημένη την λαμπροτέραν, την μάλλον χλοάζουσαν και ερασμιωτέραν όψιν της, και τα άκρα των σταχυοσπάρτων αγρών εκατέρωθεν του δρόμου, του απλουμένου διά μέσου της ευρείας κοιλάδος, ήσαν ούτως ειπείν κεντημένα, ως ο χιτών του Μεγάλου Ιερέως, με κυανά και με πορφυρά και με κόκκινα άνθη αναρίθμητα. Πέραν του αρχαίου ποταμού Κισόν, ο δρόμος ήγεν εις το Εν- Γανμέν, όπου παρά τας πηγάς και εν τω μέσω των σκιερών και ωραίων κήπων, οίτινες στολίζουν ακόμη το μέρος, οι προσκυνηταί εσταμάτησαν όπως αναπαυθούν την νύκτα. Την ακόλουθον ημέραν ήρχισαν βεβαίως ανερχόμενοι τα όρη του Μανασσή και διέβησαν τον «Πνιγόμενον Λειμώνα», όπως καλείται σήμερον, και διέσχισαν τα πλούσια δάση των συκών και τους ελαιώνας, οίτινες καλύπτουν εκείνο το διαμέρισμα, και άφησαν προς τα δεξιά τους λόφους, οίτινες εις το έκπαγλον κάλλος των αποτελούν το «στέμμα της υπερηφανείας» διά την οποίαν εκαυχάτο η Σαμάρεια, αλλ' ήτις κατά του προφήτου την πρόρρησιν θα ήτο ως «άνθος μαραινόμενον». Ο δεύτερος σταθμός των ήτο πιθανώς παρά το φρέαρ του Ιακώβ, εν τη ωραία και ευφόρω κοιλάδι μεταξύ του Εβάλ και του Γεριζίμ, και ουχί μακράν της αρχαίας Σηχέμ. Η οδοιπορία της τρίτης ημέρας τους έφερε πιθανώς πέραν του Σιλόχ, του Βεθήλ και του Βηρόθ· και μετά βραχύν σταθμόν, και μετ' ολίγον ακόμη δρόμον, ευρέθησαν απέναντι των πύργων της Ιερουσαλήμ. Το πτέρωμα το βέβηλον του ρωμαϊκού αετού εσκίαζεν ήδη την Ιεράν Πόλιν· αλλά δεσπόζων των τειχών της, ήστραπτεν ακόμη ο μέγας Ναός, με τας χρυσάς στέγας του και τας μαρμαρίνους κιονοστοιχίας του, και ήτο ακόμη η Ιερουσαλήμ την οποίαν έψαλλεν ο Δαυίδ ο Βασιλεύς, και διά την οποίαν ελαχτάριζαν με τόσον πόνον οι εξόριστοι, παρά τα ύδατα της Βαβυλώνος, όταν έλαβον τας άρπας των από τας ιτέας διά να τονίσουν το θρηνώδες άσμα των. Ποίος δύναται ν' αναμετρήση την άφραστον συγκίνησιν, με την οποίαν το παιδίον Ιησούς απελάμβανε το αλησμόνητον εκείνο θέαμα;
Οι προσκυνηταί, οι συρρέοντες κατά το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ από όλας τας χώρας της Ανατολής, ήσαν απειράριθμοι. Η πόλις δεν ηδύνατο να τους χωρέση ευκόλως· και όπως τώρα, οι οδοιπόροι έφερον και τότε μεθ' εαυτών τας σκηνάς των και όλα τα σκεύη τα εξυπηρετούντα τας πρώτας ανάγκας των. Η εορτή διήρκει μίαν εβδομάδα, – μίαν εβδομάδα πιθανώς αρρήτου ευδαιμονίας και ισχυρών θρησκευτικών συγκινήσεων· και με τους ημιόνους των και με τους ίππους των και με τους όνους των και τας καμήλους των, οι ευσεβείς προσκυνηταί εξεκένουν τα καταληφθέντα μέρη και ανεχώρουν διά τας εστίας των. Ο δρόμος εζωογονείτο από την φαιδρότητα και ήτο μία ακατάπαυστος μουσική και έν αδιάκοπον άσμα και μία κατανυκτική ψαλμωδία. Την μονοτονίαν και την οχληρότητα της πεζοπορίας διεσκέδαζον πολλάκις με τους ήχους τυμπάνων και με άσματα και με ψαλμούς, και εσταμάτων προς αναψυχήν, δροσιζόμενοι εις τα φρέατα ή εις τας κρυσταλλώδεις και αφθόνους πηγάς. Αι πεπλοφόροι γυναίκες και οι μεγαλοπρεπείς γέροντες επέβαινον ως επί το πλείστον υποζυγίων, ενώ οι υιοί των ή οι αδελφοί των, μακράς ράβδους φέροντες εις τας χείρας, έσυρον κατά μήκος του δρόμου τα ζώα με τα έμψυχα και τα άψυχα φορτία των. Τα παιδία πολλάκις εβάδιζον παίζοντα παρά το πλευρόν των γονέων των, και όταν εκουράζοντο ανήρχοντο επί ίππου ή ημιόνου. Δεν ευρίσκω ουδέν ίχνος του ισχυρισμού ή της εικασίας του Βεδ, ότι αι γυναίκες και τα παιδία και οι άνδρες αποτέλουν τρεις διακεκριμένας τάξεις εν τη συνοδεία, και τοιαύτη βεβαίως συνήθεια δεν επικρατεί ούτε κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αλλ' εν πάση περιπτώσει, εις ένα τοιούτον ωκεανόν ανθρωπίνων πλασμάτων, πόσον ήτο εύκολον ν' απολεσθή ή να παραπλανηθή έν μικρόν παιδίον!
Η απόκρυφος παράδοσις λέγει, ότι κατά την εξ Ιερουσαλήμ προς την Ναζαρέτ οδοιπορίαν το παιδίον Ιησούς αφήκε την συνοδίαν και επέστρεψεν εις την Ιεράν Πόλιν. Με μεγαλειτέραν ειλικρίνειαν και απλότητα, ο Λουκάς μας πληροφορεί ότι ο Χριστός, απορροφημένος κατά πάσαν πιθανότητα υπό νέων και υψηλών συγκινήσεων, «υπέμεινεν εν Ιερουσαλήμ». Παρήλθε μία ολόκληρος ημέρα προτού ανακαλύψουν οι γονείς την απώλειαν του παιδίου· τούτο βεβαίως συνέβη την εσπέραν, όταν εσταμάτησαν ν' αναπαυθούν, και όλην την ημέραν ήσαν απηλλαγμένοι πάσης ανησυχίας, υποθέτοντες ότι το παιδίον ήτο με άλλον τινά όμιλον φίλων ή συγγενών εκ της συνοδίας. Αλλ' όταν ήλθεν η νυξ, και ανεζήτησαν επιμελώς και ουδέν ίχνος εύρον, είδον μετ' απελπισίας ότι ο Ιησούς είχεν απολεσθή χωρισθείς της συνοδίας. Την ακόλουθον ημέραν, ανήσυχοι και αγωνιώντες, αισθανόμενοι ίσως τύψεις συνειδήσεως, διότι δεν κατέβαλον την δέουσαν προσοχήν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, ζητούντες το παιδίον. Η χώρα ευρίσκετο εις αγρίαν και ανώμαλον κατάστασιν. Ο εθνάρχης Αρχέλαος, μετά δεκαετή σκληράν και επονείδιστον βασιλείαν, είχε καθαιρεθή εσχάτως υπό του Αυτοκράτορος, και εξωρίσθη εις Γαλατίαν. Οι Ρωμαίοι είχον προσαρτήσει εις το κράτος των την επαρχίαν, εφ' ης εκείνος εβασίλευε, και η υπό του Κοπονίου, του πρώτου διώκτου, εισαγωγή του ιδίου αυτών φορολογικού συστήματος εγέννησε την ανταρσίαν, ήτις υπό τον Ιούδαν τον εκ Γαμάλας και τον Φαρισαίον Σαδέκ περιέβαλεν ολόκληρον την χώραν με μίαν θύελλαν σιδήρου και πυρός. Η ανώμαλος αυτή κατάστασις του πολιτικού ορίζοντος, όχι μόνον θα καθίστα δυσκολωτέραν την οδοιπορίαν των, όταν ήθελον αποχωρισθή της λοιπής συνοδίας, αλλά και επέτεινε τον τρόμον των μήπως είχε πάθει τι το Τέκνον των εν τω μέσω όλων εκείνων των αγρίων στοιχείων των συγκρουομένων εθνικοτήτων, άτινα είχον συρρεύσει περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Αληθώς δε κατ' εκείνην την ημέραν του τρόμου και της αγωνίας η ρομφαία, την οποίαν επροφήτευσεν ο Συμεών, διήλθε την ψυχήν της Παρθένου μητρός!
Οι γονείς δεν εύρον το τέκνον των ούτε εκείνην την ημέραν, ούτε εκείνην την νύκτα, ούτε κατά το πλείστον μέρος της επομένης, έως ότου τέλος ανεκάλυψαν αυτό εις το μέρος, όπου τελευταίον εξ όλων εσκέφθησαν να το ζητήσουν, εν τω Ιερώ «καθεζόμενον εν τω μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού».
Η τελευταία φράσις καθώς και ολόκληρον το κείμενον και, παν ό,τι γνωρίζομεν περί του χαρακτήρος του Ιησού και της φύσεως των γεγονότων, αποδεικνύουν ότι το Παιδίον ήτο εκεί διά να ερωτά και διά να διδαχή, και όχι ως το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας ισχυρίζεται, διά να εξετάζη τους διδασκάλους κατ' αντιπαράστασιν «ένα έκαστον με την σειράν του», – όχι διά να εξηγή τον αριθμόν των σφαιρών και των ουρανίων σωμάτων, και την φύσιν και τας κινήσεις των, πολύ δε ολιγώτερον «διά να συζητή ζητήματα φυσικά και μεταφυσικά, υπερφυσικά και υποφυσικά»(!). Όλα αυτά ουδέν είνε ή μύθοι εφευρημένοι υπό των προτιμώντων τας φαντασιοσκοπίας των από την απλοϊκήν ειλικρίνειαν με την οποίαν οι Ευαγγελισταί μας αφίνουν να ίδωμεν ότι ο Ιησούς, ως παν άλλο παιδίον, προέκοπτεν εις σοφίαν βαθμιαίως και συμφώνως προς την εξέλιξιν της φυσικής αναπτύξεώς του. Εκαθέζετο εν τω Ναώ, όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς εν πάση ταπεινοφροσύνη, πλήρης σεβασμού προς τους πρεσβυτέρους του, ως μαθητής φλογιζόμενος υπό της δίψης της γνώσεως, με ένα ενθουσιασμόν άγιον, όστις εκίνει τους διδασκάλους εις θαυμασμόν και είλκυε την εκτίμησίν των και την αγάπην των προς το Παιδίον. Η οίησις και η προπέτεια ήσαν ελαττώματα ξένα προς τον χαρακτήρα του, όστις από της παιδικής του ηλικίας μέχρι του θανάτου του, ήτο γλυκύς, εράσμιος, ταπεινόφρων. Ο Σεπ εικάζει ότι μεταξύ των παρισταμένων εις εκείνην την σκηνήν ήσαν πιθανώς και ο μέγας Ιλλήλ τον οποίον οι Εβραίοι τιμώσι και σέβονται ως δεύτερον σχεδόν Μωυσήν, και ο υιός του Ραββάν Συμεών, ο θεωρών την σιγήν ως την υψίστην των αρετών· και ο εγγονός του, ο ευγενής και χαρίεις και φιλελεύθερος Γαμαλιήλ· και ο Σαμμαΐ, ο μέγας αντίπαλός του, διδάσκαλος όστις ηρίθμει μεγαλειτέραν στρατιάν μαθητών και ο Αννάν ή Ανάς, υιός του Σηθ, του μέλλοντος δικαστού του Σωτήρος· και ο Βοίθος, ο πενθερός του Ηρώδου· και ο Ραββάν Βεν Βουτάχ, του οποίου τους οφθαλμούς εξώρυξεν ο Ηρώδης· και ο Νεχανιά Βεν Χισκανά, ο τόσον δοξασθείς διά τας νικηφόρους προσευχάς του· και ο Ιωχανάν Βεν Ζακχαίος, όστις προέλεξε την καταστροφήν του Ναού· και ο πλούσιος Ιωσήφ ο εξ Αριμαθείας· και ο συνεσταλμένος αλλά φλογερός Νικόδημος· και ο νεανίας Ιωνάθαν Βεν Ουσριήλ ο γράψας κατόπιν την περίφημον χαλδαϊκήν παράφρασιν, ο απείρως τιμώμενος υπό των ομοφύλων του. Αι αόριστοι χρονολογίαι των ραββινικών βιογραφιών καθιστώσιν απίθανον αν τινές εκ των ανωτέρω παρίσταντο εις το Ιερόν· όλα όμως τα πρόσωπα ταύτα αντιπροσωπεύουν ποικίλους τύπους ιουδαίων διδασκάλων της εποχής εκείνης. Και μολονότι ουδείς εξ αυτών ηδύνατο να υποθέση τις ο προ αυτών παριστάμενος, και μολονότι ουδείς εξ αυτών έζησεν όπως πιστεύση εις Εκείνον, ήσαν όμως όλοι γοητευμένοι και εξίσταντο εις την θέαν εκείνου του ευγενούς Παιδίου, όπερ ήκμαζεν εις όλον το πρώιμον κάλλος του βίου του και το οποίον εδείκνυε τόσην σύνεσιν και τόσον βαθείαν γνώσιν των θείων πραγμάτων, αν και ουδέποτε εφοίτησεν εις τας σχολάς των Ραββίνων.
Ενταύθα λοιπόν, εν τω ναώ τω μεγαλοπρεπεί και απαστράπτοντι, καθήμενον εις τους πόδας των διδασκάλων, επί του πολυχρώμου ψηφιδωτού του καλύπτοντος το έδαφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία εύρον το θείον Παιδίον. Οι δε γονείς, διακατεχόμενοι υπό του πνεύματος εκείνου της λατρείας και του σεβασμού προς τους μεγάλους ιερείς και τους θρησκευτικούς διδασκάλους, όπερ εχαρακτήριζε επί των ημερών των τους απλοϊκούς και ευσεβείς Γαλιλαίους, εξεπλάγησαν ιδόντες αυτό, ήρεμον και ευτυχές, εν τω μέσω τόσον σεπτού κύκλου. Και πιθανόν να ησθάνθησαν ότι το παιδίον ήτο σοφώτερον των διδασκάλων και υπερόχως μεγαλείτερον αλλά μέχρι τούδε το είχον γνωρίσει μόνον ως σιωπηλόν, γλυκύν, ευπειθή Υιόν, και ίσως η αδιάκοπος συνάφεια του καθημερινού βίου είχεν εξαλείψει την συναίσθησιν της θείας καταγωγής του. Και όμως είνε και πάλιν η Μαρία και ουχί ο Ιωσήφ, ήτις τολμά να του απευθύνη τον λόγον εις μίαν γλώσσαν τρυφεράς μομφής: «Τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; Ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε». Και επακολουθεί η απάντησις του παιδός, η τόσον συγκινητική εν τη απλοϊκή αθωότητι αυτής, η τόσον ανεξερεύνητος εις το βάθος της σοφίας της, η τόσον απείρως σημαντική, αφού αποτελεί τους πρώτους λόγους τους οποίους είπεν ο Χριστός:
«Τι ότι εζητείτε με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;»
Η απάντησις αύτη, η τόσον θείως φυσική και τόσον υπερόχως ευγενής, φέρει εν εαυτή την βεβαίαν σφραγίδα της αυθεντίας. Η ελαφρά οργή και έκπληξις του παιδός, διότι τόσον ολίγον το ηννόησαν οι γονείς του, και η ευγενής εκείνη αξιοπρέπεια η συνδυαζομένη με τόσον μεγάλην ταπεινοφροσύνην, δεν είνε δυνατόν να έχουν εφευρεθή, να είνε αποκυήματα της φαντασίας του Ευαγγελιστού. Και εκτός τούτου η θαυμαστή απάντησις είνε σύμφωνος προς πάσαν άλλην ρήσίν του, και προς εκείνην την θαυμασίαν αποστροφήν του προς τον πειρασμόν: «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού», και προς την ήρεμον απάντησίν του εις τους μαθητάς αυτού παρά το φρέαρ της Σαμάρειας: «Εμόν βρωμά εστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Η Μαρία είπεν αυτώ «ο πατήρ σου», αλλά διά της απαντήσεώς του δεν αναγνωρίζει άλλον πατέρα εκτός του ουρανίου. Διά της ερωτήσεως «ουκ ήδειτε;» υπενθυμίζει λεπτώς εις τους γονείς του παν ό,τι εγνώριζον εν σχέσει προς την εκ Θεού καταγωγήν του, και διά του «δει είναι με» καθορίζει ευκρινώς τον άγιον νόμον της αυτοθυσίας, όστις ήγαγεν αυτόν εις τον επί του σταυρού θάνατον.
«Και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς». Ακόμη και αυτός ο γέρων, όστις είχε προστατεύσει το βρέφος, ακόμη και αυτή η μήτηρ η εγκλείουσα εν τη καρδία της το σεπτόν μυστικόν της γεννήσεώς του, δεν ηννόησαν τελείως την βαθείαν έννοιαν των ηρέμων εκείνων λόγων. Ήσαν οι πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
Και εν τούτοις μολονότι η συναίσθησις της θείας καταγωγής του ήτο σαφής εις το πνεύμά του, αν και μία ακτίς του κρυπτομένου ακόμη μεγαλείου του είχεν εξαστράψει αιφνιδίως, ευπειθής όμως και απλοϊκός και ταπεινός «κατέβη μετ' αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ· και ην υποτασσόμενος αυτοίς».
Ο «τέκτων». – Η αξιοπρέπεια της πενίας. – Η αξιοπρέπεια της εργασίας. – Ο κοινός κλήρος. – Η σύνεσις καλλιτέρα της γνώσεως. – Πρωτοτυπία. – Η γλώσσα την οποίαν ωμίλει ο Ιησούς. – Τα βιβλία του Θεού. – Ο Ιησούς κατ' οίκον. – Έργον και παράδειγμα των ετών εκείνων. – «Οι αδελφοί του Κυρίου».
Εάν διά τα δώδεκα πρώτα έτη του επί γης βίου του Ιησού έχομεν το μόνον τούτο ανέκδοτον, όπερ μας απησχόλησεν εις το προηγούμενον κεφάλαιον, διά τα επόμενα δέκα οκτώ έτη ουδεμία διεσώθη πληροφορία, εκτός της περιλαμβανομένης εις μίαν μόνον λέξιν.
Η λέξις αύτη απαντά εν τω κατά Μάρκον Ευαγγελίω, 6, 3: «Ουχ ούτος εστιν, ο τ έ κ τ ω ν;»
Πρέπει αληθώς να είμεθα ευχαριστημένοι, διότι η λέξις περιεσώθη, καθόσον η σημασία της είνε μεγίστη και η επίδρασις αυτής εις τας τύχας του ανθρωπίνου γένους υπήρξε βαθυτάτη, αγνή, σωτήριος. Συντελεί εις την παρηγορίαν των πτωχών και των ενδεών, εις τον εξαγιασμόν της πενίας· εξευγενίζει την εργασίαν· ανυψοί τον προορισμόν του ανθρώπου και τον μεγαλύνει προ των ομμάτων του Θεού.
Αποδεικνύει λόγου χάριν, ότι όχι μόνον κατά τρία έτη της διδασκαλίας του, αλλά και εις ολόκληρον την ζωήν του, ο Κύριος ημών ήτο πτωχός. Εις τας πόλεις οι τέκτονες ήσαν Έλληνες και επιτήδειοι εργάται· ο τέκτων ενός πτωχικού χωρίου, – και, αν η παράδοσις είνε αληθής, ο Ιωσήφ «δεν ήτο πολύ ικανός», – έχει ταπεινήν θέσιν και μόλις δύναται να εξοικονομή τα προς το ζην. Καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε πάντοτε είς φλογερός πόθος προς πλουτισμόν· είς υπέρμετρος θαυμασμός προς τους κατέχοντας αυτόν· μία ακλόνητος πεποίθησις επί της επιδράσεως αυτού ως παραγωγού της ευτυχίας του βίου· και ύστερον από τοιαύτας πλάνας η ζωή του ανθρώπου παρεσύρθη εις ένα χείμαρρον μεριμνών, αντιζηλιών, ποταποτήτων. Και διά τούτο ο Ιησούς εξέλεξεν εκουσίως την «ταπεινήν θέσιν του πτωχού», όχι βεβαίως μίαν απορροφητικήν, ατιμάζουσαν, λιμοκτονούσαν ένδειαν, ήτις είνε πάντοτε σπανία και πάντοτε σχεδόν ευθεράπευτος, αλλά τον κοινότατον κλήρον της εντίμου πενίας, ήτις, καίτοι απαιτούσα αυταπάρνησιν, δύναται εν τούτοις να εξοικονομή ευκόλως όλας τας ανάγκας μιας λιτής και απλοϊκής ζωής. Η δυναστεία των Ιδουμαίων, ήτις είχεν αρπάσει τον θρόνον του Δαυίδ, ηδύνατο να αφίεται ελευθέρα εις τα όργια διευθαρμένου Ελληνισμού, και να επιδεικνύη την μεγαλοπρεπή χλιδήν παρακμάζοντος πολιτισμού· αλλ' ο ελθών όπως καταστή ο Φίλος και ο Σωτήρ, προσέτι δε, και ο Βασιλεύς όλων, καθιέρωσε τας αγνοτέρας, τας καλλιτέρας και απλουστέρας παραδόσεις του έθνους του, και εξέλεξε την κοινωνικήν εκείνην θέσιν, εις την οποίαν θα εξακολουθή πάντοτε ν' ανήκη η πλειονότης του ανθρωπίνου γένους.
Και πάλιν, επεκράτησεν ανέκαθεν εις τας αφωτίστους καρδίας μία σφοδρά επιθυμία προς αεργίαν μία τάσις εις το να θεωρήται αύτη ως δείγμα αριστοκρατικότητος· μία επιθυμία εις το να επαφίεται πάσα εργασία εις τους κατωτέρους και τους ασθενεστέρους και να εγκολάπτεται εις αυτήν το στίγμα της ταπεινώσεως και της περιφρονήσεως. Αλλ' ο Κύριος ημών ηθέλησε να δείξη ότι η έντιμος εργασία εξευγενίζει τον εργάτην· είνε το άλας της ζωής, είναι το δείγμα του ανθρωπισμού· σώζει το σώμα από την χαύνωσιν του εκφυλισμού και την ψυχήν από τας μιαράς σκέψεις. Και διά τούτο ο Χριστός ειργάζετο διά των ιδίων αυτού χειρών, κατασκευάζων «άροτρα και ζυγά» διά πάντα δεόμενον τούτων.
Από τον μονότοτον και ταπεινόν αυτόν βίον, τον άνευ επεισοδίων και άνευ περιπετειών ή άλλου τινός σφοδρού κλονισμού, διδασκόμεθα ότι η αληθής ημών ύπαρξις, το κατά Θεόν είναι, έγκειται εις τον εσωτερικόν και όχι εις τον εξωτερικόν βίον. Ο κόσμος μόλις δίδει σημασίαν εις την ζωήν άλλου τινός εκτός των ηρώων του και των ευεργετών του και των εμπνευσμένων διδασκάλων του ή των αγερώχων κατακτητών του. Ούτοι όμως είνε και θα είνε πάντοτε κατ' ανάγκην ολίγοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να θεωρούν τον βίον των ως μίαν σταγόνα εκ των μυριάδων, αίτινες πίπτουν εις έν έλος, ή εις έν βουνόν, ή εις μίαν έρημον, ως μίαν νιφάδα εκ των μυριάδων αίτινες πίπτουν και αναλύονται εντός αχανούς θαλάσσης· Αποθνήσκουν και λησμονούνται αμέσως· παρέρχονται ολίγα έτη και οι έρποντες λειχήνες εξαλείφουν τα γράμματα των ονομάτων των από το μνήμα του κοιμητηρίου· αλλά και ανεξάλειπτα αν ήσαν τα γράμματα ταύτα, ουδεμίαν ανάμνησιν θ' ανεκάλουν εις το πνεύμα εκείνων οίτινες θα ίσταντο παρά τον τάφον. Και αυτοί ακόμα οι κοινοί θνητοί ρέπουν εις το να νομίζουν ότι είνε σπουδαίοι· απ' εναντίας, ούτε αυτός ο μεγαλείτερος άνθρωπος είνε απολύτως αναγκαίος εις τον κόσμον, και μετά τινα χρόνον ο τάφος και τούτον θα καλύψη.
Επομένως ο κλήρος της μεγάλης πλειονότητος είναι μία σχετική ασημότης, και πολλοί άνθρωποι ηδύναντο εκ τούτου να καταλήξουν εις το συμπέρασμα, ότι αφού ο άνθρωπος πληροί τόσον μικρόν χώρον εν τω κόσμω και είναι ένα μέγα μηδέν απέναντι του σύμπαντος, το καλλίτερον είναι να τρώγη κανείς, να πίνη και ν' αποθνήσκη. Αλλ' ο Χριστός ήλθεν όπως μας πείση ότι το σ χ ε τ ι κ ώ ς ασήμαντον δύναται να είναι α π ο λ ύ τ ω ς σπουδαίον. Ήλθε να μας διδάξη ότι η ακαταπόνητος δραστηριότης, η υπέροχος δράσις, αι διακεκριμένοι υπηρεσίαι, αι λαμπραί επιτυχίαι δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αληθούς κατά Θεόν ζωής, και ότι αι μυριάδες των λατρευτών του υψίστου ευρίσκονται μεταξύ των ασήμων και των ταπεινών. Μία ζωή ήρεμος και αφανής είναι πολλάκις ευτυχεστέρα, και δυνάμεθα ευκόλως να συμπεράνωμεν ότι τα έτη εκείνα της εργασίας τα διαρρεύσαντα εις την εν Ναζαρέτ οικίαν του τέκτονος, ήσαν πλήρη ευδαιμονίας εις τον βίον του Σωτήρος. Αργότερα ακόμη, κατά τα τελευταία έτη του βίου του, αι λέξεις του είναι λέξεις ανθρώπου όστις υπήρξεν ευδαίμων· είναι λέξεις αίτινες φαίνονται ρέουσαι από τον υπερεκχειλισμένον ποταμόν μιας ανεξαντλήτου ευτυχίας. Αλλά οπόση άρά γε να ήτο η ευδαιμονία αυτή κατά τα πρώτα έτη της ζωής του, όταν δεν είχον ταράξει την γαλήνην της ψυχής του εκείναι αι θύελλαι της δικαίας οργής, όταν δεν εφλέγετο ακόμη η καρδία του εξ αγανακτήσεως διά τας αμαρτίας και διά την υποκρισίαν του ανθρώπου.
Και μολονότι τα έτη ταύτα παρήλθον εις διαρκή εργασίαν, έχομεν ισχυράς αποδείξεις να πιστεύωμεν ότι δεν έμειναν εκμετάλλευτα και διανοητικώς. Ουδεμία σημασία δύναται ν' αποδοθή εις τας χυδαίας ιστορίας των Αποκρύφων Ευαγγελίων, είνε όμως πιθανόν ότι οι διδάσκαλοι της συναγωγής παρείχαν μικράν τινα θρησκευτικήν εκπαίδευσιν εις τους μικρούς Ναζαρηνούς. Εις τα σχολεία ταύτα, ο Χριστός, ο κατά πάντα όμοιος προς τους άλλους ανθρώπους, έμαθε τα πρώτα στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως. Πιθανώτερόν όμως είνε, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη κατ' οίκον τα πρώτα μαθήματα υπό του πατρός του, συμφώνως προς τους ορισμούς του νόμου (Ιδέ Δευτ· ΙΑ'. 19.) Εν πάση περιπτώσει ήκουε κατά την καθημερινήν προσευχήν εν τη Συναγωγή παν ό,τι οι πρεσβύτεροι ηδύναντο να τον διδάξουν περί των νόμων και των προφητών. Ότι δεν μετέβη εις Ιερουσαλήμ επί σκοπώ εκπαιδεύσεως και δεν εφοίτησεν εις τα σχολεία των Ραββίνων, αποδεικνύεται εκ της ερωτήσεως, της πλήρους οργής των φθονερών εχθρών του: «Πόθεν τούτω ταύτα; Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Διά των λέξεων τούτων διήκει το ραββινικόν πνεύμα της αυθάδους περιφρονήσεως προς πάντα «αμ-χα-αρέτς», ήτοι αγράμματον χωρικόν. Η στερεοτυπημένη διάνοια του έθνους, εθισθείσα, αν δύναμαι να μεταχειρισθώ τοιαύτην έκφρασιν, εις την μουμιοποιηθείσαν εκείνην θρησκείαν την νεκράν, την οποίαν είχε βαλσαμώσει ο Προφορικός Νόμος, ήτο ανίκανος να εκτιμήση την θείαν πρωτοτυπίαν μιας σοφίας εκπορευθείσης αμέσως εκ του Θεού. Οι Ραββίνοι δεν ηδύναντο να ίδουν πέραν της αποφθεγματικής πλάνης του υιού του Σειράχ, όστις έλεγε, ότι διά να είναι τις σοφός πρέπει να έχη καιρόν εις την διάθεσίν του να μάθη. Αν ο Ιησούς επροικίζετο με την τεχνικήν μόρφωσίν των, δεν θα ήτο τόσον ισχυρώς ωπλισμένος, όπως αντιμετωπίση και καταισχύνη την προπετή αποκλειστικότητα της στενής και περιωρισμένης σοφίας των.
Η μαρτυρία αυτή των εχθρών του μας χορηγεί την πειστικήν απόδειξιν, ότι η διδασκαλία του δεν ήτο, ως υποθέτουν πολλοί, απλούν εκλεκτικόν σύστημα ερανισθέν από διαφόρους διδασκάλους της εποχής του. Είνε βέβαιον, ότι ουδέποτε κατετάχθη μεταξύ των μαθητών των Γραμματέων εκείνων, οίτινες ανέλαβον να διδάσκουν τας παραδόσεις των πατέρων. Μολονότι τα σχολεία εις τας μεγάλας πόλεις είχον ιδρυθή προ ογδοήκοντα ετών υπό του Σίμωνος Βεν Σατάχ, εις την ταπεινήν όμως και περιφρονημένην Ναζαρέτ δεν ήτο δυνατόν να υπάρχουν τοιαύτα. Και από ποίους θα ηρανίζετο ο Ιησούς; Από τους Γυμνοσοφιστάς της Ανατολής ή τους Έλληνας φιλοσόφους; Ουδείς σήμερον τολμά να εκφράση τοιαύτην παράλογον εικασίαν. Από τους Φαρισαίους; Τα θεμέλια και αι αρχαί του συστήματός των και η γενική ιδέα της θρησκείας των αντέκειντο προς παν ό,τι Εκείνος απεκάλυψεν. Από τους Σαδδουκαίους; Η αμεριμνησία των η επικούρειος, ο επιπόλαιος ορθολογισμός των και η οκνηρία των, εκείνουν περισσότερον την απέχθειαν της χριστιανοσύνης παρά του αληθούς ιουδαϊσμού. Από τους αιρετικούς Ιουδαίους της εποχής των Μακκαβαίων; Ήσαν μία αποκλειστική, μία ασκητική, μία απομεμονωμένη κοινότης προς τα αποθαρρυντικά περί γάμου δόγματα, των οποίων και προς την αδράνειάν των ουδόλως συμπαθούν τα Ευαγγέλια, και τους οποίους ουδέποτε υπηνίχθη ο Κύριος ημών, εκτός εις τα χωρία εκείνα όπου κακίζει τους απέχοντας να χρισθώσιν εν καιρώ νηστείας και τους κρύπτοντας τον λύχνον υπό το μόδιον. Από τον Φίλωνα και τους Αλεξανδρινούς Ιουδαίους; Ο Φίλων ήτο πράγματι αγαθός ανήρ και μέγας φιλόσοφος και σύγχρονος του Χριστού· αλλά και αν το όνομά του ηκούσθη ποτέ, – όπερ λίαν αμφίβολον, – εις μέρος τόσον μακρυνόν όσον η Γαλιλαία, θα ήτο αδύνατον να εκλέξη ο Χριστός μεταξύ όλων των φιλοσοφιών του κόσμου ένα σύστημα τόσον ανόμοιον προς το ιδικόν του, όσον είνε η μυστική θεοσοφία και αι αλληγορικαί υπερβολαί και εκείνη η θάλασσα των αφηρημένων ιδεών, αίτινες απεκρυσταλλώθησαν εις τα συγγράμματά του. Από τον Ιλλήλ και Σαμμαΐ; Ελάχιστα περί αυτών γνωρίζομεν· αλλά καίτοι έν ή δύο χωρία των Ευαγγελίων υπαινίσσονται τας έριδας και τας διχογνωμίας, αίτινες εσπάρασσον τας σχολάς των, καθώς και μερικά από τα καλλίτερα σχετικώς αξιώματά των, οι τοιούτοι υπαινιγμοί ουδέν άλλο αποδεικνύουσιν ή ότι το πνεύμα του Θεού λαλεί την κοινήν αλήθειαν εις πάντας τους ανθρώπους· εξ άλλου το σύστημα των δύο τούτων διδασκάλων ήτο η προφορική παράδοσις, το σύνολον των ανοήτων και νεκρών εκείνων λευιτικών τελετών, τας οποίας τοσάκις κατήγγειλεν και επολέμησεν ο Ιησούς. Τα σχολεία εις τα οποία εξεπαιδεύθη ο Ιησούς δεν ήσαν τα σχολεία των Γραμματέων, αλλά το σχολείον της σεμνής ευπειθείας της γλυκείας αυταρκείας, της αναλλοιώτου απλότητος, της αγνότητος της ακηλιδώτου, της προθύμου και ευχαρίστου εργασίας. Η πηγή από την οποίαν ήντλησε τας γνώσεις του δεν ήτο η σοφία του ραββινισμού, εις την οποίαν διά να εύρωμεν μίαν σκέψιν δικαιοσύνης ή μίαν σκέψιν ευσεβείας πρέπει να παραπλανηθώμεν εντός λαβυρίνθων παιδικών φαντασιοπληξιών ή καββαλιστικών ανοησιών, αλλά τα Βιβλία του Θεού τα εξωτερικά, η Γραφή, η Φύσις και η Ζωή, και τα Βιβλία του Θεού τα εσωτερικά, τα γραμμένα επί των σαρκικών πινάκων της καρδίας.
Η εκπαίδευσις ενός εβραιόπαιδος κατωτέρας τάξεως ήτο σχεδόν αποκλειστικώς γραφική και ηθική· και οι γονείς του ήσαν κατά κανόνα οι διδάσκαλοι του. Και δεν υπάρχουν λόγοι ν' αμφιβάλλωμεν, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη από τον Ιωσήφ και από την Μαρίαν ν' αναγινώσκη το Σεμά και το Χαλλήλ και τα απλούστατα μέρη των ιερών εκείνων βιβλίων, επί των σελίδων των οποίων η θεία σοφία του έμελλε κατόπιν να χύση τόσα κύματα φωτός.
Αλλ' έτυχε προφανώς μεγαλειτέρας εκπαιδεύσεως.
Η τέχνη του γράφειν δεν είναι κοινώς γνωστή ούτε σήμερον εν Ανατολή· πολλοί όμως υπαινιγμοί όσον αφορά το σχήμα των αλφαβητικών γραμμάτων (Ματθ. 5, 18) και η φράσις του Ιωάννου (8, 6) ότι ο Ιησούς έκυπτε και έγραφεν εις το έδαφος διά του δακτύλου τας αμαρτίας εκάστου, αποδεικνύουν ότι ο Κύριος ημών ήξευρε να γράφη. Ότι όχι μόνον είχε μελετήσει εμβριθώς τας αγίας Γραφάς, αλλά και τας εγνώριζε λεπτομερώς από στήθους, αποδεικνύεται εκ των περικοπών τας οποίας συχνάκις ανέφερεν εις τους λόγους του και εκ των πολυαρίθμων παραπομπών του εις τον Νόμον, καθώς και εις τους προφήτας Ησαΐαν, Ιερεμίαν, Δανιήλ Ιωήλ, Ωσηέ, Μιχαίαν, Ζαχαρίαν, Μαλαχίαν, και υπέρ πάντα άλλον εις το Βιβλίον των Ψαλμών. Είνε πιθανόν, αν και όχι βέβαιον, ότι εγνώριζεν όλα τα μη κανονικά βιβλία των Εβραίων. Η βαθεία αύτη γνώσις των Γραφών δίδει μεγαλειτέραν σημασίαν εις την πλήρη θυμού ερώτησιν, την τοσάκις επαναλαμβανομένην. «Ουκ ανέγνωτε;» Η γλώσσα την οποίαν ο Κύριος ημών ωμίλει κοινώς ήτο η Αραμαϊκή. Την εποχήν εκείνην η εβραϊκή ήτο εντελώς νεκρά γλώσσα, γνωστή μόνον εις τους πεπαιδευμένους, εκμανθανομένη διά πολλού κόπου. Εν τούτοις είναι φανερόν ότι ο Ιησούς την εγνώριζε, καθόσον μερικά ρητά από τας Γραφάς ελήφθησαν παρ' αυτού απ' ευθείας εκ του εβραϊκού πρωτοτύπου. Ήξευρεν ωσαύτως κατά πάσαν πιθανότητα και την ελληνικήν, καθόσον ωμιλείτο ευχερώς εις πόλεις εγγυτάτας προς το χωρίον του, όπως η Τιβεριάς και η Καισαρεία. Ο Μελάαγρος, ο ποιητής της ελληνικής ανθολογίας, εν τω επιταφίω του εις εαυτόν, ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά του θα εννοηθούν υπό των Συρίων και των Φοινίκων· ομιλεί ωσαύτως περί της γενεθλίου πόλεως του Γάδαρα, ήτις εκείτο εις μικράν από της Ναζαρέτ απόστασιν, ως αν ήτο είδος Αθηνών της Συρίας. Από των ημερών Αλεξάνδρου του Μεγάλου, ως εκ της στενής συναφείας των Ιουδαίων με τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδας, η ελληνική επίδρασις δεν έπαυσε καθισταμένη αισθητή εν Παλαιστίνη. Η ελληνική γλώσσα ήτο, πράγματι κοινόν μέσον συνεννοήσεως, και άνευ αυτής ο Ιησούς δεν θα ηδύνατο να συνδιαλέγεται με τους ξένους, όπως λόγου χάριν με τον εκατόνταρχον ούτινος εθεράπευσε τον παίδα, ή με τον Πιλάτον, ή με τους Έλληνας, οίτινες επεθύμησαν να τον ίδουν κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου του. Εκτός τούτου μερικαί περικοπαί εκ των Γραφών ελήφθησαν απ' ευθείας εκ της ελληνικής μεταφράσεως των εβδομήκοντα, και μάλιστα από μέρη τα οποία διαφέρουν του εβραϊκού πρωτοτύπου. Όσον αφορά την λατινικήν, είναι ελάχιστα πιθανόν ότι την εγνώριζεν, αν και ουχί απολύτως αδύνατον. Οι Ρωμαίοι ήσαν βεβαίως πολυάριθμοι την εποχήν εκείνην εν Ιουδαία, και η γλώσσα των εγράφετο κατά τον συνήθη τρόπον επί της προτομής των κυκλοφορούντων νομισμάτων. Αλλ' οσονδήποτε ευρέως και αν ήξευρε τας γλώσσας ταύτας, είναι φανερόν ότι επέδρασαν ολίγον ή μάλλον ότι ουδόλως επέδρασαν εις την ανάπτυξίν του ως ανθρώπου, και εις όλην την διδασκαλίαν του δεν ευρίσκομεν ούτε ένα υπαινιγμόν εις την φιλολογίαν, εις την φιλοσοφίαν ή την ιστορίαν της Ελλάδος και της Ρώμης.
Εν τούτοις όσα και αν εδιδάχθη το παιδίον Ιησούς εν τω οίκω της μητρός του ή εις το σχολείον της Συναγωγής είναι γνωστόν ότι ηρύσθη την αρτίαν μόρφωσίν του απ' ευθείας εκ της εξετάσεως των θελημάτων του Πατρός του. Η φωνή εκείνη του Θεού, ήτις ελάλησεν εις τον πατέρα του ανθρωπίνου Γένους υπό τους φοίνικας του Παραδείσου, συνεκοινώνει περισσότερον μετ' αυτού. Την ήκουεν εις πάντα ήχον της φύσεως, εις πάσαν ασχολίαν της ζωής του, εις πάσαν σκέψιν του και πάντα λογισμόν. Η ζωή του η επί της γης ήτο ωσάν μία επιγραφή, εις την οποίαν ενεγράφετο η λέξις Θεός. Γεγραμμένον εν τω μυχώ της συνειδήσεώς του, γεγραμμένον εις τας κοινοτέρας δοκιμασίας του, γεγραμμένον με ακτίνας ηλίου, γεγραμμένον με των άστρων το φως, ανεγίνωσκε παντού το όνομα του Πατρός του. Η ήρεμος και αδιατάρακτος απομόνωσις εις εκείνην την ευδαίμονα κοιλάδα, με τους χλοάζοντας αγρούς της και τας ωραίας σκηνογραφίας της, ήγεν εις μίαν ζωήν πνευματικής επικοινωνίας· και γνωρίζομεν πως εις παν γεγονός, και εις παν επεισόδιον της ζωής εν τω ταπεινώ εκείνω χωρίω – εις τας αθώας παιδιάς των μικρών Ναζαρηνών, εις τας αγοραπωλησίας τας τελουμένας εν τη μικρά αγορά, εις τα δροσερά, νάματα της προαιωνίου πηγής, εις το κάλλος των ορεινών κρίνων, εις τους κρωγμούς τους ακουομένους από τας φωλεάς των κοράκων, – ο Ιησούς εύρισκε τροφήν δι' ωραίας παρομοιώσεις και διά πνευματικάς σκέψεις.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν το γεγονός, ότι κατά τα σιωπηλά, κατά τα αφανή εκείνα έτη του βίου του, επετέλεσε μέγα μέρος του έργου αυτού. Όχι μόνον «περιεζώνετο την ρομφαίαν του εις τον μηρόν», κατά την ρήσιν των ψαλμών, αλλά και την εχειρίζετο εις ένα αμείλικτον και ακατάπαυστον πόλεμον εναντίον του πειρασμού. Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ' ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του. Κατά τα έτη εκείνα «ήρξατο ποιείν» πολύ προτού αρχίση «πράττων» (Πρ. Απ. 1, 1). Ήσαν έτη αναμαρτήτου παιδικής ηλικίας και αναμαρτήτου νεότητος και αναμαρτήτου ωριμότητος, καταναλωθέντα εν ταπεινοφροσύνη, εργασία, ασημότητι, ευπειθεία, αυταρκεία, προσευχαίς, – έτη μιας ζωής καθισταμένης αιώνιον παράδειγμα εις όλον το ανθρώπινον γένος. Δεν δυνάμεθα να τον μιμηθώμεν εις τας ενασχολήσεις της περιόδου της διδασκαλίας του, ουδέ δύναται να υπάρχη ομοιότης μεταξύ των περιστατικών του εξωτερικού βίου του καθ' όλην εκείνην την θριαμβευτικήν τριετίαν, και των περιστατικών της ιδικής μας ζωής. Η μεγάλη όμως πλειονότης των ανθρώπων προωρίσθη θεία βουλήσει εις ένα βίον κοινόν και αδιατάρακτον, όστις αναλογεί προς τα τριάκοντα έτη, άτινα διήλθεν ο Ιησούς εν αφανεία· και η καθ' όλην την τριακονταετίαν ταύτην ζωή του είνε δι' ημάς σωστικόν παράδειγμα περί του πώς πρέπει να ζώμεν. «Και σημειώσατε, – λέγει ο άγιος Ευτύχιος της Δυτικής Εκκλησίας, – ότι το γεγονός, ότι ουδέν έπραξε θαυμαστόν καθ' όλον τούτο το χριστιανικόν διάστημα, είνε αυτό καθ' εαυτό θαύμα. Και όπως υπήρχε δύναμις εις την δρασίν του, ούτω υπήρχε δύναμις και εις την σιωπήν του, την αδράνειάν του, την απομόνωσίν του. Ο Βασιλεύς ούτος του κόσμου, όστις έμελλε να διδάξη πάσαν αρετήν, και να μας διδάξη τον τρόπον του ζην, ήρχισε πρώτος να εφαρμόζη τας αρχάς του εναρέτου βίου, τον οποίον ήλθε να διδάξη, αλλά κατά θαυμαστόν, ανεξερεύνητον και έως τότε πρωτάκουστον τρόπον».
Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας, η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν, η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει. Εις πάντα οικογενειακόν κύκλον η ευμενής επίδρασις μιας αγαπώσης ψυχής αρκεί, όπως εμφυσήση εις αυτόν άρρητον γαλήνην. Έχει θωπευτικήν και παρήγορον δύναμιν, όπως αι ακτίνες του ηλίου. Ουδέν κοινόν, ουδέν τυραννικόν, ουδέν ανήσυχον δύναται ν' αντιπαλαίση τελεσφόρως προς την ευεργετικήν γοητείαν της· ουδεμία παρατονία δύναται να διαταράξη την βασιλεύουσαν αρμονίαν. Αλλ' ο οίκος του Ιησού δεν ήτο εκ των κοινών οίκων. Με τον Ιωσήφ, όστις απετέλει το στήριγμα και τον οδηγόν αυτού, με την Μαρίαν, ήτις τον εξήγνιζε και τον καθήδυνε, με τον νεαρόν Ιησούν τον φωτίζοντα αυτόν διά του φωτός του ουρανού, ήτο εις εκείνην την οικογενειακήν εστίαν μία ζωή αληθούς ευσεβείας, αγγελικής αγνότητος, τελείας σχεδόν ειρήνης. Αι παραδόσεις των πρώτων Χριστιανικών χρόνων μας λέγουν, ότι ημέραν και νύκτα, όταν ο Ιησούς εκινείτο και όταν εκοιμάτο, η φωτεινή νεφέλη έλαμπε περί αυτόν. Και ούτω βεβαίως εγίνετο· αλλά το φως εκείνο δεν ήτο ορατόν· ήτο το κάλλος της αγιότητος· ήτο η ειρήνη του Θεού.
Εις το ενδέκατον κεφάλαιον της αποκρύφου ιστορίας του τέκτονος Ιωσήφ, ευρίσκομεν την πληροφορίαν, ότι ο Ιωσήφ είχεν άλλους τέσσαρας υιούς και πολλάς θυγατέρας εξ άλλης γυναικός, και ότι οι πρεσβύτεροι υιοί ο Δίκαιος και ο Συμεών, και αι θυγατέρες Εσθήρ και Θαμάρ, νυμφευθέντες εις κατάλληλον ώραν, απεχώρησαν του πατρικού οίκου, εγκατασταθέντες εις τον ίδιον. «Αλλ' ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ο Νεώτερος, και η Παρθένος μήτηρ μου», εξακολουθεί ο ομιλών, όστις υποτίθεται ότι είναι αυτός ο Ιησούς, «παρέμειναν εις τον οίκον του Ιωσήφ. Εξηκολούθησα καγώ παραμένων μετ' εκείνων, ως αν ήμην είς εκ των υιών. Διήλθον αναμαρτήτως όλον μου τον βίον. Εκάλουν την Μαρίαν μητέρα και τον Ιωσήφ πατέρα, και υπήκουον εις παν ό,τι έλεγον και ουδέποτε αντέστην εις αυτούς, – αλλ' υπετασσόμην…και ουδέποτε ενέβαλον αυτούς εις οργήν, ουδέ ωμίλησα αυτοίς ποτε δριμέως· τουναντίον, έτρεφον άπειρον δι' αυτούς αγάπην, ως προς κόρην οφθαλμού».
Το χωρίον τούτο, όπερ παραθέτω ολόκληρον διότι μας παρέχει μίαν τελείαν εικόνα της αρμονίας, ήτις επεκράτει εις την ταπεινήν οικογένειαν της Ναζαρέτ, μας ενθυμίζει το περίπλοκον ζήτημα: είχεν ο Κύριος ημών ομομητρίους τινάς αδελφούς και αδελφάς; Και αν όχι, τίνες είναι τότε οι τόσον συχνάκις εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια αποκαλούμενοι αδελφοί του Κυρίου; Ολόκληροι τόμοι εγράφησαν επί του σπουδαίου και αμφισβητουμένου τούτου ζητήματος, και δεν προτίθεμαι να εξετάσω ενταύθα εν πλάτει καθόσον δεν επιθυμώ να διοχετεύσω εις τας σελίδας μου ταύτας πολεμικήν συζήτησιν, και εξ άλλου επραγματεύθην αυτό αλλαχού. Αι αποδείξεις αι αντιφατικαί είναι τόσον αβέβαιαι και αι δυσκολίαι πάσης γνώμης τόσον σαφείς, ώστε το να επιμείνη τις δογματικώς εις θετικήν τινα λύσιν του προβλήματος θα ήτο υπεροπτικόν και ανειλικρινές. Μερικοί εν τούτοις παρεδέχθησαν την φυσικήν υπόθεσιν ότι μετά την θαυμαστήν σύλληψιν του Κυρίου ημών ο Ιωσήφ και η Μαρία έζησαν ηνωμένοι εν τω γάμω και ότι ο Ιάκωβος και ο Ιούδας και ο Συμεών και ο τέταρτος υιός και αι θυγατέρες, των οποίων τα ονόματα δεν αναφέρονται, εγεννήθησαν κατόπιν. Κατά την δοξασίαν ταύτην ο Ιησούς είναι ο πρεσβύτερος, και μετά τον θάνατον του Ιωσήφ, όστις, αν πρέπει να πιστεύσωμεν την παράδοσιν, συνέβη όταν ο Χριστός ήγε το δέκατον έννατον έτος της ηλικίας του, ανέλαβε την φυσικήν αρχηγείαν και την υποστήριξιν της απορφανισθείσης οικογενείας. Κατ' άλλην όμως γνώμην, την οποίαν εδημιούργησεν ο Άγιος Ιερώνυμος, οι αδελφοί εκείνοι του Κυρίου ημών ήσαν πράγματι εξάδελφοί του. Η Μαρία πιστεύεται, είχε μίαν αδελφήν συνώνυμον, ήτις συνεζεύχθη τον Αλφαίον ή Κλωπάν και εγέννησεν εκ τούτου τα εν λόγω τέκνα. Πας τις δύναται να σχηματίση επί του ζητήματος τούτου ιδίαν πεποίθησιν· αλλ' είναι δυνατόν να παραδεχθώμεν ότι δυνάμεθα να καταλήξωσεν εις βέβαιον συμπέρασμα, το οποίον ήθελε γείνη παραδεκτόν από όλους. Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερόν ότι ο Κύριος ημών είχε στενάς σχέσεις από απαλών ονύχων με πολλούς και διαφόρους συγγενείς ή αδελφούς, μεγαλειτέρους ή μικροτέρους αυτού κατά την ηλικίαν, οίτινες ήσαν άνθρωποι διαπύρου ζήλου, απλότητος εξικνουμένης σχεδόν μέχρις Εσαίου ασκητισμού, εχθρικώς διακείμενοι προς παν είδος διαφθοράς, παρεκτροπής ή αμαρτήματος, ευλαβούμενοι και αφωσιωμένοι εξ όλης ψυχής εις τας περί Μεσσίου ελπίδας του έθνους, ακόμη δε και εις την τήρησιν όλων των θρησκευτικών τελετών της χώρας. Γνωρίζομεν δε ότι, καίτοι βραδύτερον υπήρξαν οι στυλοβάται της νηπιώδους ακόμη εκκλησίας, εν τούτοις κατ' αρχάς δεν επίστευον εις την θεότητα του Κυρίου ημών, ή τουλάχιστον είχον ιδέας αντικειμένας προς την αποστολήν του. Εν πάση περιπτώσει ο Ιησούς δεν εύρε μεταξύ τούτων τους πιστοτέρους οπαδούς του ή τους προσφιλεστέρους συντρόφους του. Εφαίνετο ότι υπήρχε παρ' αυτοίς δόσις τις ισχυρογνωμοσύνης, Ιουδαϊκής επιμονής, έλλειψις συμπαθείας, απουσία πλήρης παντός στοιχείου τρυφερότητος και σεβασμού. Ο Πέτρος ο πλήρης αγάπης προς το πρόσωπον του Χριστού και εις αυτάς τας στιγμάς της χειροτέρας αδυναμίας του, ο πάντοτε γενναιόφρων και πάντοτε μεγαλόψυχος, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, ο ήρεμος και επιφυλακτικός και συνετός και φιλαλήθης, και υπέρ πάντας ο Ιωάννης ούτινος η ορμητικότης εχύνετο από μίαν ψυχήν εμπεπλησμένην απείρου τρυφερότητος ήσαν προσφιλέστεροι και πολυτιμότεροι δι' αυτόν από όλους τους αδελφούς του και τους συγγενείς του. Μία αγρίως επιθετική ηθική είναι ολιγώτερον ωραία από μίαν απορροφητικήν και ανεξίκακον αγάπην.
Αν παραδεχθώμεν ότι ο Ιησούς είχεν αδελφούς, είναι πιθανόν ότι ειργάζοντο μαζύ του εις το αυτό ταπεινόν επάγγελμα, και ότι συνέζων μετ' αυτού υπό την αυτήν πτωχικήν στέγην. Εν τούτοις είμεθα βέβαιοι εξ άλλου ότι ο Ιησούς συνείθιζεν ως επί το πλείστον να μένη μόνος. Η απομόνωσις και η ερημία τού έφερε την έμπνευσιν, τον έθετεν εις άμεσον επικοινωνίαν με τον ουράνιον Πατέρα του. Και αναμφιβόλως εζήτει την σπομόνωσιν ταύτην εις μακρούς περιπάτους ανά τους χλοάζοντας λόφους, υπό τας συκάς και τας ελαίας, εν τω μέσω ηρέμων αγρών, κατά τα μεσημβρινά καύματα και υπό τα άστρα της νυκτός. Ουδεμία ψυχή δύναται να διασώση το άρωμα και την αβρότητα της υπάρξεώς της άνευ της σιωπηλής προσευχής και του ρεμβασμού και της σκέψεως· και το μέγεθος της ανάγκης ταύτης είναι ανάλογον προς το μέγεθος της ψυχής. Υπάρχουν πολλαί στιγμαί εις το τριετές διάστημα της διδασκαλίας του Κυρίου ημών, καθ' ας απεμάκρυνεν αφ' εαυτού τους πιστοτέρους και προσφιλεστέρους μαθητάς του, διά να μείνη μόνος με τον εαυτόν του.
Ελέχθη ότι δύο μόνον μέρη υπάρχουν εν Παλαιστίνη, όπου δυνάμεθα να έχωμεν την απόλυτον ηθικήν βεβαιότατα ότι περιεπάτησαν οι πόδες του Χριστού, – και ονομαστικώς τα περίχωρα του εν Σεχέμ φρέατος, και η καμπή του δρόμου εκείνου, όστις άγει από Βηθανίας εις το όρος των Ελαιών, οπόθεν διακρίνεται καθαρώς η Ιερουσαλήμ. Αλλ' εις ταύτα προσθέτω και δύο τουλάχιστον άλλα, τον στενόν απότομον δρόμον, όστις φέρει εις το χωρίον Ναΐν, και την κορυφήν του λόφου, εφ' ου είναι εκτισμένη η Ναζαρέτ. Η κορυφή αύτη δεν στολίζεται σήμερον υπό χριστιανικού τινος μνημείου· μολύνεται δυστυχώς από το άθλιον, το κατεστραμμένον, το απαίσιον κενοτάφιον αφανούς τινος μωαμεθανού αγίου. Βεβαίως δεν υπάρχει σήμερον εν Ναζαρέτ κανέν δεκαετές παιδίον, όσον μελαγχολικόν και αναίσθητον και αν υποτεθή, το οποίον να μη ανήλθε πολλάκις εις την κορυφήν εκείνου του λόφου· και βεβαίως κατά τους παλαιοτέρους χρόνους δεν είνε δυνατόν να ευρέθη έν παιδίον, το οποίον να μη ηκολούθησε το κοινότατον ένστικτον της ανθρωπίνης φύσεως και να μη ανερριχήθη εις εκείνας τας θυμοφύτους κλιτύας και να μη έφθασεν εις την κορυφήν, από την οποίαν παρουσιάζεται ένα θέαμα τόσον μαγευτικόν της μεγάλης πόλεως της πολυανθρώπου. Ο λόφος υψούται εις ύψος εξακοσίων ποδών άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης. Τετρακοσίους ή πεντακοσίους πόδας κάτω απλούται η ευδαίμων κοιλάς. Η άποψις εκ μέρους τούτου θα εθεωρείται εις πάσαν χώραν του κόσμου θελκτική και ερασμία· προσδέχεται δε έν θέλγητρον μάλλον απερίγραπτον εκ της πεποιθήσεως ημών ότι, εκεί, εν τω μέσω των ανθέων του όρους, ριπιζόμενος υπό της αύρας, ήτις ηνέμιζε την κόμην εκ των κροτάφων του, ο Ιησούς παρηκολούθει πολλάκις διά των οφθαλμών την πτήσιν των αετών εις τον κυανούν αιθέρα και ανέτεινε την κεφαλήν του προς τα άνω εις το άκουσμα του κρότου των πτερύγων της μακράς σειράς των πελαργών, των αεροπορούντων από τον χείμαρρον Κισών προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Και οίον θέαμα εξηπλούτο προ αυτού από τον χλοάζοντα εκείνον λόφον, όστις εμυρόνετο από τας αποπνοίας του θύμου! Δι' αυτόν πας αγρός και πάσα συκή, οι φοίνικες και οι κήποι, αι οικίαι και αι συναγωγαί ήσαν γνώριμα αντικείμενα· και υπέρ πάσας τας άλλας οικίας, με τας τετραγώνους στέγας των, ο οφθαλμός του θα προσηλούτο ευδαιμόνως εις το μικρόν κατάλυμμα του τέκνονος. Προς βορράν, κάτω της πολίχνης, έκειτο η στενή και εύφορος πεδιάς η σήμερον καλουμένη Ελ-Βουτέφ, από μέσα από την οποίαν ορθούνται οι δενδρόφυτοι λόφοι της Νεφθαλείμ· και περίοπτος εις ένα εκ τούτων ήτο η Σαφέδ, «η πόλις η επί λόφου εκτισμένη». Υπεράνω τούτων, μακράν εις τον ορίζοντα, το όρος Ερμών, ύψωνεν εις την κυανήν ατμόσφαιραν τον μεγαλοπρεπή όγκον των κολοσσαίων νώτων του, των λευκών από τας αιωνίους χιόνας. Προς ανατολάς εις απόστασιν ολίγων μιλίων, ωρθούτο η πράσινη και στρογγυλή κορυφή του Θαβώρ, πλήρης δρυών. Προς δυσμάς, ο Χριστός προσήλονε τους οφθαλμούς του διά μέσου του διαφανούς αέρος επί της πορφυράς αλύσεως του Καρμήλου, εις τα δάση του οποίου ο Ηλίας είχεν εύρει κατοικίαν. Προς νότον, διακοπτομένη μόνον από την γλαφυράν κατατομήν του μικρού Ερμόν και του Γιλβοά, ηπλούτο πεδιάς του Εσδρακλόν, η τόσον αξιομνημόνευτος εν τη ιστορία της Παλαιστίνης και του κόσμου· διά της πεδιάδος ταύτης ειλίσσετο ο από νότου δρόμος προς την πόλιν εκείνην, ήτις υπήρξε το σφαγείον των προφητών, και όπου προέβλεπεν ίσως από τώρα ο Ιησούς, εις ένα προφητικόν δράμα, την αγωνίαν εν τω κήπω, τους εμπαιγμούς και τους εμπτυσμούς, τον σταυρόν και τον ακάνθινον στέφανον.
Η σκηνογραφία, ήτις ηπλούτο εκεί υπό τους οφθαλμούς του νεαρού Ιησού ήτο το κεντρικώτερον μέρος του κόσμου, το οποίον ήλθε να σώση. Έκειτο εις αυτήν την καρδίαν της γης Ισραήλ και εν τούτοις εκεί πλησίον ήσαν, χωριζόμεναι από ένα στενόν όριον λόφων και χειμάρρων, η Φοινίκη, η Συρία, η Αραβία, η Βαβυλών, η Αίγυπτος. Αι Νήσοι των Εθνών, και όλαι αι δοξασμέναι χώραι της Ευρώπης ήσαν σχεδόν οραταί υπεράνω της απαστραπτούσης επιφανείας των υδάτων της δυτικής εκείνης θαλάσσης. Αι σημαίαι της Ρώμης εκυμάτιζον εις την πεδιάδα την προ αυτού· η γλώσσα των Ελλήνων ωμιλείτο εις τας κάτω απλουμένας πόλεις. Και όσον γαληνιαία και αν εφαίνετο τώρα η χώρα εκείνη, η πρασινίζουσα ως να είχε στρωθή με σμαράγδους, η πλουσία εις φως, υπήρξεν από ετών ένα πεδίον μάχης μεταξύ των εθνών. Φαραώ και Πτολεμαίοι, Εμίραι και Αρσίται, Κριταί και Ύπατοι, είχον αποδυθή όλοι, εις μίαν αιματηράν αμφισβήτησιν της μειδιώσης εκείνης χώρας. Απήστραψεν από την λάμψιν τον δοράτων τον Αμαληκιτών· διεσείσθη από τους βαρείς τροχούς των αρμάτων του Σεσώστριδος· απήχησεν από τας συριζούσας νευράς του Σεναχερίβ· είχε ποδοπατηθή υπό των φαλαγγών του Μακεδόνος· ηκούσθη εκεί η κλαγγή των ρωμαϊκών όπλων· προωρίζετο κατόπιν να αισθανθή το μένος των σταυροφόρων – μίαν μεγάλην εποποιίαν ηρωισμού και δόξης – και ν' αντιλαλήση τας αγρίας κραυγάς των από Αγγλίας και Γαλλίας καταβάντων πολεμιστών. Εις την κοιλάδα εκείνην του Ιεσραέλ η Ευρώπη και η Ασία, ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός, η Βαρβαρότης και ο Πολιτισμός, το Παλαιόν και το Νέον Συμβόλαιον, η Ιστορία του παρελθόντος και αι ελπίδες του παρόντος, εφαίνετο ως να είχον συναντηθή επί το αυτό. Και ενείχεν η σκηνογραφία εκείνη, επί της οποίας πολλάκις προσήλωσε ρεμβός τους οφθαλμούς του ο Ιησούς, μίαν σημασίαν πλέον πάσης άλλης βαθυτέραν διά τας τύχας της ανθρωπότητος.
Χαρακτηριστικά της εποχής. – Βαθύτατον σκότος προ της αυγής. – Ασκητισμός. – Ιωάννης ο Βαπτιστής. – Ο χαρακτήρ του. – Η διδασκαλία του. – Οι ακροαταί του. – Σκηνή εκ της διδασκαλίας του. – Το κήρυγμά του. – Ο Ιωάννης προ του Ιησού. – Διατί εβαπτίσθη ο Χριστός. – Αναγνώρησις του Μεσσίου.
Ούτω λοιπόν η παιδική του ηλικία και η νεότης του και τα πρώτα έτη της ωριμότητος αυτού παρήλθον εν ταπεινή ευπειθεία εις τα κελεύσματα του Θεού και εν ιερά σιγή, και ο Ιησούς ήτο τώρα τριάκοντα ετών. Το βαθύ μάθημα, το σωτήριον διά πάντα άνθρωπον πάσης τάξεως και ηλικίας, όπερ προκύπτει από μίαν μακράν ήσυχον εργασίαν και από ένα αφανή και ήρεμον βίον, το είχε διδαχθή ήδη τελείως ο Ιησούς, και τώρα πλέον είχε σημάνει οριστικώς η ώρα της διδασκαλίας του και η ώρα του μεγάλου έργου της αναγεννήσεως του ανθρώπου. Έμελλε να γίνη ο Σωτήρ του γένους όχι μόνον διά του παραδείγματος, αλλά και διά της αποκαλύψεως και διά του θανάτου.
Και ήδη είχεν αρχίσει ν' ακούεται η Φωνή η εν τη ερήμω, ήτις συνεκίνει μέχρι των μιχιαιτάτων τας καρδίας του έθνους βοώσα: «Μετανοείτε και προσεύχεσθε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών!»
Ήτο εποχή μεταβατική, εποχή αβεβαιότητος, αμφιβολίας. Εις εκείνον τον κατακλυσμόν της γενικής διαφθοράς, εις το ναυάγιον των ιερών θεσμών, εις εκείνα τα μεγάλα νέφη τα οποία επυκνούντο συσκοτίζοντα ολονέν περισσότερον τον πολιτικόν ορίζοντα, εφαίνετο εις πολλούς ευσεβείς Ιουδαίους ότι επέκειτο η συντέλεια του κόσμου. Ήδη το σκήπτρον είχε ξεφύγει από τας χείρας της φυλής· ήδη το ισχυρόν αξίωμα και η κολοσσαία δύναμις του μεγάλου Αρχιερέως είχεν εκμηδενισθή προ των Ιδουμαίων τετραρχών ή των Ρωμαίων υπάτων· ήδη η καταπιεστική επίδρασις, η ασκουμένη επί του παρηκμακότος Συνεδρίου, ήτο εις χείρας ασυνειδήτων οπαδών της Ηρωδείου δυναστείας ή δολίων Σαδδουκαίων. Εφαίνετο ως να μη είχε μείνει τίποτε προς παρηγορίαν του έθνους, παρά η πίστις του μόνον προς τους μωσαϊκούς θεσμούς και αι ελπίδες τας οποίας ηδέως έθαλπε περί του ελευσομένου Μεσσίου. Εις εποχήν τόσον τεταραγμένην και τόσον ανήσυχον, – καθ' ην παν ό,τι παλαιόν παρήρχετο ανεπιστρεπτεί και παν ό,τι νέον εξηκολούθει να μένει άγνωστον, – εδικαιολογείτο κάλλιστα ο Φαρισαίος ζητών ευκαιρίαν προς επανάστασιν, και περισσότερον αυτού ο Εσσαίος ασπαζόμενος τον βίον τον μοναχικόν, τον βίον τον άγαμον, και βυθιζόμενος εις αγρίαν απομόνωσιν από της κοινωνίας. Υπήρχε γενική προσδοκία «της μελλούσης εκείνης οργής», ήτις έμελλε να είναι η ωδίς του τοκετού της ερχομένης βασιλείας, το σκότος το βαθύτατον το προ της αυγής. Ο κόσμος είχε γηράσει, και η ειδωλολατρεία εξώκειλεν εις μυσαράς καταχρήσεις. Η αθεΐα είχεν ως συνέπειαν την ηθικήν κατάπτωσιν, όπως συμβαίνει πάντοτε μεταξύ των εθνών. Η αδικία εφαίνετο ότι είχε πάρει ένα δρόμον αχαλίνωτον πλέον. Η φιλοσοφία η τόσα καυχηθείσα, ήτο τώρα η παρηγορία των ολίγων. Το έγκλημα ήτο παγκόσμιον, και δεν υπήρχε φάρμακον διά την φρίκην και τον όλεθρον που επροκάλει εις χιλιάδας καρδιών. Και αυτή η τύψις του συνειδότος είχεν εξαντληθή, ούτως ώστε η ανθρωπίνη φύσις «είχε διεξέλθει παν είδος κακίας». Ήτο μία πώρωσις καρδιών, μία απολίθωσις του ηθικού συναισθήματος, καταθλιπτική και πανίσχυρος, ως την εύρισκον και εκείνοι ακόμη όσοι έπασχον εξ αυτής. Και αυτός δε ο εθνικός κόσμος είχε τώρα την αμυδράν συναίσθησιν, ότι επέστη πλέον το πλήρωμα του χρόνου.
Εις τοιαύτας κρισίμους περιόδους η τάσις προς την ασκητικήν απομόνωσιν καθίσταται ισχυροτάτη. Η σιωπηλή επικοινωνία μετά του Θεού εν τω μέσω των αγρίων σκηνών της φύσεως φαίνεται προτιμοτέρα του ενοχλητικού συμφυρμού μέσα εις μίαν απογοητευμένην κοινωνίαν. Η ανεξαρτησία και η συντήρησις της ζωής διά των πλέον λιτών μέσων, τα οποία εξαρκούσιν εις τας πρώτας ανάγκας μας, ελκύουν περισσότερον από την αένναον αγωνίαν και από την σαπίζουσαν αθλιότητα μιας ταπεινωτικής και αγωνιζομένης πενίας. Η αγριότης και η σιωπή της αδιαφορούσης φύσεως φαίνονται ότι παρέχουν εις τοιαύτας περιστάσεις θελκτικόν καταφύγιον μακράν του θορύβου, της ποταπότητος και της μοχθηρίας των ανθρώπων. Ο Βάνος ο Φαρισαίος, όστις απεσύρθη εις την έρημον και έζησεν εκεί ένα χρονικόν διάστημα ίσον προς τους κατόπιν ερημίτας της Θηβαΐδος, ήτο μόνον είς εκ των πολλών εις τους οποίους επέδρασαν αι τοιαύται βιωτικαί συνθήκαι. Ο Ιώσηπος, όστις έζησε τρία έτη μετ' αυτού εις το ορεινόν σπήλαιόν του, περιγράφει τας αυστηράς στερήσεις, τας οποίας επέβαλεν εις εαυτόν και τον πλήρη σκληραγωγιών βίον του, και μας λέγει, πως ενεδύετο με φύλλα, και πως ετρέφετο με ρίζας και πως νυχθημερόν κατεβυθίζετο εις τα παγερά ύδατα, διά να διατηρήται το σώμα του πάντοτε καθαρόν και η καρδία του αγνή.
Αλλ' ο ασκητισμός προέρχεται εκ διαφόρων αιτίων. Δυνατόν να προκύπτη εκ της οιήσεως του κυνικού, όστις θέλει να ευρίσκεται μακράν παντός ανθρώπου· ή από τον αηδή πλέον κόρον του επικουρείου, όστις ποθεί να εύρη καταφύγιον, όπως προφυλαχθή και από τον ίδιον εαυτόν του· ή από τον εγωιστικόν τρόμον του φανατικού, του σκοπούντος μόνον την ιδίαν σωτηρίαν. Πλέον διαφορετική και υψηλοτέρα ήτο η απλοϊκότης και η αυταπάρνησις του Βαπτιστού. Οι ζωγράφοι του μεσαιώνος δεν απομακρύνονται της αληθείας παριστώντες αυτόν κάτισχνον από αυστηράν άσκησιν εξ απαλών ονύχων. Η φυσική ροπή προς την ζωήν της απομονώσεως είχε φανερωθή εις τον νεαρόν Ναζαρηνόν από τα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας του· αλλ' εν αυτώ προέκυψεν εκ της συναισθήσεως, ότι ήτο προωρισμένος να εκπληρώση ένδοξον αποστολήν, εκ του πόθου ν' ακολουθήση ένα πεπρωμένον εμπνεόμενον από φλογεράς ελπίδας. Το φως το εν αυτώ έμελλε ν' ανάψη εν ανάγκη εις παμφάγον φλόγα όχι χάριν αυτού, αλλά προς τον σκοπόν τού να φωτίση τον δρόμον του ερχομένου Βασιλέως.
Υπό φυσικήν έποψιν, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήτο πλήρης ορμών και πλήρης πυρός. Ο μακρός αγών, κατά τον οποίον κατώρθωσε να καθυποδουλώση τελεσφόρως εαυτόν και να παρασυρθή υπό μιας μοναδικής, της σκέψεως του Θεού, ο αγών όστις του ενέπνευσε την αφοβίαν προ του κινδύνου και την ταπεινοφροσύνην εν τω μέσω του θριάμβου, – είχεν αφήσει τα ίχνη του εις τον αυστηρόν χαρακτήρα και εις την όψιν και εις την διδασκαλίαν του ανδρός. Αν είχεν εύρει την ειρήνην και την ησυχίαν εις την μακράν προσευχήν και εις την μετάνοιαν της ζωής του εν τη ερήμω, η ειρήνη αύτη δεν ήτο η ειρήνη η αυτόματος ανεξικάκου εκ φύσεως και αγίας ψυχής. Η νίκη την οποίαν ήρατο ήτο ακόμη πλήρης από τα ίχνη του αγώνος· και η ειρήνη την οποίαν κατέκτησεν απήχει έτι από τον μακρυνόν θόρυβον της θυέλλης. Η διδασκαλία του αντικατώπτριζε της ερήμου τας εικόνας – τους βράχους, τον όφιν, το γυμνόν δένδρον. Και του Λανζ η περιγραφή είναι πλήρης ευγλωττίας: «Όταν εξεδηλούτο εις προφήτην, ήτο ωσεί δαυλός ανημμένος· ο δημόσιος βίος του υπήρξε σεισμός, – ολόκληρος ο άνθρωπος ήτο ένα κήρυγμα· ηδύνατο κάλλιστα ν' αποκαλέση εαυτόν φωνήν, – την φωνήν ενός όστις εβόα εν τη ερήμω: «Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου».
Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης. Επικοινωνών με την ιδίαν του μόνον μεγάλην καρδίαν, – επικοινωνών με τας υψηλάς σκέψεις της μακράς εκείνης σειράς των προφητών, των προδρόμων του μέσα εις ένα ανυπότακτον λαόν, – επικοινωνών με τας μυστικάς φωνάς, αίτινες ήρχοντο προς αυτόν από το όρος και από την θάλασσαν, – έμαθε μάθημα βαθύτερον και πλέον αποκαλυπτικόν εκείνου όπερ ηδύνατο να διδαχθή εις τους πόδας του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ. Εις την τροπικήν μεσημβρίαν της βαθείας εκείνης κοιλάδος του Ιορδάνου, όπου ο αήρ φαίνεται πλήρης μιας λεπτής και φρισσούσης φλογός, ακούων τους ωρυγμούς των αγρίων θηρίων κατά τας μακράς νύκτας, υπό το φέγγος των άστρων «τα οποία εφαίνοντο κρεμάμενα ωσάν σφαίραι πυρός εις πορφυρόχρουν στερέωμα» – περιδιαβάζων παρά τα θολά ύδατα της νεκράς και κατηραμένης εκείνης λίμνης, – ο Ιωάννης είχε διδαχθή ένα μάθημα, ο Ιωάννης είχε φωτισθή από μίαν αποκάλυψιν, ήτις δεν κατέρχεται μέχρι των κοινών ανθρώπων, και ήτις δεν εμπνέεται εις τα σχολεία των Ραββίνων, αλλ' εις το σχολείον της ερημίας και εις το σχολείον του Θεού.
Τοιούτοι διδάσκαλοι είνε κατάλληλοι διά τοιαύτας εποχάς. Κηρύσσουν την αλήθειαν και λαλούν την γλώσσαν της πραότητος και προφητεύουν τον δόλον του ανθρώπου. Οι συνήθεις γραμματείς ή Φαρισαίοι, εκτεθηλυμμένοι εκ της ευωδίας, οιηματίαι προ του γενικού σεβασμού, συνήρχοντο εν τη συναγωγή με τα πλατέα φυλακτήριά των και τους πολυτελείς χιτώνας των, και προέβαινον εις υπνηλήν εποικοδόμησιν των ακροατών αυτών, κρατούντες ανά χείρας το μ ι δ ρ ά ς το βρίθον παιδαριωδιών και αγόνων και κοινών παραδειγμάτων· αλλά μόνη η θέα του Ιωάννου του Βαπτιστού εδείκνυεν ότι ήτο άλλου είδους διδάσκαλος. Ο παλμώδης τόνος φωνής απηχούοης εκ περιφρονήσεως και θυμού, η ηλιοκαής όψις, οι ακτένιστοι πλόκαμοι, τα συνεσφιγμένα χείλη, η δερματίνη ζώνη, και το εκ τριχών καμήλου ένδυμα, εδείκνυον παρευθύς άνδρα πλήρη μεγαλείου και ατρόμητον εις την δύναμίν του, όστις όπως ο τραχύς προφήτης Ηλιού, ο οποίος ήτο το πρωτότυπόν του, ίστατο απτόητος ενώπιον των πορφυρογεννήτων Αχαάβ και των μοιχών Ιεζάβελ. Δεν ήτο επιδεικτικός τις και πομπώδης Φαρισαίος, κατάφορτος εκ κροσσών και φυλακτηρίων· ουδέ χιτωνοφόρος τις ιερεύς απορροφημένος εις μικράς τελετάς· ωμοίαζε προς τους μεγάλους προκατόχους του και ήτο επικριτής αμφοτέρων τούτων των τάξεων. Η αξία της διδαχής του ήτο ότι παρέβλεπε την πατροπαράδοτον ορθότητα των εξωτερικών τύπων και κατέρριπτε την οίησιν των προνομίων και εδίδασκεν ότι η ηθική είνε ο σκοπός και τέρμα της θρησκείας. Είνε γνωστόν ότι το μόνον ποτόν του ήτο το ύδωρ του ποταμού και ότι ετρέφετο με ακρίδας και μέλι άγριον. Οι άνθρωποι ησθάνοντο εν αυτώ την δύναμιν εκείνην της υπεροχής, με την οποίαν είνε πάντοτε πεπροικισμένη η τελεία αυταπάρνησις. Εκείνος όστις είνε ανώτερος των κοινών φιλοδοξιών του ανθρώπου, είνε ωσαύτως ανώτερος και των κοινών φόβων του. Εάν ολίγα έχη να ελπίζη εκ της ευνοίας των ομοίων του, ολίγα έχει και να φοβήται εκ της δυσμενείας των και της αποστροφής των· αφού δεν έχει τίποτε να κερδίση κολακεύων ευτελώς, δεν έχει τίποτε να χάση επικρίνων δικαίως. Είνε τρόπον τινά υπεράνω των ομοίων του, επάνω εις ένα ηλιόλουστον ύψωμα ειρήνης και αγνότητος, μη τυφλούμενος από την ομίχλην, ήτις επισκοτίζει τους οφθαλμούς των, ασυγκίνητος από τας ολεθρίας επιδράσεις, αίτινες ταράσσουν τον βίον των.
Ουδέν θαυμαστόν αν τοιούτος άνθρωπος επεβλήθη εν τω άμα ως κολοσσαία δύναμις εις τον λαόν του. Εθρυλήθη καθ' άπασαν την χώραν ότι έζη εν τη ερήμω της Ιουδαίας είς προφήτης, τους φλογερούς λόγους του οποίου ήξιζε τον κόπον ν' ακούση τις· ένας ασκητής, όστις υπενθύμιζε τον Ησαΐαν διά των εκφράσεών του και τον Ηλιού διά της ζωής του. Είς Τιβέριος εμίαινε με τας ατιμίας του τον θρόνον της Αυτοκρατορίας· είς Πόντιος Πιλάτος με την αυθάδειάν του και με τας ωμότητας και τους διωγμούς και τας σφαγάς εξετρέλλαινεν ένα φανατικόν λαόν· ο Ηρώδης Αντίπας επεδείκνυεν εις προθύμους μιμητάς το παράδειγμα της αποστασίας και της ακορέστου απληστίας· ο Καϊάφας και ο Άννας διήρουν τα καθήκοντα μιας αρχιερατείας την οποίαν ητίμαζον. Αλλ' η ομιλία του νέου προφήτου δεν ενεπνέετο από τας πολιτικάς ταύτας περισπάσεις· τα μαθήματα τα οποία είχε να διδάξη ήσαν βαθύτερα και πλέον παγκόσμια εν τη ηθική και κοινωνική σημασία των. Οιοιδήτοτε και αν ήσαν οι ακροαταί, οίτινες συνέρρεον εις το αυστηρόν ερημητήριόν του, η διδασκαλία του ήτο κατ' εξοχήν πρακτική, αλγεινώς ερευνητική της ανθρωπίνης καρδίας, πλήρης αφόβου παρρησίας. Και ούτω οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, γραμματείς και στρατιώται, ιερείς και λαϊκοί, έσπευδον ν' ακούσουν τους λόγους του. Το μέρος όπου εκήρυσσε ήτο η αγρία εκείνη έρημος, η ακαλλιέργητος και ακατοίκητος, ήτις εξετείνετο δυσμικώς από της Ιεριχούς και από των αβαθών μερών του Ιορδάνου μέχρι των ακτών της Νεκράς Θαλάσσης. Οι άβατοι βράχοι, οίτινες εδέσποζον του στενού του άγοντος από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ ήσαν κρησφύγετον επικινδύνων ληστών· τα άγρια θηρία και οι κροκόδειλοι δεν είχον εκλίπει ακόμη από τους καλαμώνας τους παρά τας όχθας του Ιορδάνου· αλλ' όμως τα πλήθη εξεπορεύοντο προς αυτόν πανταχόθεν, και από της ιεράς Ιερουσαλήμ και από της μειδιώσης Γαλιλαίας και από των περιχώρων του Ιορδάνου, όπως ενωτισθώσι του ήχου της αλλοκότου εκείνης φωνής. Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις. Άνευ σκιάς εκφυλισμού, χωρίς τον ελάχιστον τόνον υποταγής, άνευ ενδοιασμών και άνευ φόβου, επετίμα τους τελώνας διά τας καταπιέσεις των· τους «στρατευομένους» διά την παράφορον βίαν των και διά τας παρανομίας των και διά την πλεονεξίαν των· τους πλουσίους Σαδδουκαίους και τους μεγαλοπρεπείς Φαρισαίους διά την προσήλωσίν των εις τους τύπους και διά την απιστίαν των, ήτις τους μετέβαλλεν εις «γεννήματα εχιδνών». Τον δε λαόν προειδοποίει ότι τα πολύτιμα προνόμιά του ήσαν κατά τι χειρότερον από μηδαμινά, αν τα εθεώρει άνευ μετανοίας άξια να τον προστατεύσουν από της μελλούσης οργής. Υπερηφανεύετο διά την πατριαρχικήν καταγωγήν του, έλεγεν ότι πατέρα είχε τον Αβραάμ· αλλ' ο Θεός, όπως είχε πλάσει εκ του χώματος τον Αδάμ, ούτω ηδύνατο εκ των λίθων εκείνων της ερήμου του Ιορδάνου να «εγείρη τέκνα τω Αβραάμ». Και οι ακροαταί ήκουον τον κήρυκα της αληθείας με συντετριμμένας καρδίας· και επειδή είχεν ορίσει το βάπτισμα ως σύμβολον της μετανοίας των και του εξαγνισμού των, «εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ' αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Είχεν όμως και άλλο τι να κηρύξη, ένα κήρυγμα πλέον παράδοξον και πλέον αυστηρόν, αλλά πλήρες ελπίδων· δι' εαυτόν δεν απήτει άλλο κύρος εκτός το του προδρόμου ενός άλλου· το βάπτισμά του το εθεώρει απλώς ως μύησιν εις την επικειμένην βασιλείαν των ουρανών. Όταν η πρεσβεία του Συνεδρίου, η εξ ιερέων και λευιτών το ηρώτησε τις ήτο, όταν όλος ο λαός διηρωτάτο ενδομύχως αν ήτο ο Χριστός, ο Ιωάννης ουδ' επί στιγμήν εδίστασε να είπη· ότι δεν ήτο ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε άλλος τις προφήτης. Ήτο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», και ουδέν πλέον· αλλά μετ' αυτόν, – και ήτο τούτο η αναγγελία, ήτις συνεκλόνει βαθύτατα τας καρδίας τον ανθρώπων, – ήρχετο Είς, «ος έμπροσθεν μου γέγονε, ότι πρώτος μου ην» – Είς, ούτινος δεν ήτο ικανός, ίνα λύση τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, – Είς, όστις δεν θα εβάπτιζεν εν ύδατι, αλλ' εν Πνεύματι Αγίω και Πυρί, – Είς, ου το πτύον ήτο εν τη χειρί αυτού, και όστις θα εκάθαιρε τελείως την άλωνα και θα συνήγε τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, αλλά θα κατέκαιε το άχυρον πυρί ασβέστω. Η ώρα της αιφνιδίας ελεύσεως του από πολλού ονειροπολουμένου, του από αιώνων ποθητού Μεσσίου είχε σημάνει. Ήτο πλησίον των φοβερός, ήτο μεταξύ των, αλλά δεν τον εγνώριζον.
Ούτω, η μετάνοια και η βασιλεία τον ουρανών ήσαν τα δύο κυριώτερα σημεία του κηρύγματος αυτού, και μολονότι δεν ηξίου το βραβείον ουδενός θαύματος, εν τούτοις ενώ ηπείλει τιμωρίαν εις τους υποκριτάς και όλεθρον εις τους κακούς, υπέσχετο ωσαύτως άφεσιν αμαρτιών εις τους μετανοούντας και την βασιλείαν τον ουρανών εις τους αγνούς και τους αναμαρτήτους. Προς το κήρυγμα τούτο και προς το βάπτισμα, κατά το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, προσήλθε και ο Ιησούς εκ της Γαλιλαίας. Ο Ιωάννης ήτο συγγενής του εξ αίματος, αλλ' αι περιστάσεις αι βιωτικαί τους είχαν χωρίσει τελείως. Ο Ιωάννης διήγαγε τον παιδικόν βίον αυτού εν τω οίκω του αγνού ιερέως, του πατρός του, εν τη πόλει Ιούτα, κατά την μεσημβρινήν εσχατιάν της χώρας του Ιούδα· ο Ιησούς είχε ζήσει εις πλήρη απομόνωσιν εν τω εργαστηρίω του τέκτονος, εις την κοιλάδα της Γαλιλαίας. Όταν ήλθε κατά πρώτον εις τας όχθας του Ιορδάνου, ο μέγας πρόδρομος, κατά την ιδίαν αυτού εμφαντικήν και δις επαναληφθείσαν μαρτυρίαν, δεν τον εγνώριζε. Και εν τούτοις, μολονότι ο Ιησούς δεν είχεν ακόμη αποκαλυφθή ως Μεσσίας εις τον μέγαν προφήτην, τον κηρύσσοντα την έλευσίν του, υπήρχε κάτι τι εις το βλέμμα του, κάτι τι εις το αναμάρτητον κάλλος των τρόπων του, κάτι τι εις το πάνδημον μεγαλείον της όψεώς του, όπερ είλκυσεν αμέσως την ψυχήν του Ιωάννου και εκυριάρχησεν αυτής. Διά τους άλλους ήτο ο αμάλακτος προφήτης· ηδύνατο και βασιλείς ακόμη να επιτιμήση· αφήρει το προσωπείον των Φαρισαίων μετ' αγανακτήσεως· αλλά προ της παρουσίας εκείνου, όλη η υψηλοφροσύνη του καταπίπτει. Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον. Ο Ιωάννης έκυψε προ του ακηλιδώτου ανθρώπου, πρωτού αναγκασθή ν' αναγνωρίση αυτόν ως Θεόν. Προσεπάθησε μετά ζέσεως να «διακωλύση» τον σκοπόν του Ιησού. Αυτός όστις είχε δεχθή τας εξομολογήσεις όλων των άλλων, μετά σεβασμού τώρα και ταπεινώς ποιείται την ιδίαν αυτού εξομολόγησιν. «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;»
Η απάντησις αύτη περιλαμβάνει τους δευτέρους λόγους, ους αναφέρεται ειπών ο Ιησούς, και αποτελεί τας πρώτας λέξεις της διδαχής του ενώπιον πολυαρίθμου κοινού: – Άφες άρτι· «ούτω γαρ πρέπον εστιν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην.»
«Θέλω ράνει επάνω σας καθαρόν ύδωρ και θέλω σας καθαρίσει»(Ιεζ. 36, 25) – τοιούτο φαίνεται να ήτο το κήρυγμα του Ιωάννου προς τους αμαρτωλούς, οίτινες μετενόουν ειλικρινώς.
Αλλ' αν ούτως είχε το πράγμα, διατί ο Κύριος ημών δέχεται το βάπτισμα από τας χείρας του δούλου του; Οι ίδιοι λόγοι του μας λέγουν το διατί: ήθελε να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην υποδεικνυομένην παρά του Θεού. Δεν εδέχετο το βάπτισμα ως συνέπειαν εξομολογήσεως, διότι ήτο αναμάρτητος· και υπό τοιαύτην έποψιν, προτού μάλιστα τον αναγνωρίση ως Χριστόν, ο Βαπτιστής σαφώς υπέδειξεν ότι η τελετή αύτη ήτο ως προς αυτόν εξαιρετική. Το εδέχθη ως επικυρωτικόν της αποστολής του μεγάλου προδρόμου του, ως ωραίον σύμβολον του ηθικού εξαγνισμού και ως ταπεινόν εγκαίνιον της διδασκαλίας του, ήτις δεν ήλθε να καταστρέψη τον νόμον, αλλά να πληρώση αυτόν. Αι ίδιαι λέξεις του αποκρούουν πάσαν ενδεχομένην παρερμηνείαν. Δεν λέγει «Οφείλω», αλλά «πρέπον εστιν ημίν». Δεν λέγει «χρείαν έχω βαπτισθήναι», ουδέ λέγει «χρείαν ουκ έχεις βαπτισθήναι υπ' εμού», αλλ' «άφες άρτι». Το βάπτισμα τούτο είναι αληθώς βάπτισμα μετανοίας.
Ούτω ο Ιησούς κατεβυθίσθη εις τα ύδατα του Ιορδάνου, – «προσευχόμενος», όπως τόσον χαρακτηριστικώς προσθέτει ο Λουκάς, – και τότε εδόθη άνωθεν το σημείον ότι αυτός ήτο «ο μέλλων να έλθη». Από τους σχισθέντας ουρανούς το Πνεύμα το Άγιον κατέβη εν είδει ακτινοβόλου περιστεράς και επτερύγισεν υπέρ την κεφαλήν του και φωνή εγένετο λαλούσα εις τα ώτα του Βαπτιστού.
– «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα».
«Μετά των θηρίων». – Τεσσαράκοντα ημέραι. – Η στιγμή της εξαντλήσεως. – Ο πρώτος πειρασμός. – Η πονηρία του. – «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος». – Αι προτάσεις του πειρασμού. – Το πτερύγιον του Ναού. – Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ – Η νίκη.
«Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον». Το ανθρώπινον πνεύμα του ήτο πλήρες ισχυρών συγκινήσεων, και εζήτησε την απομόνωσιν και ηθέλησε να μείνη μόνος με τον Θεόν και να βυθισθή άπαξ έτι εις λογισμούς διά το μέγα έργον του! Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, – και κατά την ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, – υπό του Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, – λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, – υπό του Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.
Μία παράδοσις, χρονολογουμένη από της εποχής των Σταυροφοριών, θέτει την σκηνήν του πειρασμού εις ένα όρος ουχί μακράν της Ιεριχούς, όπερ ωνομάσθη εκ τούτου «Τεσσαρακοντάς.» Γυμνόν και άνυδρον ως όρος κατηραμένον, ορθούται αποτόμως εν τω μέσω αυχμηράς και ερήμου πεδιάδος, και δεσπόζει των νεκρών και ασφαλτούχων υδάτων της Σοδομιτικής Θαλάσσης, εις εκπλήσσουσαν αντίθεσιν προς την μειδιώσαν γλυκύτητα του Όρους των Μακάρων και προς το διαυγές κρύσταλλον της Λίμνης της Γεννησαρέτ. Η φαντασία είδεν εις εκείνο το όρος κατάλληλον καταφύγιον των κακών πνευμάτων, ένα μέρος όπου, κατά την γλώσσαν των προφητών, εμφωλεύουν αι γλαύκες και χορεύουν οι σάτυροι.
Και ενταύθα ο Ιησούς, σύμφωνα με εκείνην την γραφικήν και κατανύσσουσαν έκφρασιν του δευτέρου Ευαγγελιστού, «ην μετά των θηρίων». Δεν τον επείραζον ταύτα. «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα». Ούτω είχε λαλήσει άλλοτε η φωνή της παλαιάς επαγγελίας· και εν τω Χριστώ όπως εις πολλά εκ των τέκνων του, η προφητεία εξεπληρώθη. Εκείνοι των οποίων η δειλή πίστις καταπτοείται προ του θαυμαστού, δεν έχουν αφορμήν ν' ανησυχούν ενταύθα. Δεν είναι φυσικόν να το προσβάλλουν τα θηρία αγρίως τον άνθρωπον, όστις είναι ο φυσικός αυτών δεσπότης, ουδέ το να φεύγουν τρομαγμένα προ αυτού. Ένας ποιητής έψαλλε μίαν τροπικήν νήσον «όπου η ζωή ήτο τόσον αγρία, ώστε ήτο ήμερος». Η μανία ή ο τρόμος των θηρίων αν και διαιωνισθείς διά του κληρονομικού ενστίκτου, ήρχισε το πρώτον ένεκα της σκληράς επιθέσεως του ανθρώπου· και αφθονούν τα ιστορικά παραδείγματα κατά τα οποία η αγριότης ενικήθη από την πραότητα, το μεγαλείον, την ευγένειαν του ανθρώπου. Δεν υπάρχει αναλόγου βαρύτητος λόγος όπως αποκρούσωμεν την κοινήν πεποίθησιν των πρώτων αιώνων, ότι τα θηρία της Θηβαΐδος έζων ελεύθερα και αβλαβή εν τω μέσω των αγίων ερημιτών, και ότι τα αγριώτερα και ωμότερα πλάσματα της φύσεως ήσαν ήμερα και φιλικά προς τον όσιον Γεράσιμον τον εν τω Ιορδάνη· τις δεν εγνώρισεν ανθρώπους των οποίων το βλέμμα γοητεύει τα πτηνά, και οίτινες δύνανται να πλησιάσουν άνευ του ελαχίστου κινδύνου τα αγριώτερα ζώα; Και δυνάμεθα να πιστεύωμεν ακραδάντως ότι η γοητεία την οποίαν ως άνθρωπος ήσκει ο Ιησούς επί των αλόγων πλασμάτων, τον επροφύλαξε παντός κινδύνου. Εις τας κατακόμβας και εις άλλα αρχαία μνημεία των πρώτων χριστιανών παριστάνεται κάποτε ως Ορφεύς γοητεύων με το άσμα του τα ζώα. Παν ό,τι είναι ωραίον και αληθές εις τας αρχαίας παραδόσεις εξεπληρούτο εν αυτώ, και ήτο σύμβολον του βίου του και του έργου του.
Και παρέμεινεν εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα. Ο αριθμός των ημερών τούτων απαντά επανειλημμένως εν ταις Γραφαίς, συνδεόμενος πάντοτε με γεγονότα πειρασμού, άτινα επακολουθεί η αμοιβή της νίκης. Είνε προδήλως ιερός και συμβολικός αριθμός, και ανεξαρτήτως άλλων περιστατικών μετ' αυτού συνδεομένων, τεσσαράκοντα ημέρας έμεινεν ο Μωυσής επί του όρους Σινά και ο Ηλιού εις την έρημον. Εν στιγμαίς μεγάλης εξάψεως ή βαθέων λογισμών, αι συνήθεις ανάγκαι του σώματος φαίνεται ως να μεταβάλλωνται ή επί στιγμήν εκλείπουν· και αν δεν πρέπει να λάβωμεν κυριολεκτικώς τας λέξεις του Λουκά «ουκ έφαγεν ουδέν», δυνάμεθα τουλάχιστον να υποθέσωμεν, ότι ο Ιησούς εύρισκε παν ό,τι ήτο αναγκαίον προς συντήρησίν του εις τους αγρίους καρπούς τους οποίους ηδύνατο να τω χορηγή η έρημος, αλλ' όπως και αν έχη το πράγμα, – ζήτημα άλλως τε μικράς σπουδαιότητος, – συντελεσθεισών των τεσσαράκοντα ημερών, ο Χριστός επείνασε. Και αύτη ήτο η στιγμή η κατάλληλος προς πειρασμόν. Κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα αι ηθικαί και πνευματικαί δυνάμεις του Ιησού υπέστησαν δεινήν έντασιν. Εις τοιαύτας υψηλάς στιγμάς εκστάσεως, ο άνθρωπος δύναται να υποβληθή εις απείρως καταπονητικόν μόχθον χωρίς να υποκύψη, και ο στρατιώτης ημπορεί να εξακολουθή πολεμών καθ' όλην την ημέραν αναίσθητος προ των τραυμάτων του και λησμονών αυτά. Όταν όμως ο ενθουσιασμός εξαντληθή και όταν η έξαψις εξατμισθή και όταν το καίον πυρ σβέση, όταν η Φύσις, κατάκοπος και εκνευρισμένη, ανακτά τα δικαιώματά της, – όταν εν ενί λόγω αρχίση η ισχυρά αντίδρασις, ήτις αφίνει τον πάσχοντα άνθρωπον εξηντλημένον και λιπόψυχον, – τότε είνε η ώρα του εσχάτου κινδύνου και είνε στιγμή κατά την οποίαν ο άνθρωπος πίπτει θύμα μιας δολεράς υποσχέσεως ή μιας τολμηράς εφόδου. (3) Και εις τοιαύτην στιγμήν ο Κύριος ημών απεδύθη εις πόλεμον κατά των δυνάμεων του Κακού και ενίκησεν.
Η πάλη δεν ήτο προδήλως απλή αλληγορία. Είνε περιττόν και ασεβές να θελήσωμεν να εξετάσωμεν την εξωτερικήν υπόστασιν του πειρασμού· περιττόν, διότι παν απόλυτον συμπέρασμα και πάσα οριστική απόφασις φαίνεται αδύνατος· ασεβές, διότι οι Ευαγγελισταί ήκουσαν το επεισόδιον από τα χείλη του Ιησού, ή από εκείνους εις τους οποίους το διεκοίνωσε, και ο Κύριος ημών αφηγήθη αυτό κατά τρόπον δυνάμενον να παράσχη την πλέον ζωηράν εντύπωσιν και ν' αποβή διδακτικόν μάθημα. Οι διάφοροι συγγραφείς έσχον διαφορετικήν έκαστος αντίληψιν του γεγονότος τούτου και της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Από του Ωριγένους μέχρι του Σλαϊερμάχερ μερικοί εθεώρησαν αυτό ως απλούν όραμα ή αλληγορίαν, – μίαν συμβολικήν περιγραφήν καθαρώς εσωτερικής πάλης· και την γνώμην ταύτην ησπάσθη μάλιστα και ο Καλβίνος, ο τόσον κυριολεκτικός και τόσον αυστηρός σχολιαστής. Επί του ζητήματος τούτου, – ζητήματος απλής ερμηνείας, έκαστος δύναται να έχη την γνώμην, ήτις φαίνεται εις αυτόν μάλλον συνάδουσα προς την αλήθειαν· το ουσιώδες όμως είναι ότι η πάλη υπήρξεν ισχυρά, προσωπική, πραγματική, – και ότι ο Χριστός χάριν ημών αντιπαρετάχθη, και κατέβαλε τας ανεγνωσμένας προσπαθείας του Σατανά.
Το ζήτημα αν ο Χριστός ήτο ή ου ικανός ν' αμαρτήση, – και διά να εκφρασθώμεν εις την γλώσσαν της σχολαστικής και θεολογικής εκείνης χώρας, εν τη οποία ηγέρθη και συνεζητήθη, το ζήτημα του αμαρτωλού ή αναμαρτήτου της ανθρωπίνης φύσεώς του, – είνε ζήτημα το οποίον ουδέποτε θα εγεννάτο εις απλοϊκόν και ευσεβές πνεύμα. Πιστεύομεν και γνωρίζομεν ότι ο Κύριος ημών ο ευλογητός ήτο αναμάρτητος, – ήτο ο Αμνός του Θεού ο άνευ ελαττωμάτων και ακηλίδωτος. Ποία προκύπτει εποικοδόμησις ή τι το όφελος εκ της συζητήσεως περί του αν το αναμάρτητον προκύπτει εκ του posse non peccare ή non posse peccare. Μερικοί, με ζήλον άκρατον και εν ταυτώ αμαθή, βλέπουν εις τον Χριστόν όχι μόνον το απολύτως αναμάρτητον, αλλά και φύσιν εις την οποίαν το αμαρτάνειν ήτο θεόθεν αδύνατον. Και εκ τούτου, τι; Αν η μεγάλη πάλη η προς τον Σατανάν, ήτο απλή απατηλή φαντασμαγορία, ποίον το όφελος όπερ δύναται να προκύψη δ' ημάς εκ ταύτης; Ποίαν ανακούφισιν ή ποίαν παρηγορίαν θα αισθανθώμεν, όταν γνωρίζωμεν ότι ο Κύριος ημών επάλαισεν όχι μόνον νικηφόρως, αλλά και χωρίς να διατρέξη τον ελάχιστον πραγματικόν κίνδυνον; Ότι όχι μόνον έμεινεν άτρωτος, αλλά και ότι δεν ήτο δυνατόν να λάβη το παραμικρόν τραύμα; Πού είναι το θάρρος του πολεμιστού, όταν γνωρίζη ότι αποδύεται εις ψευδή πόλεμον; Οι θέλοντες τοιουτοτρόπως να δοξάσουν Αυτόν μας στερούσιν ενός Χριστού ζωντανού, ενός Χριστού όστις ήτο, όσον Θεός τόσον και άνθρωπος, και υποκαθιστούν εις την θέσιν του ένα επικίνδυνον φάντασμα ανίκανον να εμπνεύση πίστιν και αγάπην.
Οθενδήποτε λοιπόν και αν προέρχεται η δοξασία αύτη, είτε εκ φαρισαϊκής ψευδοορθοδοξίας, σκοπούσης απλώς να καταδικάση την υποτιθεμένην αίρεσιν των άλλων, είτε εξ υπερβολικού σεβασμού μεταβληθέντος εις πνεύμα φόβου και δουλείας, ημείς πρέπει να προσέχωμεν μη τυχόν αναιρέσωμεν την αξιοπιστίαν των Γραφών, και, σχετικώς με το επεισόδιον τούτο, την αξιοπιστίαν αυτού του Χριστού, διά της υποθέσεως, ότι δεν υπέκειτο εις αληθή πειρασμόν. Απεναντίας υπέκειτο εις πειρασμούς τόσω μάλλον αλγεινοτέρους και βασανιστικωτέρους, όσον παρουσιάζοντο υπό το σχήμα αγωνίας εις μίαν φύσιν απείρως ισχυράν και απείρως αγνήν.
Και ο Ιησούς επειράχθη υπό του Κακού Πνεύματος. Η έρημος της Ιεριχούς και ο κήπος του χωρίου Γεθσημανή υπήρξαν οι άφωνοι μάρτυρες των δύο μεγαλειτέρων αγώνων του, καθ' ους απέκρουσε τας φοβερωτέρας εφόδους του εχθρού των ψυχών· αλλ' ουδέποτε καθ' όλην την ζωήν του την επίγειον υπήρξεν απηλλαγμένος πειρασμών, αφού άλλως εν τω κόσμω τούτω υπήρξε και αυτός άνθρωπος και αφού έπρεπε να καταλίπη εις ημάς αξιομίμητον παράδειγμα. «Υπήρξαν και πολλαί άλλαι περιστάσεις, καθ' ας επειράχθη», λέγει ο Άγιος Ευτύχιος. «Οι ισχυριζόμενοι ότι τρις μόνον επειράχθη ο Κύριος ημών, δεικνύουν ότι αγνοούσι τας Γραφάς», προσθέτει ο άγιος Βερνάρδος. Και παραπέμπει εις το έβδομον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εις την «προς Εβραίους Επιστολήν», 6, 15· ηδύνατο να παραπέμψη ασφαλέστερον εις την μαρτυρίαν του Λουκά, ότι όταν ο πειρασμός εν τη ερήμω τον αφήκεν, «απέστη απ' αυτού ά χ ρ ι κ α ι ρ ο ύ», τουτέστιν έως ότου παρουσιασθή νέα ευκαιρία καταλληλοτέρα. Εν τούτοις δυνάμεθα να πιστεύωμεν, ότι κατά την θριαμβευτικήν νίκην, κατά τον δεινόν εκείνον αγώνα του τον εν τη ερήμω, πας μεταγενέστερος πειρασμός μέχρι του τελευταίου επεσκίασε τόσον ελαφρώς την αναμάρτητον ψυχήν του, όσον επισκιάζουν τα ασθενή και παροδικά νέφη μίαν εαρινήν ημέραν, κυμαινόμενα ασταθώς εις το κυανούν στερέωμα χωρίς να δύνανται να το κηλιδώσουν. Ο Άγιος Θωμάς παριστάνει τας βαθμίδας της αμαρτίας αποτελουμένας, πρώτον από την σ κ έ ψ ι ν, ύστερον από την φ α ν τ α σ ί α ν, και κατόπιν από την στιγμήν την ατιμωτικήν, ήτις είναι η σ υ γ κ α τ ά θ ε σ ι ς· «και ούτω», προσθέτει, «ο πονηρός εχθρός εισέρχεται βήμα προς βήμα, αλλ' εντελώς, διότι δεν απεκρούσθη εις την πρώτην βαθμίδα». Αλλ' εις την καρδίαν του Χριστού δεν ηδύνατο να εισέλθη βαθμιαίως και να την κατακτήση, διότι από της πρώτης βαθμίδος είχεν αποκρουσθή αποτελεσματικώς.
Η εξάντλησις μακράς νηστείας θα είχεν επιδράσει επί του οργανισμού του Χριστού, εις την περίστασιν ταύτην περισσότερον ή άλλοτε. Έζη με ευγενή σκοπόν, όχι ως απομεμονωμένος ασκητής επιβάλλων εις εαυτόν στερήσεις και αλγηδόνας, αλλ' ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων. Επιβάλλει, δε την νηστείαν ως θετικήν υποχρέωσιν, και εις δύο χωρία του Ευαγγελίου την παραδέχεται ως τοιαύτην (Ματθ. 6, 16 – 9, 15). Γενικώς όμως γνωρίζομεν ότι έτρωγε και έπινε, και ότι δεν συνίστα την α π ο χ ή ν αλλά την ε γ κ ρ ά τ ε ι α ν. Μετά την νηστείαν του όθεν την τεσσαρακονθήμερον, όσον και αν υπεστήριζον τας δυνάμεις του οι βαθείς λογισμοί και η υπερφυσική βοήθεια, η πείνα την οποίαν ησθάνθη ήτο μεγάλη. Και τότε ήλθεν ο πειρασμός· υπό ποίον σχήμα, – αν ως πνεύμα σκότους ή ως άγγελος φωτός, αν υπό ανθρωπίνην μορφήν ή ως άυλος υποβολή – δεν γνωρίζομεν ούτε δυνάμεθα να καυχηθώμεν ότι είμεθα εις θέσιν να είπωμεν, αρκούμενοι απλώς εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων και, ουχί δογματικώς βεβαιούντες ότι αι εκφράσεις τούτων είναι κατά το μάλλον και ήττον αλληγορικαί. Ο σκοπός ημών είναι να επωφεληθώμεν των βαρυσημάντων ηθικών εκείνων μαθημάτων, τα οποία μόνον μας αφορώσι και άτινα μόνον είναι επιδεκτικά αδιαμφισβητήτου ερμηνείας.
«Ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος». Ούτως ωμίλησε κατά πρώτον ο πειρασμός. Ο Ιησούς επείνα, και «ο λίθος ούτος» ήσαν βεβαίως αι χαλικώδεις εκείναι πέτραι, αι γνωσταί υπό το όνομα «ιουδαϊκοί λίθοι», μερικαί εκ των οποίων έχουν ακριβώς το σχήμα μικρών άρτων, ενώ άλλαι ομοιάζουσαι με πέπονας παριστάνονται εν τη παραδόσει ως απολιθωμένοι καρποί από τας Πόλεις της Πεδιάδος. Το μαρτύριον της πείνης είναι τόσω μάλλον αλγεινόν, όσον διερεθίζεται από τας επιπροσθέτους βασάνους της φαντασίας. Και αν η ανωτέρω εικασία είναι ορθή, τότε και αυτό το σχήμα και αυτή η θέα των λίθων εκείνων υπεβοήθουν μεγάλως το καταχθόνιον και πονηρόν έργον του πειρασμού.
Ο πρώτος πειρασμός απηυθύνετο εις τας αισθήσεις. Ήτο μία πρόκλησις εις την όρεξιν, – μία παρόρμησις προς ικανοποίησιν της ταπεινής εκείνης φυσικής ανάγκης, ήτις υπάρχει εξ ίσου εις τον άνθρωπον και εις τα ζώα. Αλλ' αντί να γίνη με ένα απότομον ή απροκάλυπτον τρόπον, κολακεύοντα την αίσθησιν, περιεβλήθη ένα λεπτότατον πέπλον πονηρίας. Και ο Ισραήλ ωσαύτως είχε ταπεινωθή αφ' εαυτού και υπέφερεν εκ της πείνης εις την έρημον, και εκεί, εν τη εσχάτη αυτού ανάγκη, ο Θεός τον έθρεψε με μάννα, όπερ ήτο ωσεί τροφή αγγέλων πίπτουσα εξ ουρανού. Διατί και ο Κύριος ημών δεν επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν εν τη ερήμω; Ηδύνατο να το πράξη, αλλά διατί εδίστασε; Αν οι άγγελοι είχον αποκαλύψει εις την λιπόψυχον Άγαρ την πηγήν του Βεέρ-Λαχαί, – αν είχον βοηθήσει τον λιμοκτονούντα Ηλιού και έδειξαν εις αυτόν τροφήν, διατί και αυτός να μη επικαλεσθή την βοήθειαν των αγγέλων, ήτις τόσον προθύμως θα τω εχορηγείτο;
Πόσον δε βάθος κρύπτει η σοφία της απαντήσεως! Αναφερόμενος εις το μάθημα, το οποίον διδάσκει η πτώσις του μάννα, και παραπέμπων εις μίαν εκ των βαθυτέρων εμπνεύσεων της Παλαιάς Διαθήκης, ο Κύριος ημών απήντησε: «Γέγραπται, ότι ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού». Και το μάθημα το εγκλειόμενον εις τους λόγους τούτους, – μάθημα το οποίον ενισχύεται διά τόσον μεγάλου παραδείγματος, – είναι ότι δεν πρέπει ν' αφίνωμεν να μας οδηγούν αι ανάγκαι αι ταπειναί της ημετέρας φύσεως· είναι ότι δεν πρέπει να καταχρώμεθα της φύσεως ταύτης προς τον σκοπόν του ν' απολαμβάνωμεν παν αγαθόν· είναι ότι δεν ανήκομεν εις ημάς αυτούς και δεν δυνάμεθα να διαθέσωμεν κατά βούλησιν εκείνο το οποίον φανταζόμεθα ότι μας ανήκει· ότι και εκείνα ακόμη τα πράγματα, άτινα φαίνονται νόμιμα, δεν είναι αποτελεσματικά· ότι ο άνθρωπος έχει αρχάς υψηλοτέρας εν τω βίω του από την συντήρησιν του σώματος, όπως έχει και ύπαρξιν πολύ υψηλοτέραν της υλικής αυτού υπάρξεως. Ο φρονών ότι επ' άρτω μόνω ζώμεν, καθιστά την προμήθειαν του άρτου κύριον σκοπόν της ζωής του, αποφασίζει να προμηθεύηται αυτόν αντί πάσης θυσίας, είναι δυστυχής και εξανίσταται αγρίως, όταν προς στιγμήν στερηθή αυτού· και επειδή δεν ζητεί θειοτέραν τινά τροφήν, αφεύκτως θέλει αποθάνει της πείνης εν τω μέσω αυτού. Αλλ' ο γνωρίζων ότι ο άνθρωπος δεν ζη μόνον επ' άρτω, δεν απόλλυσι τοιουτοτρόπως, μόνον και μόνον διά να ζήση, παν ό,τι καθιστά την ζωήν προσφιλή. Όταν πράττη το καθήκον του, αναθέτει εμπιστευτικώς εις τον Θεόν την μέριμναν του να προμηθεύη αυτώ παν ό,τι είναι αναγκαίον προς συντήρησιν του σώματος, όπερ εκείνος έπλασε· θα ζητήση μετά περισσοτέρας θέρμης τον άρτον εκείνον τον εξ ουρανού, και το ζείδωρον εκείνο ύδωρ εκ του οποίου, όστις πίνει δεν διψά πλέον.
Και ούτω ο πρώτος αυτού πειρασμός ήτο ανάλογος κατά την διατύπωσιν προς τον τελευταίον χλευασμόν, τον απευθυνθέντα κατ' αυτού επί του σταυρού. «Ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού». Επί του σταυρού ο Ιησούς δεν απαντά· απαντά ενταύθα μόνον και μόνον, όπως εκφράση μίαν μεγάλην αρχήν αθάνατον. Δεν λέγει, «Θεού ειμί υιός». Εν τη βαθεία ταπεινοφροσύνη του, εν τη άκρα αυτοθυσία του, δεν έκρινε καλόν να στηριχθή επί της ισότητος αυτού προς τον Θεόν, «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσω Θεώ», αλλ' ηθέλησε να παραστήση εαυτόν ως ταπεινόν άνθρωπον. Νικά τον πειρασμόν όχι ως Θεός, αλλ' ως άνθρωπος.
Διαφορετικά παριστάνουν την σειράν των πειραγμάτων ο Ματθαίος και ο Λουκάς, καθόσον ο μεν πρώτος φέρει ως δευτέραν την σκηνήν επί του πτερυγίου του Ναού, ο δε δεύτερος το όραμα της βασιλείας του κόσμου. Αμφότεροι σφάλλονται χρονολογικώς· αλλ' από ηθικής απόψεως η διαφορά έχει μεγάλην σημασίαν και είναι διδακτική, διότι οι άνθρωποι, – κατά το λέγειν του Αγίου Θωμά του Ακουινάτου, – μεταπίπτουν ενίοτε από της υπερηφανείας εις τον πόθον και από του πόθου εις την υπερηφάνειαν. Και δυνατόν ο Λουκάς να ωρμήθη εις μίαν τοιαύτην κατάταξιν των διαφόρων πειρασμών εκ της σκέψεως, ότι ο πειρασμός ο απευθυνόμενος εις την ικανοποίησιν της υπερηφανείας και της φιλοδοξίας, ήτο λεπτότερος και συνεπώς ισχυρότερος του πειρασμού της πτώσεως. Αλλ' αι λέξεις «ύπαγε οπίσω μου Σατανά», αι αναφερόμεναι υπ' αμφοτέρων των Ευαγγελιστών, το γεγονός ότι μόνος ο Ματθαίος δίδει ένα ωρισμένον ειρμόν αφηγήσεως («Τότε», «και πάλιν») και ίσως ο λόγος ότι ο αυτός Ευαγγελιστής ως είς εκ των Αποστόλων, ήκουσε πιθανώς τον ίδιον Χριστόν αφηγούμενον την σκηνήν ταύτην, – προσδίδουν μεγαλείτερον βάρος εις την κατάταξιν ην κάμνει. Περιπλέον δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο πειρασμός ούτος είναι εντελώς αντίθετος του πρώτου. Ο Σατανάς, αποτυχών να παγιδεύση τον Ιησούν εις το αμάρτημα της δυσπιστίας, προσπαθεί να περιτυλίξη αυτόν εις το της αυτοπεποιθήσεως.
Ο Ιησούς ενίκησε τον πρώτον πειρασμόν διά της εκφράσεως απολύτου εμπιστοσύνης εις τον Θεόν. Κατανοήσας όθεν πονηρότατα την ψυχικήν διάθεσιν του Σωτήρος, ο Σατανάς εις τον επόμενον πειρασμόν, προυκάλεσεν αμέσως την απόλυτον ταύτην πεποίθησιν και εζήτησεν όπως εκδηλωθή αύτη όχι εν τη θεραπεία αμέσου τινός ανάγκης, αλλ' εν τη αποτροπή μεγάλου τινός κινδύνου. «Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού». Οι Ευαγγελισταί υπονοούσι βεβαίως κάποιον γνωστότατον πτερύγιον του γνωστοτάτου εκείνου κτιρίου· ίσως την στέγην της Β α σ ι λ ι κ ή ς Σ τ ο ά ς, κατά την μεσημβρινήν πλευράν του Ναού, ήτις ήτο εστραμμένη προς την κοιλάδα των Κέδρων, και ωρθούτο εις ύψος τόσον ιλιγγιώδες, ώστε, κατά τον Ιώσηπον, αν ετόλμα τις να κυττάξη κάτω, η κεφαλή του εσκοτίζετο από το αμέτρητον βάθος· ίσως το πρόστοον του Σολομώντος, την Ανατολικήν Στοάν, την οποίαν περιέγραψεν ωσαύτως ο Ιώσηπος, και από την οποίαν κατά την παράδοσιν κατεκρημνίσθη κάτω εις την αυλήν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου.
«Ει», – ο Σατανάς μεταχειρίζεται και πάλιν την αμφιβολίαν με τον σκοπόν του να διεγείρη εις τον κόσμον το πνεύμα της υπερηφανείας, – ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Και ο Σατανάς επικαλείται τας Γραφάς: «Γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Τόσον βαθύς και πονηρός ήτο ο πειρασμός ούτος. Και ούτω, αφού ο Ιησούς επεκαλέσθη εις την πρώτην απάντησίν του τας Γραφάς, τας επεκαλέσθη ωσαύτως και ο διάβολος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του. Καθόσον δεν υπήρχε τίποτε το κοινόν, ουδέν το εγωιστικόν, ουδέν το σαρκικόν εις το δεύτερον τούτο πείραγμα. Ήτο μία έκκλησις ουχί προς ικανοποίησιν φυσικών ορέξεων, αλλ' εις διεστραμμένα διανοητικά ένστικτα. Και δεν μας αποδεικνύει η ιστορία των αιρέσεων και η ιστορία των κομμάτων και των εκκλησιών, ότι χιλιάδες ανθρώπων οίτινες δεν ήθελόν ποτε διολισθήσει εις την κατωφέρειαν του κορεσμού της σαρκός, ερρίφθησαν εν τούτοις επιδεικτικώς εις ασκόπους κινδύνους και κατεκρημνίσθησαν θρυμματισθέντες εκ του πτερυγίου της πνευματικής υπερηφανείας; Και πόσον ήρεμος, αλλά και πόσον σημαντική, υπήρξεν η απλή εκείνη απάντησις: «Πάλιν γέγραπται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου». Ο εστι δεν πρέπει να πειράζης αυτόν μέχρις εσχάτων· δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι τα πάντα δύναται να πράξη προς χάριν σου· δεν πρέπει να ζητής την θαυμαστήν επέμβασίν του, όπως σε σώση από την ιδίαν οίησίν σου και την τρέλλαν σου· δεν πρέπει να υποβάλλης την δύναμίν του εις δοκιμασίαν. Όταν βαδίσης την οδόν του καθήκοντος, επαναπαύου εις αυτόν μετά της μεγαλειτέρας εμπιστοσύνης. Και ο Ιησούς ούτε καν υπενίσσεται τον φαινομενικόν κίνδυνον τον οποίον διατρέχει. Ο κίνδυνος ο μη εκζητηθείς είναι η σωτηρία. Οι λόγοι του πειρασμού υπήρξαν ωσεί μία εκμυστήρευσις της ιδίας αυτού αδυναμίας. – «Βάλε σεαυτόν κάτω». Δεν είχε την δύναμιν να εκσφενδονίση εις το κενόν από του ιλιγγιώδους εκείνου ύψους Εκείνον, τον οποίον επροστάτευεν ο Θεός. Η εκ της Γραφής περικοπή ήτο αληθής, αν και διέτρεψεν αυτήν. Ουδείς πειρασμός, όσον μέγας και αν είναι, έχει ως συνέπειαν αναπόφευκτον την αμαρτίαν. Διά πάντα πειρασμόν ο Θεός επιφυλάσσει και τα μέσα της σωτηρίας.
Νικηθείς εις την προσπάθειάν του εκείνην, όπως επωφεληθή της πείνης και διεγείρη την πνευματικήν υπερηφάνειαν, ο Σατανάς ηθέλησε να εκμεταλλευθή «την τελευταίαν αδυναμίαν των ευγενών πνευμάτων». Από υψηλού όρους, έδειξεν εις τον Χριστόν πάσας τας βασιλείας της οικουμένης και την δόξαν αυτών, και ως κοσμοκράτωρ, και ως βασιλεύς του κόσμου τούτον τας προσέφερεν όλας εις Εκείνον, όστις μέχρι τούδε είχε διαγάγει την ζωήν του χωρικού, την ζωήν του τέκτονος, ως αμοιβήν μιας λέξεως υποταγής, ως αμοιβήν αναγνωρίσεώς του υπό του Ιησού.
«Την βασιλείαν του κόσμου και την δόξαν αυτών».
«Υπάρχουν πολλοί οίτινες θα είπουν», λέγει ο Επίσκοπος Άνδριους, «ότι ουδέποτε πειραζόμεθα υπό του πόθου της Βασιλείας. Εν τούτοις ο Χριστός υπέκειτο εις τοιούτον πειρασμόν το πνεύμά του το μέγα, το πνεύμα του το υψηλόν δεν ήτο δυνατόν να αισθάνεται τον πειρασμόν των μικρών, των ευτελών πραγμάτων. Αλλά δεν συμβαίνει το αυτό και δι' ημάς, οίτινες εκτιμώμεν ολιγώτερον τους ιδίους εαυτούς. Έχομεν μικράς και ταπεινάς φιλοδοξίας· ο Σατανάς ημπορεί να μας αγοράση ευθυνά. Δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να μας συναρπάση μέχρι του ύψους ενός όρους. Το πτερύγιον είναι πολύ υψηλόν, μία κατωτέρα βαθμίς δύναται κάλλιστα να εξυπηρετήση τους σκοπούς του Σατανά. Ας μη μας μεταφέρη μάλιστα έξω των οικιών μας· ας σταθώμεν εις το παράθυρόν μας ή εις την θύραν μας· αν μας προσφέρη ότι δυνάμεθα εκείθεν να ίδωμεν, θα υποκύψωμεν εις τον πειρασμόν· θα αποδεχθώμεν την προσφοράν και μάλιστα θα τον ευχαριστήσωμεν. Ολίγα χρήματα, έν ζεύγος υποδημάτων, έν φόρεμα, κάτι τι ευτελές, θα μας ρίψη γονυπετείς προ των ποδών του Διαβόλου.»
Αλλ' ο Χριστός εδίδαξε, τι ωφελεί τον άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την εαυτού ψυχήν;
Έζη τότε είς άνθρωπος, διά τον οποίον δύναται να λεχθή άνευ υπερβολής, ότι εδέσποζεν ολοκλήρου του κόσμου. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Τιβέριος ήτο εκείνην την εποχήν ο κραταιότερος των συγχρόνων του, ο απόλυτος, ο μέγας παντοκράτωρ και μέγας δεσπότης παντός ό,τι ωραιότερον και πλουσιώτερον υπήρχεν εις τα βασίλεια της γης. Ουδείς φραγμός υπήρχεν εις την δύναμίν του, ουδέν όριον εις τον πλούτον του και εις τας ηδονάς του. Και διά να δίδεται μάλλον ελευθέρως εις την αχαλίνωτον απόλαυσιν των τρυφηλών οργίων του, έκτισεν ανάκτορον εις έν εκ των ωραιοτέρων μερών της επιφανείας της γης, υπό την σκιάν του κοιμωμένου ηφαιστείου, εις μίαν μαγευτικήν νήσον, υπό το γλυκύτερον κλίμα του κόσμου. Τι καλόν προέκυψεν εξ όλων τούτων; Ήτο, όπως αποκαλεί αυτόν ο Πλίνιος, «ο ομολογουμένως μάλλον τεθλιμμένος των ανθρώπων». Και εκείθεν από την οικίαν εκείνην των κρυπτομένων ατιμιών του, από εκείνην την νήσον, όπου είχε προσπαθήσει να εύρη την ευτυχίαν εις μίαν εγωιστικήν ζωήν πλήρη απολαύσεως και ηδονών, έγραψε προς την δουλόφρονα και διεφθαρμένην Σύγκλητόν του: «Αν γνωρίζω τι να σας γράψω, ή τίνι τρόπω να σας γράψω, ή εν γένει τι να μη γράψω τώρα, οι θεοί και αι θεαί να με καταστρέψουν χειρότερον παρ' όσον αισθάνομαι ότι καταστρέφομαι καθ' εκάστην». Σπανίως ο κόσμος έσχε μεγαλειτέραν απόδειξιν ότι τα πλουσιώτερα δώρα του δεν είναι παρά χρυσός όστις κατατρίβεται εις κόνιν, και τα πλέον κολοσσαία οικοδομήματα της προσωπικής λαμπρότητος και του μεγαλείου είναι φραγμοί, τους οποίους η δυστυχία συντρίβει με την αυτήν ευκολίαν με την οποίαν τα κύματα του Ατλαντικού σαρόνουν ένα σωρόν άμμου εις την ακτήν.
Και πάντοτε εις τοιαύτην αμηχανίαν και εις τοιαύτην αγωνίαν καταλήγει η αμαρτωλός κατοχή του πλούτου, η συγκέντρωσις πάσης εξουσίας. Τοιαύτη είναι η αναλλοίωτος Νέμεσις της αχαλινώτου φιληδονίας. Δεν χρησιμοποιεί τους οφιοειδείς πλοκάμους των μυθολογουμένων Εριννύων. Η ένοχος και υπό τύψεων ταρασσομένη συνείδησις είναι το μόνον όργανον της εκδικήσεως· και «αν ο κόσμος όλος ήτο είς μέγας χρυσόλιθος», και αν ο χρυσόλιθος ούτος ήτο αποκλειστικόν ημών κτήμα, πάλιν δεν θα ήρκει να μας παρηγορήση και να αντισταθμίση μίαν μόνον ώραν εσωτερικής βασάνου και αγωνίας.
Αλλ' ο κληρονομών την βασιλείαν των ουρανών δεσπόζει ευρυτέρων και αληθεστέρων κόσμων, και είναι απείρως ευτυχέστερος διότι είναι απείρως αγνότερος. Και εις την βασιλείαν ταύτην, από την οποίαν αποκλείεται ο «ακάθαρτος κόσμος» του Αγίου Αυγουστίνου, ο Σατανάς ουδεμίαν έχει επιρροήν και δύναμιν. Είναι η Βασιλεία του Θεού· και αφού ο άνθρωπος δεν δύναται να λάβη το παραμικρόν δώρον από τον Σατανάν χωρίς να υποβάλη την ψυχήν του εις την βάσανον της υποταγής, η απάντησις εις πάντα πειρασμόν του είναι η απάντησις του Χριστού: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Γέγραπται γαρ: «προσκυνήσεις Κύριον τον Θεόν σου και αυτώ μόνω λατρεύσεις».
Και ούτω ο Χριστός εξήλθε νικητής, χάρις εις εκείνην την αυταπάρνησίν του ήτις μόνη δύναται να εξασφαλίση την νίκην. Ο Σατανάς μάτην τον είχε πειράξει· μάτην επετέθη κατά του προσώπου του, κατά της φύσεως αυτού, κατά της δυνάμεως την οποίαν είχεν ο Χριστός να επικαλήται την εξ ύψους βοήθειαν. Ενικήθη. Αι στιγμαί μιας τόσον ευγενούς πάλης, στεφομένης υπό της νίκης, είναι αι γλυκύτεραι και ευτυχέστεραι εν τω βίω ενός ανθρώπου· είναι πλήρης εξάρσεως και ηδονής, ήτις δύναται να περιγραφή μόνον διά της γλώσσης των αγγέλων.
«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν», λέγει ο Λουκάς, «ο διάβολος απέστη απ' αυτού», αν και ουχί οριστικώς, αλλά «άχρι καιρού», ή απλούστερον, μέχρις ου παρουσιασθή και πάλιν η κατάλληλος ευκαιρία. Μάτην είχεν εξαντλήσει όλους τους πειρασμούς του, πειρασμούς σαρκός, πειρασμούς οφθαλμού, πειρασμούς υπερηφανείας. Εν τέλει «απέστη απ' αυτού».
«Και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ». Και ήτο μία ιδιαιτέρα ευχαρίστησις και μία ιδιάζουσα τιμή διά τα πνεύματα εκείνα τα στελλόμενα προς διακονίαν παντός κληρονόμου της σωτηρίας, να διακονούν τον Κύριον της Σωτηρίας.
Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου. – «Ο αμνός του Θεού». – Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης. – Σίμων. – Προσωπική επιρροή του Ιησού. – Φίλιππος. – Ναθαναήλ. – «Υπό την συκήν».
Και αφού ενίκησε τον πειρασμόν και εξήλθε σώος και αμόλυντος εκ της μεγάλης εκείνης δοκιμασίας, ο Σωτήρ εγκατέλιπε την έρημον και επανέκαμψεν εις τας όχθας του Ιορδάνου.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια, άτινα περιγράφουν μόνον την εν Γαλιλαία διδασκαλίαν, χρονολογουμένην από της φυλακίσεως του Ιωάννου, παραλείπουν πάντα τα μεσολαβούντα γεγονότα και μνημονεύουν μόνον την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν (Ματ. 4, 12). Αλλ' εις τον τέταρτον Ευαγγελιστήν οφείλομεν την ωραίαν περιγραφήν των ημερών, αίτινες επηκολούθησαν αμέσως τον πειρασμόν του Σατανά. Ούτω η εν Ιουδαία διδασκαλία φέρεται υπ' αυτού το πρώτον εις φως. Ο Ιωάννης φαίνεται ως να είχε διαρκώς υπ' όψει το να μη αφηγηθή τίποτε εκ των όσων δεν είδεν ιδίοις όμμασι, και υπάρχουν σαφείς τινες ενδείξεις, ότι ο Ευαγγελιστής συνεδέετο ιδιαιτέρως με την Ιερουσαλήμ (Ιω. 19, 27 – 18, 16). Ο Ιωάννης ήτο αλιεύς το επάγγελμα, και δεν είνε απίθανον, αφού η Ιερουσαλήμ επρομηθεύετο μεγάλην ποσότητα ιχθύων εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, να μετέβαινεν εκεί εις ωρισμένας εποχάς και να εβοήθη το πατέρα του και τον αδελφόν του εις τας εργασίας των. Ούτοι ως ιδιοκτήται ιδίου αλιευτικού πλοίου και προϊστάμενοι πολλών εμμίσθων εργατών, κατείχον προφανώς καλήν κοινωνικήν θέσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Ιωάννης είνε ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις εξιστορεί την προσχώρησιν των πρώτων Αποστόλων εις τας αρχάς του Ιησού, και αφηγείται μάλιστα όλα εκείνα τα επεισόδια μετά των λεπτομερειών και της γραφικής τρυφερότητος ανθρώπου εις την ψυχήν και εις την καρδίαν του οποίου αφήκαν βαθυτάτην εντύπωσιν.
Η εξ ιερέων και Λευιτών πρεσβεία του Συνεδρίου, περί ης εγένετο λόγος ανωτέρω, απεστάλη εις τον Βαπτιστήν την προτεραίαν της επανόδου του Κυρίου ημών εκ της ερήμου· και όταν ο Ιωάννης είδε την ακόλουθον ημέραν πλησιάζοντα τον Ιησούν, εμαρτύρησε δημοσία ότι Αυτός ήτο «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Αν ο Βαπτιστής υπενόει τον αμνόν του Πάσχα, ή τον αμνόν της πρωινής και της εσπερινής θυσίας, αν η λέξις κόσμος είναι απλή εκδοχή της Ελληνικής λέξεως «λαός», αν αντελαμβάνετο την βαθείαν σημασίαν των λόγων του ή ωμίλει εξ απλής προφητικής εμπνεύσεως, – δεν δυνάμεθα να είπωμεν.
Όσον όμως σημαντική και αν ήτο η προφητεία του εκείνη, φαίνεται ότι την πρώτην ημέραν δεν επέφερεν άμεσόν τι αποτέλεσμα. Την επαύριον όμως ενώ ο Βαπτιστής «ειστήκει πάλιν» εν τω μέσω δύο μαθητών του, είδε τον Ιησούν περιπατούντα, και προσηλώσας επ' αυτού εκστατικόν και φλογερόν όμμα, ανεφώνησεν εκ νέου, ωσεί υπό ακουσίου τρόμου και θαυμασμού συσχεθείς: «Ίδε ο αμνός του Θεού!»
Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;
Ήτο ήδη η αρχή της διδασκαλίας του· και οι μαθηταί του Βαπτιστού δεν ηδύναντο ακόμη να γνωρίζουν τις πράγματι ήτο· δεν είχον ακούσει μέχρι τούδε τους γλυκείς λόγους, οίτινες έρρεον εκ του στόματός του· ήρχοντο προς αυτόν ίσως εξ απλής περιεργείας· εξ άλλου όμως δυνατόν να τους έφερε προς αυτόν μία ακαταμάχητος εσωτερική ώθησις.
Πόσον όμως βαθεία και πλήρης σημασίας είναι η ερώτησις του Χριστού. Είς από τους μεγαλειτέρους αγίους της Δυτικής Εκκλησίας, ο Άγιος Βερνάρδος, συνείθιζε να προοιδοποή εαυτόν διά της μεγάλης ταύτης ερωτήσεως: Ber! narde, ad quid venisti? – «Βερνάρδε προς τίνα σκοπόν ήλθες ενταύθα;» Προκειμένου να εξετάση τις εαυτόν, προκειμένου ν' ανιχνεύση εντός της συνειδήσεώς του, δεν υπάρχει βαθυτέρα ερώτησις· όλη όμως η σημασία της συνεκεντρούτο εις δύο απλάς λέξεις: «Τι ζητείτε;»
Οι νεαροί Γαλιλαίοι δεν ηδύναντο βεβαίως πρώτην φοράν να εισχωρήσουν εις το βαθύ νόημα τον λόγων του Ιησού και ν' απαντήσουν καταλλήλως. Απεδείκνυεν όμως η απάντησίς των την δίψαν ήτις τους εφλόγιζε να μάθουν και να φωτισθούν. «Διδάσκαλε», είπον (και ο τίτλος ο τιμητικός ον απένειμαν εις τον Ιησούν, εδείκνυεν οπόσον βαθείαν αίσθησιν είχεν εμποιήσει εις αυτούς η παρουσία του) «πού μένεις;»
Πού έμενε δεν γνωρίζομεν. Ίσως εις μίαν προσωρινήν καλύβην, κατεσκευασμένην με κλάδους και φύλλα. Και ούτω φαίνεται ότι εστεγάζοντο και όλα εκείνα τα πλήθη άτινα είχον συρρεύσει πανταχόθεν εις το βάπτισμα του Ιωάννου. «Λέγει αυτοίς, έρχεσθε και ίδετε.» Αι λέξεις ήσαν πάλιν απλούσταται, αν και απαντώσιν εις χωρία εγκλείοντα βαθύτατα νοήματα. Τώρα όμως είχον αποτέλεσμα πλέον ή άλλοτε αξιοσημείωτον. Ήλθον και είδον πού έμενεν ο Ιησούς, και επειδή ήτο τότε ωσεί τετάρτη μετά μεσημβρίαν, έμειναν παρ' αυτώ την ημέραν εκείνην· και πιθανώς εκοιμήθησαν παρ' αυτώ την νύκτα εκείνην· και προτού ο ύπνος κλείση τα βλέφαρά των, εγνώριζον και ησθάνοντο εις τα μύχια της καρδίας των ότι η βασιλεία των ουρανών είχεν έλθει, ότι αι ελπίδες των αιώνων τώρα είχον πληρωθή, ότι ευρίσκοντο προ Εκείνου, τον οποίον επόθουν όλα τα έθνη, προ του Ιερέως του μεγαλειτέρου του Ααρών, του προφήτου του μεγαλειτέρου του Μωυσέως, του βασιλέως του μεγαλειτέρου του Δαυίδ, του αληθούς Αστέρος του Ιακώβ και Σκήπτρου του Ισραήλ.
Είς εκ των δύο εκείνων νέων, οίτινες τόσον ενωρίς προσεχώρησαν εις Χριστόν, ήτο ο Ανδρέας. Ο άλλος παρέλειψε το όνομά του, διότι ήτο ο αφηγούμενος το επεισόδιον, ο αγαπητός μαθητής, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ουδέν θαυμαστόν αν αι παραμικροτέραι λεπτομέρειαι, μέχρι και αυτής της ώρας της συναντήσεως, έμειναν εντετυπωμέναι εις την μνήμην του αλησμόνητοι μέχρι γήρατος.
Πρώτη φροντίς του Ανδρέα ήτο να εύρη τον αδελφόν του Σίμωνα και να αναγγείλη εις αυτόν το μέγα «Εύρηκα». Ωδήγησεν αυτόν εις τον Ιησούν, και ο Ιησούς εμβλέψας προς αυτόν ζωηρώς με το υπέροχον εκείνο όμμα, όπερ εισέδυε μέχρι των μυχιωτέρων σκέψεων, εννοήσας δι' ενός μόνου βλέμματος όλην την αδυναμίαν του χαρακτήρος, αλλά και όλον το έκλαμπρον μεγαλείον του ταπεινού εκείνου αλιέως, είπεν εις αυτόν αποδούς όνομα, βραδύτερον έμελλε να επικυρωθή τόσον πανδήμως: «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά· συ κληθήση Κηφάς·» δηλαδή: «Συ είσαι ο Σίμων, ο υιός της π ε ρ ι σ τ ε ρ ά ς· από τούδε και εις το εξής θα είσαι ως ο βράχος εις τον οποίον η περιστερά κτίζει την φωλεάν της». Ο Ιησούς έπαιζε βεβαίως με την λέξιν, αλλά το λογοπαίγνιον ήτο συμβολικόν και βαθύτατον. Μόνον οι ανόητοι και οι αμαθείς θα ίδουν εις τούτο παρεκτροπήν από της αξιοπρεπείας του Χριστού. Η κεκρυμμένη σημασία των λέξεων υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας συμβολική διά τους Ιουδαίους, οίτινες εθεώρουν την γλώσσαν των όχι ολιγώτερον ιεράν των πολυτίμων λίθων των κοσμούντων τα στήθη του Ααρών. Η πεποίθησίς των επί την μυστικήν παντοδυναμίαν των ήχων, η δοξασία ότι αι λέξεις υπεδήλουν το πεπρωμένον ενός ανθρώπου και τον επί γης προορισμόν αυτού, ημπορεί να φανούν ανόητοι εις τους τυχόντας τεχνικής μορφώσεως, υπήρξαν όμως καθ' όλους τους αιώνας μεγάλοι φιλόσοφοι, οίτινες απέδωκαν εις αυτάς την πρέπουσαν σημασίαν.
Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, – είς Ιωάννης τόσον φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του Σωτήρος! Πώς συνέβη, ώστε εις μίαν αιφνιδίαν αποκάλυψιν, εις ένα απρόοπτον κύμα εμπνεύσεων, ν' αναγνωρίσουν εν τω προσώπω του τέκτονος της Ναζαρέτ τον Μεσσίαν της προφητείας, τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα του Κόσμου;
Αναμφιβόλως εκ των όσων περί Αυτού εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, αλλ' ίσως και εκ μόνου του βλέμματός του. Επί του ζητήματος τούτου η παράδοσις ποικίλλει σημαντικώς· και αφού τόσον ενέχει ενδιαφέρον, δεν είναι άσκοπον να ενδιατρίψωμεν ολίγον επ' αυτού.
Οι μελετήσαντες τας μεσαιωνικάς εικόνας του Χριστού παρετήρησαν βεβαίως, ότι τινές εκ τούτων είναι αισχρώς και απεχθώς βδελυραί, ενώ άλλαι παρουσιάζουν μίαν σύλληψιν του πλέον αιθερίου και πλέον ερασμίου ιδεώδους του ανθρωπίνου κάλλους. Πόθεν προήλθεν η περίεργος αύτη διαφορά;
Προήλθεν εκ των προφητικών χωρίων, άτινα ενομίσθησαν ότι υπεδείκνυον την εμφάνισιν του Μεσσίου καθώς και την ζωήν αυτού.
Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων, συνειθισμένη εις την υπέροχον τελειότητα με την οποίαν η γλυπτική περιέβαλε τας ωραίας συλλήψεις των νεωτέρων θεών του Ολύμπου, και γνωρίζουσα εκτός τούτου την απαισίαν διαφθοράν την οποίαν ασκεί πάσα φιλήδονος φαντασία, έλαβεν ως ιδεώδες, διά να παραστήση το πρόσωπον του Χριστού, τας μελαγχολικάς εικόνας των προφητών Ησαΐα και Δαυίδ, εικόνας πασχόντων εξορίστων, ταπεινών και εξηντλημένων. Το κάλλος του, λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός ήτο εν τη ψυχή του και εις τας πράξεις του, αλλά σωματικώς ο Ιησούς ήτο ταπεινός. Ιουστίνος ο Μάρτυς παριστά τον Χριστόν αειδή, άδοξον, άτιμον. «Το σώμα του» λέγει ο Ωριγένης, «ήτο μικρόν και δυσειδές και αγενές.» «Το σώμα του», λέγει ο Τερτυλλιανός δεν είχε καμμίαν ανθρωπίνην ωραιότητα, και κατά πολύ ισχυρότερον λόγον ουδεμίαν ουρανίαν λαμπρότητα.» Ο εθνικός Κέλσιος, ως πληροφορούμεθα εκ του Ωριγένους, εποφελείτο της πατροπαραδότου ταύτης σωματικής ποταπότητος και ασχημίας διά ν' αποκηρύσση την εκ Θεού καταγωγήν του. Η άμιλλα αύτη όπως παριστάνεται ο Χριστός όσον το δυνατόν δυσειδέστερος, προέβη μάλιστα και περαιτέρω. Τον εφαντάσθησαν και λεπρόν ακόμη, αυτόν τον τόσους θεραπεύσαντα λεπρούς.
Εξ αντιδράσεως αφ' ετέρου προς τας αηδείς ταύτας φαντασιοπληξίας, υπήρξαν πολλοί οίτινες υπεστήριζον ότι ο Ιησούς, ως προς το είδος το ανθρώπινον, αντικατώπτριζε πιστώς την γοητείαν της μορφής και το κάλλος του Δαυΐδ, του μεγάλου προγόνου του· και ο Άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγουστίνος επροτίμων να εφαρμόζουν εις αυτόν τας λέξεις των Ψαλμών: «Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων.» Φυσικόν ήτο, αφού ελλείπουν θετικαί αποδείξεις, ν' αποκτήση η γνώμη αύτη περισσοτέρας συμπαθείας, και να εμπνεύση όλας τας εκείνας τας περιγραφάς της ποιήσεως, τας πλήρεις μεγαλείου και συμπαθείας, και όλας εκείνας τας αναπαραστάσεις του Χριστού τας οποίας βλέπομεν εις τα μεγάλα ζωγραφικά έργα του Φρα Αντζέλικο, του Βερναρδίνου Λουίνη, του Λεονάρδου Βίντσι, του Ραφαήλ και του Τιτιανού.
Ανεξαρτήτως πάσης παραδόσεως δυνάμεθα ασφαλώς να πιστεύωμεν ότι ουδέν υπήρχε το δυσειδές ή το απεχθές, – ότι απεναντίας υπήρχε κάτι το ωραίον, ως λέγει ο Άγιος Ιερώνυμος, – εις το φθαρτόν περίβλημα όπερ ενέκλειε μίαν Αιωνίαν θεότητα και μίαν Άπειρον Αγιότητα. Παν αληθές κάλλος είνε «το μυστήριον της θεότητος», και συνείδησις τόσον ακηλίδωτος, πνεύμα τόσον αρμονικόν, ζωή τόσον αγνώς ευγενής, δεν ηδύναντο παρά ν' αντανακλώνται εις τους τρόπους και εις το πρόσωπον του Υιού του Ανθρώπου. Ουδαμού ευρίσκομεν βεβαίως υπαινιγμόν τινα σχετικόν προς το θέλγητρον τούτο της μορφής, όπως ευρίσκομεν εν τη περιγραφή του νεαρού Αρχιερέως Αριστοβόλου, τον οποίον ο Ηρώδης εδολοφόνησεν· αλλ' αφ' ετέρου δεν ευρίσκομεν εις την γλώσσαν των εχθρών του και μίαν λέξιν ή ένα υπαινιγμόν όστις ηδύνατο να βασισθή επί της δυσμορφίας του Χριστού. Εκείνος περί του οποίου ο Ιωάννης εμαρτύρησεν ότι ήτο ο Χριστός, – Εκείνος, ον τα πλήθη μετά χαράς θα καθίστων Βασιλέα των, – Εκείνος, τον οποίον η αγία πόλις εχαιρέτισε διά θριαμβευτικών κραυγών ως Υιόν του Δαυίδ, – Εκείνος, τον οποίον υπηρετούν αι γυναίκες μετά τόσον βαθείας ευλαβείας και τοιαύτης αφοσιώσεως, και ούτινος η μορφή επλήρωσεν εις μίαν τεταραγμένην εικόνα ονείρου την φαντασίαν μιας Ρωμαίας δεσποίνης με τρόμον και ενδιαφέρον, – Εκείνος, όστις με δύο μόνον λέξεις ηνάγκασε τον Φίλιππον και τον Ματθαίον και πολλούς άλλους να καταλίπουν το παν και να τον ακολουθήσουν, – Εκείνος, ούτινος έν μόνον βλέμμα συνέτριψε την αγωνιωδώς μετανοούσαν καρδίαν του Πέτρου, – Εκείνος, προ της παρουσίας του οποίου οι κατειλημμένοι υπό δαιμονίων εθεραπεύοντο και εις την ερώτησιν του οποίου, εν αυτή τη κρίσει της αδυναμίας του, οι αγριώτατοι εχθροί του κατελήφθησαν υπό τρόμου και έπεσαν κατά γης εις μίαν στιγμήν καθ' ην η λύσσα των είχε κορυφωθή, – δεν ηδύνατο να στερήται του προσωπικού μεγαλείου Προφήτου και Ιερέως. Όλα τα γεγονότα της ζωής του λαλούσι πειστικώς περί της δυνάμεως εκείνης του χαρακτήρος, και της καρτερικότητος και της αξιοπρεπείας και της ηλεκτρικής επιρροής, προσόντα τα οποία ουδείς δύναται να έχη, αν δεν είναι πεπροικισμένος με μεγάλα ανθρώπινα και πνευματικά δώρα. «Βεβαίως», λέγει ο Άγιος Ιερώνυμος, «φλοξ πυρός και λαμπρότης άστρου απήστραπτεν εκ του οφθαλμού του, και το μεγαλείον της θεότητος έλαμπεν εις το πρόσωπόν του». Η περιγραφή αύτη δύναται να θεωρηθή ακριβής· διότι η λέξις «θάμβος» είναι έκφρασις την οποίαν συχνάκις μεταχειρίζονται οι Ευαγγελισταί, όπως εκφράσουν το αποτέλεσμα όπερ είχεν η παρουσία του εις τους εχθρούς και φίλους του.
Η τρίτη ημέρα μετά την επάνοδον εκ της έρημου φαίνεται ότι κατηναλώθη υπό του Ιησού εις συζητήσεις μετά των νέων μαθητών του. Την επαύριον ηθέλησε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν, και καθ' οδόν συνήντησε και άλλον αλιέα, τον Φίλιππον τον από Βηθσαϊδά. Εξ όλων των Αποστόλων μόνος ο Φίλιππος είχεν ελληνικόν όνομα, προερχόμενον ίσως εκ του τετράρχου Φιλίππου, αφού η συνήθεια του να δίδωνται εις τα παιδία τα ονόματα των βασιλευόντων ηγεμόνων ήτο κοινή. Αν το πράγμα έχη ούτω, ο Φίλιππος ήτο κατ' εκείνην την εποχήν τριάκοντα περίπου ετών. Πιθανώς το ελληνικόν τούτο το όνομα δεικνύει συγγένειαν με ελληνόφωνόν τινα πληθυσμόν, εκ των πολλών οίτινες ήσαν την εποχήν εκείνην ανάμικτοι με τους Γαλιλαίους εις τας όχθας της Γεννησαρέτ, και εις τούτο ίσως οφείλεται το γεγονός ότι οι Έλληνες, οίτινες επεθύμησαν να ίδουν τον Σωτήρα, κατά την τελευταίαν εβδομάδα του βίου του, επροτίμησαν ν' απευθυνθούν μάλλον εις αυτόν παρά εις άλλον τινά Απόστολον. Μία λέξις, μία μόνη πρόσκλησις: «Ακολούθει μου», ήρκεσεν όπως συνδέση διά παντός με τον Ιησούν τον ευγενή και άδολον Απόστολον, τον οποίον κατά πάσαν πιθανότητα είχε γνωρίσει προηγουμένως.
Την ακόλουθον ημέραν προσετέθει και πέμπτος νεόφυτος εις τον άγιον και ευδαίμονα εκείνον όμιλον. Φλεγόμενος υπό του πόθου να διακοινώση την μεγάλην ανακάλυψιν, την οποίαν είχε κάμει, ο Φίλιππος εύρε τον φίλον του Ναθαναήλ εξασκών τοιουτοτρόπως το θειότατον προνόμιον της φιλίας, όπερ είνε το ν' ανακοινώμεν εις τους άλλους παν ό,τι θείον ησθάνθημεν και είδομεν ημείς αυτοί. Ο Ναθαναήλ εν τω καταλόγω των Αποστόλων εξομοιούται γενικώς και σχεδόν αδιαμφισβητήτως με τον Βαρθολομαίον· διότι «Βαρθολομαίος» είναι λέξις σύνθετος εκ του «Βαρ» και «θολμαί» και σημαίνει τον «υιόν του Θολμαί» και ενώ του Ναθαναήλ γίνεται μνεία υπό το όνομα τούτο μόνον εις έν χωρίον (Ιω. 21, 2) ο Βαρθολομαίος συνδέεται εν τω καταλόγω των Αποστόλων σχεδόν πάντοτε με τον Φίλιππον. Επειδή δε κατώκει εν Κανά της Γαλιλαίας, ο υιός του Θολμαί ηδύνατο να σχετισθή ευκόλως με τον νεαρόν αλιέα της Γεννησαρέτ. Και εν τούτοις ήτο τόσον μεγάλη η απομόνωσις εις την οποίαν είχε ζήσει μέχρι τούδε ο Χριστός, ώστε, μολονότι ο Ναθαναήλ εγνώριζε τον Φίλιππον, ήκουεν όμως πρώτην φοράν το όνομα του Ιησού. Το απλοϊκόν πνεύμα του Φιλίππου εφαίνετο αρεσκόμενον εις την αντίθεσιν, ήτις υπήρχε μεταξύ του μεγαλείου της αποστολής του Χριστού και της ταπεινότητος της καταγωγής του. «Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν». Και τις ήτο εκείνος τον οποίον ευρήκε; Κανείς νεαρός ηγεμών της δυναστείας του Ηρώδου; Νεαρός τις Ασμοναίος ιερεύς; Φωτεινόν τι πνεύμα εκ των σχολών του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ; Όχι, ήτο μόνον «ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο από Ναζαρέτ».
Ο Ναθαναήλ φαίνεται ότι ησθάνθη την αντίθεσιν. Ηννόησε την σημασίαν των λόγων του Φιλίππου. Ο Μεσσίας ευρέθη, και όμως ήτο από την Ναζαρέτ! Ήτο πιθανώς, όπως λέγει και η παράδοσις, ο μάλλον ανεπτυγμένος των Αποστόλων. Και η απάντησίς του θεωρείται πλέον παροιμιώδης: «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;» Ο Ναθαναήλ ίσως υπαινίσσετο την λέξιν «ναζόρα» εξ ης παράγεται το όνομα Ναζαρέτ, και ήτις σημαίνει: «άξιος περιφρονήσεως». Ίσως όμως και να ηνόει ότι η Ναζαρέτ ήτο πόλις ασήμαντος και ταπεινή, κλεισμένη μέσα εις μίαν μικράν αγρίαν κοιλάδα. Και ο Φίλιππος, τέλειος πλέον μαθητής του Ιησού, απαντά εις τον Ναθαναήλ με τας ιδίας λέξεις του διδασκάλου του:
«Έρχου και ίδε».
Και σήμερον ακόμη, η ερώτησις – «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;» – Επαναλαμβάνεται συχνάκις, και η μόνη απάντησις – σχεδόν η μόνη δυνατή απάντησις, – είνε και τώρα, όπως ήτο τότε, «Έρχου και ίδε». Τότε εσήμαινε, έρχου και ίδε τον Λαλούντα ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν· έρχου και ίδε Εκείνον, τον ταπεινόν τέκτονα τον από Ναζαρέτ, όστις δεσπόζει των ψυχών πάντων τον προσεγγιζόντων αυτόν, αποκαλύπτων διά μόνης της παρουσίας του τα μυστικά των καρδιών, και σύρων όπισθέν του τους αμαρτωλούς εις μίαν φλογεράν λατρείαν· έρχου και ίδε Εκείνον, όστις αποπνέει την ακαταμάχητον γοητείαν αναμαρτήτου αγνότητος, το άψογον κάλλος θείας ζωής. «Έρχου και ίδε», είπεν ο Φίλιππος πεπεισμένος εν τη απλότητι της καρδίας και της πίστεως αυτού, ότι βλέπων τις τον Ιησούν θα τον ανεγνώριζε και θα τον ηγάπα και θα τον ελάτρευεν. Υπό τοιαύτην σημασίαν, δεν δυνάμεθα βεβαίως σήμερον να είπωμεν «Έρχου και ίδε»· διότι αφ' ότου οι κυανοί ουρανοί εκλείσθησαν μετά το δράμα του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Παύλου, το ανθρώπινον σχήμα του Ιησού δεν ώφθη πλέον υπ' ουδενός. Δυνάμεθα όμως να είπωμεν το «έρχου και ίδε»· υπό άλλο πνεύμα, Έρχου και ίδε ένα ετοιμοθάνατον κόσμον αναζωογονηθέντα, ένα κόσμον παρηκμακότα όστις εγεννήθη, ένα γηραλέον κόσμον ανακτήσαντα σφρίγος της νεότητος· έρχου και ίδε την αγάπην εισχωρούσαν εις την ειρκτήν του καταδίκου, την ελευθερίαν αποδιδομένην εις τον σιδηροδέσμιον δούλον· έρχου και ίδε τους πτωχούς και τους αμαθείς και τους πολλούς χειραφετηθέντας διά παντός από την αφόρητον τυραννίαν των πλουσίων, των πεπαιδευμένων και των ολίγων· έρχου και ίδε νοσοκομεία και άσυλα φιλανθρωπικά, ορθούμενα εις αιωνίαν φιλανθρωπίαν παραπλεύρως των ερειπίων των κολοσσαίων αμφιθεάτρων, τα οποία άλλοτε εβάφοντο με ανθρώπινον αίμα· έρχου και ίδε την εξαγνισθείσαν οικογένειαν· έρχου και ίδε τα άντρα της χλιδής και της τυραννίας μεταβληθέντα εις γλυκείας και ευδαίμονας οικίας, τους αθέους εις πιστούς χριστιανούς, τους πολυθεϊστάς εις αγίους. Ναι, έρχου και ίδε τας μεγαλοπρεπείς πράξεις ενός μεγάλου δράματος εξακολουθούντος επί δεκαεννέα χριστιανικούς αιώνας· και όταν ιδήτε και μάθητε εν ευλαβεί ταπεινώσει ότι ακόμη και η φαινομένη Τύχη είνε κόρη της Προνοίας – «Ευνομίας τε και Πειθούς αδελφή και Προμαθείας θυγάτηρ», καθώς λέγει ο αρχαίος ποιητής Αλκμάν, όταν ακούσητε την φωνήν του Σωτήρος όστις ήλθε να ζητήση το απολωλός, τότε πιθανόν και σεις ν' αποβάλητε την αθλίαν έξιν της αμφιβολίας και ν' αναφωνήσητε ομού με τον καθαρόν και άδολον Ναθαναήλ «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ!»
Ο Χριστός, καθώς τον είδεν ερχόμενον, ανεγνώρισεν ότι η σφραγίς του
Θεού ήτο επί του μετώπου του, κα' είπεν:
«Ίδε αληθής Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Πόθεν με γνωρίζεις; ηρώτησεν ο Ναθαναήλ. Τότε εδόθη η καρδιογνωστική απάντησις. «Προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν, ειδόν σε».
Έθιμον είχον οι θεοσεβούντες Ιουδαίοι να μελετώσι το προσευχητάριόν των υπό δένδρον συκής. Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.
Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος. Εάν τις εις παρομοίαν ευρέθη θέσιν, πώς θα εθεώρη ζώντα άνθρωπον όστις θα του απεκάλυπτεν ότι, την δείνα ώραν, ακαταλήπτως τον είδε κ' εμέτρησε τας συγκινήσεις της ψυχής του; Τοιαύται εξάρσεις και συγκινήσεις, τοιαύται μεταρσιώσεις εις τρίτον ουρανόν, οπόταν η ψυχή αγωνίζεται να υπερβή τα όρια του χώρου και χρόνου, υπάρχουν αναμφίλεκτα τεκμήρια και γεγονότα ότι είναι εκ των μεμαρτυρημένων παραδειγμάτων του βίου του Χριστιανικού. Και αν τις εκ των αναγνωστών εγνώρισέ ποτε τον παλμόν τούτον της θείας αλλοιώσεως, όστις κτίζει καρδίαν καθαράν, και πνεύμα ε[;;;]ές εγκαινίζει, ούτος μόνος θα εννοήση το ρίγος της ηλεκτρικής συμπαθείας, την ηκονημένην αιχμήν της ισχυράς πεποιθήσεως, ήτις διήλθεν εν ακαρεί την καρδίαν του Ναθαναήλ και τον έκαμε να κλίνη πάραυτα οιονεί καρδίαν και γόνυ και ένθους ν' αναφωνήση. «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού!»
Είναι τόσον δυσεύρετοι οι Ναθαναήλ σήμερον! Η ψυχή του φαίνεται να υπήρξε μία από τας ψυχάς εκείνας τας γαληνίους, τας ερημικάς, τας μελετητικάς, των οποίων η σφαίρα της υπάρξεως έγκειται όχι εδώ, αλλ' εν τη γη των ειρηνοποιών και των πραέων. Ουδέποτε δε, μέχρι του μαρτυρικού θανάτου του, ελησμόνησε τας λέξεις εκείνας, αίτινες έδειξαν ότι ο Κύριός του τον είχε δοκιμάσει και τον είχε γνωρίσει. Ουχί δε άπαξ, αλλά πολλάκις επληρώθη δι' αυτόν και τους άλλους Αποστόλους η υπόσχεσις ότι, «Απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του Ανθρώπου».
Ο τίτλος «ο Υιός του Ανθρώπου», τον οποίον λαμβάνει εδώ ο Ιησούς, είναι ο πρώτος προσδιορισμός δι' ου περιγράφει τον εαυτόν Του. Ως Υιόν του Ανθρώπου, πράον και ταπεινόν τη καρδία, οι μαθηταί του ηδύναντο μόνον να μάθουν να τον γνωρίζωσι, πριν βαθμηδόν φθάσωσι να ίδωσιν αυτόν ως Υιόν του Θεού.
Ο Γάμος εν Κανά. – «Οίνον ουκ έχουσιν». – Η απάντησις προς την Παρθένον. – Το θαύμα. – Χαρακτήρες τούτου και άλλων θαυμάτων.
«Τη τρίτη ημέρα (λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) γάμος εγίνετο εν Κανά της Γαλιλαίας». Γράφων εν πλήρει γνώσει και ζωηρά αναμνήσει παντός γεγονότος το οποίον συνέβη κατά τας θεσπεσίας εκείνας ημέρας, σημειοί τας χρονολογίας ως να ήσαν τα γεγονότα ταύτα τόσον οικεία εις τους άλλους όσον και εις αυτόν. Η τρίτη ημέρα πρέπει να εννοηθή ως η τρίτη μετά την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν. Εάν ωδοιπόρει συντόνως ακολουθών την κοινήν οδόν, θα κατέλυε την πρώτην νύκτα εις Σιλώ ή Συχέμ, την δευτέραν εις Εγγανίμ, την τρίτην θα έφθανεν εις Ναζαρέτ, και μη ευρίσκων εκεί την μητέρα Του και τους αδελφούς Του (ήτοι τους οικείους Του (4)), θα ηδύνατο εις μίαν και ημίσειαν ώραν ακόμη, να φθάση εις Κανά εν καιρώ, διά να παρευρεθή εις τον γάμον.
Είναι γνωστόν ότι αι τελεταί αύται, ήρχιζαν περί την αμφιλύκην της εσπέρας, εν Παλαιστίνη, ως και εν Ελλάδι, ωδήγουν δε την νύμφην, και οψιαίτερον ακόμη, την νύκτα, βαθύπεπλον, ανθοστεφή, και λαμπροστόλιστον. Προεπέμπετο με λαμπάδας, με άσματα και με χορούς εις την οικίαν του γαμβρού. Συνωδεύετο υπό νεανίδων της κώμης, και ο νυμφίος ήρχετο εις προϋπάντησίν της μετά των νεαρών φίλων του. Η παράδοσις λέγει, ότι παράνυμφος ήτο ο Ναθαναήλ αλλ' η παρουσία της Παρθένου, επίτηδες μεταβάσης ίσως, φαίνεται να δεικνύη ότι ο γαμβρός ή η νύμφη ήτο εκ των συγγενών των. «Εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εις τον γάμον». Η χρήσις του ενικού ίσως σημαίνει ότι οι μαθηταί εκλήθησαν προς χάριν του, όχι Αυτός προς χάριν εκείνων. Το ότι η Παρθένος έλαβε προφανώς εξάρχουσαν θέσιν εις τον γάμον, και προστάττει τους υπηρετούντας με τόνον εξουσίας. («Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε») πιθανόν καθιστά ότι ο γάμος ήτο ενός των ανεψιών της, των υιών του Αλφαίου, ή των θυγατέρων του Ιωσήφ, εις τας οποίας η παράδοσις αποδίδει ονόματα Εσθήρ και Θάμερ. Ο δε Ιωσήφ είχεν αποθάνη, ως φαίνεται εκ της άκρας σιωπής των Ευαγγελιστών, οίτινες, μετά την πρώτην επίσκεψιν του δωδεκαετούς Χριστού εις Ιεροσόλυμα, δεν μνημονεύουν πλέον το όνομά του.
Είτε επτά ημέρας διήρκεσεν ο γάμος, όπως παρά τοις ευπόροις είθιστο, είτε τρεις μόνον, όπως ήτο συνηθέστερον, αίφνης ο οίνος έλειψεν. Όστις γνωρίζει πόσον ιερά και πλουσία είναι η φιλοξενία ανά την Ανατολήν, και πόση μεγάλη η φιλοτιμία των αγόντων χαράν ή εορτάς κατ' οίκον, εκείνος μόνον δύναται κατανοήση την λύπην και την στενοχωρίαν εις ην ευρέθησαν τότε οι νεόνυμφοι και οι οικείοι των. Εις την Ανατολήν το έχουν αυτό ως δυστύχημα και όνειδος.
Δυνατόν η αιτία της ελλείψεως ταύτης του οίνου να ήτο η παρουσία του Ιησού και των πέντε συντρόφων του. Η πρόσκλησις έγεινε κυρίως διά τον Ιησούν μόνον, ο δε νεαρός νυμφίος δεν θα ήξευρεν ότι από τεσσάρων ημερών ο Ιησούς είχεν αποκτήσει πέντε μαθητάς και ακολούθους. Είναι πιθανόν ότι δεν είχε γείνη πρόσθετος προμήθεια διά την αύξησιν ταύτην των δαιτυμόνων. Ούτε είναι πιθανόν ότι, από μακράν πορείαν εννενήκοντα μιλίων ελθούσα, η συνοδία του Ιησού συνεμορφώθη με το ιουδαϊκόν έθιμον, και έφερε μεθ' εαυτής τροφάς και ασκούς οίνου.
Τούτων ούτως εχόντων, η μήτηρ του Ιησού θα είχεν ιδιαίτερον λόγον διά να του είπη. «Οίνον ουκ έχουσιν». Η παρατήρησις ήτο βεβαίως εύστοχος και σκόπιμος. Κανείς δεν είξευρεν, ως είξευρεν η Παναγία, ποίος ήτον ο Υιός της· και όμως επί τριάκοντα έτη, καθ' α επερίμενεν εν υπομονή την φανέρωσίν Του, τον έβλεπε να μεγαλόνη καθώς μεγαλόνουν τα άλλα παιδιά· έζη εν πραότητι και ταπεινώσει και χάριτι και αναμαρτήτω σοφία, ως νεόφυτον δένδρον ενώπιον του Θεού, πλην κατά τα άλλα όμοιος με τους άλλους νέους, υπερέχων μόνον κατά το άκρως άσπιλον. Αλλά τώρα ήτο τριακοντούτης, και η φωνή του μεγάλου Προφήτου, εκ της φήμης του οποίου αντήχει το έθνος, τον είχε κηρύξει τον επηγγελμένον Χριστόν. Ηκολουθείτο δημοσία υπό μαθητών, οίτινες τον ανεγνώριζον ως Διδάσκαλον και ως Κύριον. Ιδού υπήρχεν εδώ μία δυσχέρεια να θεραπευθή, μία καλωσύνη να γείνη, μία έλλειψις ν' αναπληρωθή. Δεν ήλθεν ακόμη η ώρα του; Ποίος ημπορεί να είπη τι ηδύνατο να κάμη αν ήθελε, και αν το ήξευρε συμφέρον; Δεν ηδύνατο τάχα να διατάξη στρατιάν φαιδρών αγγέλων, ως εκείνην ήτις εκήρυξε την εν σπηλαίω γέννησίν Του, να έλθωσι και μεταβάλωσι το ταπεινόν τούτο γαμήλιον συμπόσιον εις ουρανίαν σκηνήν;
Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Και το έδειξε με αποφασιστικόν τρόπον.
«Τι εμοί και σοι, γύναι;» Αι λέξεις φαίνονται τραχείαι και απότομοι, αλλά τούτο οφείλεται εν μέρει εις τους τρόπους μας και εν μέρει εις τας νεωτέρας μας γλώσσας. Το «γύναι» ήτο τόσον αβρόν και ευλαβές εις την Αραμαϊκήν γλώσσαν, εις ην ωμίλει πιθανώς ο Κύριος. Και επί του Σταυρού ακόμη είπε το «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και το «τι εμοί και σοι,» είναι κατά γράμμα μετάφρασις κοινής Αραμαϊκής φράσεως (μαχ λι βελάκ), η οποία λύει μεν το ζήτημα και κόπτει τον λόγον, αλλ' όμως μετέχη αβρότητος και φιλοφροσύνης. Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: – Ό,τι σας λέγη κάμετε.
Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας·
– «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω. Είτα ο Ιησούς διέταξε ν' αντλήσουν εκ του περιεχομένου και να το φέρουν εις τον αρχιτρίκλινον, ήτοι τον συμποσίαρχον. Ο άνθρωπος, άμα εγεύθη το ύδωρ το οποίον είχε μεταβληθή εις οίνον, τω παντοδυνάμω πνεύματι του Χριστού, και δεν ήξευρε πόθεν τούτο – μόνον οι υπηρέται το ήξευραν, οι οποίοι είχον γεμίσει οι ίδιοι τας υδρίας, και πάλιν οι ίδιοι εκένωσαν εκ των υδριών εις αγγείον μικρότερον – εστράφη προς τον νυμφίον και του λέγει ευθύμως: – Κάθε άνθρωπος βάλλει πρώτον τον καλόν οίνον, και όταν οι καλεσμένοι μεθύσουν, τότε τον χειρότερον· συ όμως εφύλαξες τον καλόν οίνον τελευταίον.
Τούτο ήτο το πρώτον σημείον, ή το πρώτον θαύμα του Ιησού. Πόσον απλούν και πόσον θεσπεσίως γαλήνιον! Η μέθοδος του θαύματος, όπερ είναι πολύ θαυμασιώτερον από τας συνήθεις ιάσεις των αρρώστων, υπερβαίνει την ημετέραν κατάληψιν· και όμως δεν έγεινε με πομπήν ούτε με επίδειξιν. Υπήρξαν εις τας ημέρας ταύτας της απιστίας άνθρωποι οίτινες μωρώς και αλαζονικώς ηξίωσαν ότι ο Υιός του Θεού ώφειλε να κάμη τα θαύματά του ενώπιον σοφών και επιστημόνων, εάν ήθελε να Τον πιστεύσωμεν. Αλλά πρώτον ο Υιός του Θεού δεν έχει ανάγκην να Τον πιστεύσωμεν, κ' έπειτα οι σοφοί και επιστήμονες του κόσμου τούτου δεν είναι ως τίποτε ενώπιόν Του. Η δε πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν. Υπήρξαν τα σημεία της θείας αποστολής Του· αλλά το κυριώτερον τέρμα των ήτο η ανακούφισις των ανθρωπίνων κακοπαθειών, η ανάδειξις ιεράς τινος αληθείας, ή, ως εις την παρούσαν περίστασιν, η αύξησις της θεμιτής και αθώας χαράς. Έν αφανές χωρίον, πτωχικός γάμος, οικία πενιχρά, ταπεινών αγροτών ομήγυρις, παρέστησαν εις έν των μεγίστων δειγμάτων της θείας παντοδυναμίας.
Το θαύμα είνε θαύμα, και παραδεχόμενοι αυτό, αναγκαίως παραδεχόμεθα υπερφυές τι. Τι το όφελος, και πώς το θαύμα γίνεται καταληπτότερον, αν υποθέσωμεν μετά του Ολσχάουζεν ότι το γενόμενον ήτο επιτάχυνσις των ενεργειών της φύσεως; ή μετά του Νεάνδρου, ότι αι δυνάμεις του ύδατος εμαγνητίσθησαν προς τας του οίνου; οι μετά του Λάγγε, ότι αι δαιτυμόνες ήσαν εις κατάστασιν υπερφυσικής εξάρσεως; ή μετά του Μπάουρ, του Κάιμ και άλλων ότι το θαύμα ήτο κάπως μόνον παραπλήσιον, όχι πραγματικόν; Όσοι ευρίσκουν λυσιτελές να εκφέρουν τοιαύτας υποθέσεις, ας το κάμνουν· εις ημάς φαίνονται δυσμήχανοι και ανωφελείς. Ωφέλει τις να πιστεύη ή ν' απιστή· άλλον μέσον όρον δεν βλέπομεν. Η λέξις Φύσις ποίαν έννοιαν έχει, αν δεν εμπερικλείη την ιδέαν του δημιουργού της; Εάν απλώς αναγνωρίσωμεν το γεγονός, το οποίον μας διδάσκει η επιστήμη, ότι η απλουστάτη και στοιχειωδεστάτη ενέργεια των νόμων της φύσεως είνε ασυγκρίτως υπερτέρα της κατανοήσεως και της υψίστης νοημοσύνης μας· εάν μόνον πιστεύσωμεν ότι η πρόνοια του Θεού δεν είνε αφηρημένη ιδέα, αλλά ζώσα και φιλόστοργος μέριμνα υπέρ της ζωής του ανθρώπου· τέλος, εάν εισάπαξ πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός ήτο ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο ελθών ίνα αποκαλύψη και φανερώση τον Πατέρα Του εις την ανθρωπότητα, τότε τίποτε δεν υπάρχει εις τα θαύματα τα ιστορούμενα εν τοις Ευαγγελείοις το οποίον να προσβάλη την πίστιν μας. Οφείλομεν να θεωρούμεν τα θαύματα του Χριστού ως πηγάζοντα απ' αυτήν την ύπαρξιν και την αποστολήν Του, φυσικώς και αφεύκτως, όπως αι ακτίνες από τον ήλιον. Ήσαν όχι απλώς τέρατα, ή δυνάμεις, ή σημεία, αλλ' ήσαν έ ρ γ α, κατά την λέξιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τα συνήθη και άφευκτα έργα Εκείνου του οποίου αύτη η ύπαρξις ήτο το υψηλότατον πάντων των θαυμάτων. Ήτο αναμάρτητος, και τούτο ήτο θαύμα μέγιστον, περισσότερον ή όσον η πλάσις του κόσμου. Είπέ τις των φιλοσόφων ότι δύο πράγματα τον εξέπληττον· οι έναστροι ουρανοί και ο ηθικός νόμος ο εν αυτοίς· αλλ' εις ταύτα προσετέθη τρίτη πραγματικότης η πλήρωσις του ηθικού νόμου η εν τω Ιησού Χριστώ. Ήλθε Θεός επί της γης, και ως Θεός έπραξεν.
Υπάρχουσι δε δύο χαρακτήρες του πρώτου τούτου θαύματος αξιοσημείωτοι.
Ο είς τούτων είνε το ανθρωπιστικόν και το κοινωνικόν του θαύματος. Η αποστολή Του είνε χαράς και ειρήνης αποστολή. Δεν επιβάλλει την άσκησιν και σκληραγωγίαν, αν και την δέχεται εν μετανοία και συντριβή προσφερομένην, αλλ' επιτρέπει την αθώαν χαράν· δεν επιτάσσει την αναγκαστικήν αγαμίαν και αγνείαν, αν και την αναγνωρίζει εις όσους δέδοται, αλλ' εγκρίνει τον ιερόν δεσμόν του γάμου. Διά την ιδίαν πείναν του δεν ήθελε να μεταβάλη τους λίθους εις άρτους, και προς χάριν των άλλων μεταβάλλει το ύδωρ εις οίνον. Το πρώτον θαύμα του Μωυσέως υπήρξε το να μεταβάλη τον ποταμόν ανόμου έθνους εις αίμα. Το πρώτον του Ιησού το να γεμίση τας υδρίας ακάκου οικογενείας με οίνον.
Ο έτερος χαρακτήρ είνε το συμβολικόν του θαύματος. Καθώς όλα σχεδόν τα θαύματα του Χριστού, μετέχει ελέους, εμβλήματος, και προφητείας. Ο κόσμος αποδίδει πρώτον ό,τι καλόν έχει και είτα όλην την υποστάθμην και την πικρίαν. Αλλ' ο Χριστός ήλθε να μετατρέψη όλα τα χθαμαλώτερα εις τα πλουσιώτερα και γλυκύτερα, τα βάρη του Μωσαϊκού νόμου εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας, το βάπτισμα του Ιωάννου εις βάπτισμα εν Αγ. Πνεύματι και πυρί, την λύπην και την μόνωσιν εις συμβίωσιν αρμονικήν, την θλίψιν και τον στεναγμόν εις ελπίδα και ευλογίαν, και το ύδωρ εις οίνον. Και ούτω η κατά Θεόν πολιτεία την οποίαν ο Χριστός εκόσμησε κ' εκάλλυνε διά της Παρουσίας Του και του πρώτου θαύματός Του εν Κανά της Γαλιλαίας προεικονίζει την μυστικήν ένωσιν του Χριστού και της Εκκλησίας Του· και το κοινόν στοιχείον το οποίον θαυμασίως μετέβαλεν εις οίνον αποβαίνει τόπος της ζωής μας μεταμορφωμένης κ' εξευγενιζομένης διά των προσδοκιών της ουρανίου ευφροσύνης· τύπος του οίνου τον οποίον Εκείνος θα πίη καινόν μεθ' ημών εν τη βασιλεία του Πατρός.
Η κοιλάς του Ιορδάνου και η Τιβεριάς Θάλασσα. – Καλλονή της Γεννησαρέτ. – Η τοπογραφία. – Η σημερινή ερήμωσις και η αρχαία Πολυανθρωπία. – Η προφητεία του Ησαΐου. – Η διδασκαλία του Χριστού. – Τοποθεσία της Καπερναούμ.
Το πρώτον θαύμα του Χριστού εν Κανά ήτο σημείον ότι ήλθεν, όχι διά να καλέση τους μαθητάς Του έξω του κόσμου και των συνήθων καθηκόντων Του, αλλά διά να κάμη τους ανθρώπους ευτυχεστέρους, ευγενεστέρους, αγαθωτέρους εν τω κόσμω. Και υπήρχέ τι το σημαντικόν εις τον τόπον τον οποίον εξέλεξεν ως την σκηνήν της πρώτης διδασκαλίας του. Ο Ιωάννης είχε κηρύξει εις τας ερήμους τας παρά την Νεκράν θάλασσαν. Η φωνή του αντήχησεν εις τους κρημνούς και τας φάραγγας. Η πόλις η πλησιεστέρα είχε κτισθή εναντίον αρχαίας αράς υπαρχούσης, και ο δρόμος εις αυτήν έφερε διά της «Οδού αίματος.» Όλα γύρω του απέπνεαν πνοήν ερημίας και πένθους, και ανεκάλουν φοβεράς αναμνήσεις ανόμου και θεηλάτου φυλής. Παρά τα ύδατα εκείνα τα μολύβδινα και υπό τον ουρανόν τον χαλκούν είχε κηρύξει το βάπτισμα της μετανοίας. Αλλ' ο Χριστός, εν μέσω της φαιδράς συνοδίας της Μητρός Του και των συγγενών Του και των Μαθητών Του, εξέλεξεν ως πρώτον κέντρον της διδασκαλίας Του μίαν λαμπράν και πολυάσχολον πόλιν, της οποίας αι μαρμάριναι οικοδομαί κατωπτρίζοντο εις διαυγή θάλασσαν.
Η μικρά αύτη πόλις ήτο η Καπερναούμ. Ηγείρετο υπό τας ομαλάς κατωφερείας των λόφων των πυρικυκλούντων επίγειον παράδεισον. Εις κανέν άλλο μέρος εν Παλαιστίνη δεν υπήρχον δένδρα και κήποι οίοι εν τη χώρα της Γεννησαρέτ. Αυτό το όνομά της σημαίνει «κήπος αφθονίας», και τα αναρίθμητα άνθη ανθούσιν επί τινος κοιλάδος ήτις είνε «ομοία την όψιν με σμάραγδον». Ηθέλησε βεβαίως ο Χριστός ίνα η διδασκαλία του, η ανοίγουσα τους ορίζοντας της αγαθότητος και του ελέους εις τον κόσμον, αρχίση κηρυττομένη εις τόπους τερπνούς.
Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος. Κατά την απωτέραν ή ανατολικήν όχθην εκτείνεται πρασίνη λωρίς, πέραν της οποίας υψούται εις εννεακοσίους πόδας υπεράνω της επιφανείας της λίμνης, σειρά ερήμων λόφων διατρήτων με χαράδρας, χωρίς δένδρον ή χωρίον ή ίχνος καλλιεργείας, το άσυλον όπου ο Κύριος ημών συχνά επεζήτει την αναψυχήν της μονώσεως μετά του Θεού. Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι. Εξαιρέσει της μικράς και φθινούσης πολίχνης της Τιβεριάδος, και του χωρίου Μετζέλ των αρχαίων Μαγδάλων, δεν υπάρχει κατωκημένον μέρος εις τας πάλαι ανθούσας όχθας της· έν άθλιον και υπόσαθρον πλοιάριον αντικατέστησε τον πάλαι ποτέ στολίσκον. Και τούτο δεικνύει την φυγοπονίαν και αναλγησίαν των σημερινών κατοίκων, διότι τα οψάρια είνε ακόμη άφθονα εις την λίμνην. Αλλ' οι φυσικοί χαρηκτήρες ακόμη μένουσιν. Η λίμνη κείται αμετάβλητος, ως οπάλιον σμαραγδοκόλλητον, αναμέσον των πρασίνων λόφων· τα ύδατα είνε ακόμη τόσον ωραία εν της διαυγεία των, ως ότε ο Πέτρος έρριπτε τα δίκτυα εις αυτά, και ο Ιησούς ενέβλεπεν εις τα κρυστάλλινα βάθη των· το φως του ηλίου περιλούει ακόμη τον τόπον, και ο αήρ ευωδιάζει από φυσικά αρώματα, και η τρυγών μορμυρίζει εις τας κοιλάδας, και ο πελεκάν αλιεύει εις τα ύδατα· και υπάρχουν φοίνικες και πρασινίζοντες κάμποι και ρεύματα και αμαυροί ερειπίων σωροί. Και ό,τι έχασε κατά τον πληθυσμόν και την δραστηριότητα, εκέρδισε κατά την σεμνότητα και το ενδιαφέρον. Και αν παν ίχνος ανθρωπίνης κατοικίας εξέλειπεν εκ των πέριξ της, και αν ο θως και η ύαινα ωρύοντο μόνον επί των ερειπίων των Συναγωγών όπου εδίδαξεν ο Χριστός, ακόμη το γεγονός ότι Εκείνος την εξέλεξεν ως την σκηνήν της ενάρξεως της διδασκαλίας Του θα μεταδίδη έννοιαν ιερότητος και περιπαθείας εις τα ερημικά της ύδατα μέχρι συντελείας των αιώνων.
Πολύ εκπαγλοτέρα και ωραιοτέρα ήτο εις τους χρόνους της Παρουσίας Του η λίμνη και το τοπίον εκείνο. Ο Ιώσηπος, αφού περιγράφει μετά θαυμασμού τας καλλονάς της, συμπεραίνει ότι αι ώραι του ενιαυτού εφαίνοντο να ερίζωσι περί της κατοχής της, και ότι η φύσις την είχε πλάσει ως πρότυπον και ως δείγμα. Οι δε Ταλμουδισταί είχον παροιμίαν – ήτις είνε πολύ αληθεστέρα ή όσον φαντάζονται – ότι «ο Θεός είχε πλάσει επτά θαλλάσας εις την γην της Χαναάν, αλλά μίαν μόνον, την θάλασσαν της Γαλιλαίας, εξέλεξε διά τον εαυτόν του.»
Όχι δε μόνον διά την καλλονήν της, αλλά διά το κεντρικόν της θέσεως και το πολυάνθρωπον, η χώρα ήτο θαυμασίως προσηρμοσμένη διά το υπούργημα εκείνο δι' ου επληρώθη η παλαιά προφητεία του Ησαΐου, ότι η «γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλίμ, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών», έμελλε να ιδή φως μέγα, και «οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει επ' αυτούς». Επειδή ο Χριστός έμελλε να είνε και σωματικώς παρών ακόμη επί της γης «φως εις αποκάλυψιν εθνών,» όσον και «δόξα λαού Ισραήλ». Το μικρότερον χωρίον της Γαλιλαίας τότε, μαρτυρεί, ο Ιώσηπος, είχεν υπέρ τους δεκαπεντασχιλίους κατοίκους. Ήτο δε ο λαός φιλόπονος και εργατικός, κ' εκαλλιέργει παν πλέθρον της ευκάρπου εκείνης γης. Τέσσαρες οδοί ήγον εις τας όχθας της λίμνης. Η μία έφερε διά της κοιλάδος του Ιορδάνου εις την δυτικήν όχθην· η δευτέρα, διασχίζουσα γέφυραν προς μεσημβρίαν της λίμνης, διήρχετο διά της Περαίας, κ' έφθανε μέχρι της Ιεριχούς, η τρίτη απέληγεν εις την παραλίαν της Μεσογείου, και η τετάρτη διήκε διά των ορέων της χώρας Ζαβουλών εις Ναζαρέτ, και είτα διά της πεδιάδος Εσδραελών εις Σαμάρειαν και Ιεροσόλυμα. Κατά τους χρόνους του Χριστού, η Γαλιλαία ήτο κέντρον δραστηριότητος δι' εθνικούς και Ιουδαίους, και περί τα τετρακισχίλια πλοιάρια διέπλεον τας όχθας της λίμνης. Διασχίζων τις την λίμνην, τον ποταμόν, ή τα όρη, έφθανεν εις Σαμάρειαν εις Συρίαν και εις Φοινίκην. Η πόλις Τιβεριάς, την οποίαν Ηρώδης ο Αντίπας έκτισεν ως πρωτεύουσαν της Γαλιλαίας, ονομάσας αυτήν επί τω ονόματι του τότε βασιλεύοντος Τιβερίου Καίσαρος, ηυξήθη και ανεπτύχθη μετά θαυμαστής ταχύτητος, και μετέδωκε το όνομά της εις την λίμνην. Αν και ο Χριστός δεν εισήλθεν ίσως ποτέ εις τας οδούς της (επειδή εκτίσθη επί της τοποθεσίας παλαιών τάφων, απηγορεύετο εις τους Ιουδαίους να εισέρχωνται άνευ αυστηρού καθαρμού), μακρόθεν θα είδε πολλάκις τας επάλξεις της και την Χρυσήν Οικίαν του Αντίπα. Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα.
Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση. Ολίγας μόνον ημέρας έμειναν εις Καπερναούμ, αλλ' η διατριβή αύτη έμελλε να είναι το υπόδειγμα δι' όλον το λοιπόν της επιγείου ζωής Του. Θα εκήρυττεν εις την Συναγωγήν, την κτισμένην υπό Ρωμαίου εκατοντάρχου, και τα έργα της αγάπης Του θα εγίνοντο γνωστά εις πάσης φυλής ανθρώπους. Θα εγίνετο γνωστόν εις όλους ότι ο νέος εγερθείς Προφήτης ήτο ανόμοιος με τον μέγαν Πρόδρομόν Του. Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.
Εν ω δε τοιαύτη ήτο η σημασία της ζωής του Χριστού εις την ερατεινήν εκείνην χώραν, είνε παράδοξον ότι η ακριβής τοποθεσία της Καπερναούμ, «της ιδίας πόλεως», κατά τον Ματθαίον, ήτις υπήρξε μάρτυς τοσούτων θαυμάτων Του, και τοσαύτας ήκουσεν εκ των μεγάλων αποκαλύψεών του, έμεινε μέχρι τούδε αβέβαιος. Δύο χωρία ερίζουσι περί τούτου το Χαν Μινυέ και το Τελ Χουμ, αλλ' εις ποίαν εκ των δύο θέσεων έκειτο η πόλις;
Εις εμέ αι αξιώσεις του Τελ Χουμ φαίνονται ευλογώτεραι. Εκεί σώζονται τα ερείπια αρχαίας Συναγωγής, ενώ εις Χαν Μινυέ δεν σώζεται σχεδόν τίποτε, ειμή ερείπια ερειπίων. Αλλά πού να ήτον η οικία του Πέτρου, ήτις ήτο και οικία του Ιησού; Αλλ' επληρώθη και ενταύθα του Χριστού η προφητεία: «Και συ, Καπερναούμ, η μέχρις ουρανού υψωθήσα, έως άδου καταβιβασθήση· ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι εγένοντο εν Σοδόμοις, έμενον αν έως της ημέρας ταύτης».
Εις τα Ιεροσόλυμα. – Οι πωλούντες και οι αγοράζοντες εν τω ναώ. – Η αγανάκτησις του Ιησού. – Διατί δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσι. – «Καταλύσατε τον ναόν τούτον». – Η εκ των λόγων εντύπωσις και το βαθύ της εννοίας των.
Η διατριβή του Ιησού εις Καπερναούμ υπήρξε λίαν βραχεία, και δεν είνε απίθανον ότι απλώς περιέμενε την αναχώρησιν της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών οίτινες ητοιμάζοντο ν' απέλθωσιν εις Ιεροσόλυμα διά την εορτήν.
Οι τρεις ευαγγελισταί σιωπώσι περί πάσης επισκέψεως του Χριστού διά το Πάσχα από του δωδεκάτου έτους της ηλικίας μέχρι του Πάθους Του· και μόνον ο Ιωάννης μνημονεύει το πρώτον τούτο Πάσχα από της ενάρξεως του κηρύγματος του Χριστού. Το κυριώτερον συμβεβηκός το χαρατηρίσαν την επίσκεψιν ταύτην ήτο η έξωσις από του ναού των πωλούντων και των αγοραζόντων και των κολλυβιστών και αργυραμοιβών. Αλλ' η πλεονεξία και το φιλοχρήματον των Ιουδαίων ήτο τόσον επίμονον κακόν, ώστε ο Χριστός ηναγκάσθη να επαναλάβη και εκ δευτέρου την πράξιν, και τούτο τέσσαρας ημέρας προ του Πάθους Του.
Γνωρίζομεν πόσον πλήθος συνέρρεεν εις την αγίαν πόλιν κατά την ενιαύσιον μεγάλην εορτήν. Και σήμερον ο περιηγητής όστις επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ εν καιρώ του Πάσχα δεν δύναται να φθάση εις τας πύλας του ναού του Αγίου Τάφου χωρίς να διέλθη εν μέσω πλήθους πραγματευτών πωλούντων μικρούς σταυρούς, κομβολόγια και πλείστα άλλα πράγματα, οίτινες πληρούσιν όλον τον πέριξ χώρον. Αλλά τότε οι Ιουδαίοι πραγματευταί δεν επώλουν μόνον μικρά αντικείμενα, αλλά βους και πρόβατα και περιστεράς. Οι αργυραμοιβοί ήσαν σχεδόν αναγκαίοι εκεί. Διότι είκοσιν ημέρας προ του Πάσχα οι ιερείς ήρχιζον να εισπράττουν τον παλαιόν ιερόν φόρον του ημίσεως σεκέλ, τον οποίον ώφειλε να πληρώνη πας Ισραηλίτης πτωχός ή πλούσιος, δεν ήτο δε νόμιμον να πληρώνεται ο φόρος ούτος εις έν των διαφόρων νομισμάτων των συρρεόντων εθνικών, αλλ' έπρεπε να πληρώνεται εις αργυρούν εγχώριον νόμισμα. Όθεν οι κολλυβισταί εύρισκον μέγα συμφέρον εις την ανταλλαγήν ταύτην.
Αι στοαί και τα πρόθυρα του Ναού είχον γεμίσει από τους κολλυβιστάς τούτους με τας τραπέζας των, από τους πραγματευτάς και ζωεμπόρους. Και ήτο εκεί η είσοδος εις τον ναόν του Υψίστου. Ο ναός όστις έπρεπε να είνε οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, εβεβηλώθη και εξέπεσεν εις τόπον ένθα ο μυκηθμός των βοών, η βρηχή των προβάτων, και η βαβέλ των πολλών γλωσσών και ο κωδωνισμός των νομισμάτων και ο κλιγμός των πλαστιγγών και ζυγαριών (των όχι πάντοτε δικαίων ίσως) πρέπει να ηκούοντο εις τας γείτονας αυλάς, διαταράσσοντα το άσμα των Λευιτών και τας προσευχάς των ιερέων!
Εμπλησθείς δικαίως περιφρονήσεως προς την ασέβειαν ταύτην, φλέγων εξ ακαθέκτου και αγίας αγανακτήσεως, ο Ιησούς, εισερχόμενος εις τον ναόν, κατεσκεύασε μαστίγιον από τα βρύα τα κείμενα επί του εδάφους· και καταρχάς απεδίωξε τα πρόβατα και τους βους, καθώς και τους οδηγούντας αυτά. Είτα ελθών προς τας τραπέζας των αργυραμοιβών τας ανέτρεψε μεθ' όλων των σωρών των νομισμάτων, αφήσας τους κτήτορας να κύπτωσι και ν' αναζητώσι τα χρήματά των. Αλλά και εις εκείνους οίτινες είχον τους κλωβούς των περιστερών είπε: Πάρετε τα από δω! δικαιολογήσας την πράξιν του μόνον διά των λέξεων: «Μη ποιήτε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου.» Και οι μαθηταί του ιδόντες τον ένθεον τούτον θυμόν, ανεμνήσθημεν τότε του στίχου του Δαυΐδ του Προφήτου και βασιλέως, «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με».
Διατί όλον αυτό το πλήθος δεν αντεστάθη; Διατί οι πλεονέκται εκείνοι και άρπαγες ηρκέσθησαν εις πεπνιγμένους μορμυρισμούς και ταπεινοφώνους αράς; Διατί, θα ερωτήσωμεν, ο Σαούλ υπέφερε να τον αψηφήση ο Σαμουήλ κατέμπροσθεν του ιδίου στρατού του; Διατί ο Δαυΐδ υπήκουσεν εντελώς εις τας προσταγάς του Ιωάβ; Διατί ο Αχαάβ δεν ετόλμησε να συλλάβη και τιμωρήση Ηλιού;
&Διότι η αμαρτία είνε αδυναμία&· διότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον τίποτε ευτελέστερον ενόχου συνειδήσεως, τίποτε τόσον ακαταμάχητον όσον το ανερχόμενον κύμα θεοειδούς αγανακτήσεως κατά παντός του χαμερπούς και του πονηρού. Πώς ηδύναντο οι βέβηλοι εκείνοι και ρυπαροί πλεονέκται, συνειδότες ότι κακώς εποίουν, ν' αντισταθώσιν εις τας αστραπάς των οφθαλμών εκείνων των ανημμένων εν θεία οργή; Η κακία ουδ' επί στιγμήν δύναται να σταθή προ του υψωμένου βραχίονος της αρετής. Όσον ευτελείς και διεφθαρμένοι αν ήσαν οι χρηματολάτραι ούτοι Ιουδαίοι, ησθάνοντο εις τα βάθη της ψυχής των ότι ο Υιός του Ανθρώπου είχε δίκαιον.
Ακόμη και οι ιερείς, οι Φαρισαίοι και οι Λευίται και οι γραμματείς, όσον και αν κατεβιβρώσκοντο υπό της τυπολατρείας και της επάρσεως, δεν ηδύναντο να καταδικάσουν μίαν πράξιν, ήτις θα ηδύνατο να εκτελεσθή υπό τινος Νεεμία ή Ιούδα του Μακκαβαίου, και ήτο σύμφωνος προς τας αρίστας παραδόσεις των. Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.
Η απάντησις του Κυρίου, ακατάληπτος εις αυτούς, τους αφήκεν εμβροντήτους εν θυμώ και καταπλήξει. «Καταλύσατε, είπε, τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν».
Καταλύσατε τον Ναόν τούτον! «τον ναόν διά τον οποίον βασιλεύς υπερέχων εν πλούτω και μεγαλοπρεπεία, οίος ο βασιλεύς Σολομών, εδαπάνησεν όλους τους θησαυρούς του, και ούτω μόνον κατέστησεν ανεκτήν εις τους Ιουδαίους την αφόρητον τυραννίαν του· τον Ναόν διά την οικοδόμησιν του οποίου χίλιαι άμαξαι εχρειάσθησαν και δεκακισχίλιοι εμισθώθησαν τεχνίται, και χίλιοι ιερείς εν ιερατικαίς στολαίς ειργάσθησαν διά να καταθέσωσι τους λίθους τους οποίους οι τεχνίται είχον πελεκήσει ήδη· τον Ναόν, ενί λόγω, όστις ήτο θαύμα του κόσμου! Ούτος εκτίζετο επί 46 έτη και ακόμα ήτον ατελείωτος· και αυτός ο άγνωστος Γαλιλαίος νεανίας τους εκάλει να τον κατεδαφίσωσι, και Αυτός θα ήτον ικανός τον ανεγείρη εις τρεις ημέρας! Τοιαύτην κατά γράμμα ερμηνείαν έδωκαν, και ουδ' υπώπτευσαν το μυστήριον το υποκρυπτόμενον εις τους λόγους του νεαρού Γαλιλαίου.
Πόσον ανεξάλειπτος έμεινεν έκτοτε η εντύπωσις των λόγων αποδεικνύεται εκ του ότι, τρία έτη ύστερον, την μαρτυρίαν ταύτην μάλιστα επεκαλέσθησαν εναντίον του Ιησού οι κατήγοροί Του, και οι ψευδομάρτυρες, οι διαστρέψαντες τους λόγους του ως εξής: «Δύναμαι καταλύσαι τον Ναόν τούτον» ενώ ο Ιησούς ουδέποτε είπεν ότι Αυτός θα κατέλυε τον Ναόν. Αλλ' η διαστροφή αύτη συνέφερεν εις τους σκοπούς των εχθρών Του, όπως τον παραστήσωσιν εις τους κρατούντας ως στασιαστήν. «Εκείνος δε ελάλει (προσθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) περί του Ναού του ιδίου σώματος». Και μόνον μετά την ανάστασίν Του εννόησαν οι μαθηταί την σημασίαν των λόγων Του. Και ουδέν παράδοξον τούτο, επειδή ήσαν λόγοι βαθυτάτης εννοίας. Μέχρι τούδε υπήρξε μόνον είς Ναός του αληθούς Θεού, και ούτος χειροποίητος. Από τούδε το Πνεύμα του Θεού κατώκει εν ναώ ουχί χειροποιήτω, αλλ' εν τω ιερώ Σώματι του Υιού του Θεού όστις εγένετο σαρξ. Ούτος εσκήνωσεν εν ημίν. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της Πεντηκοστής, τρία έτη ύστερον, και από τότε εις τους αιώνας το Άγιον Πνεύμα του Θεού έμελλε να προτιμά υπέρ πάντα ναόν την ευθείαν και καθαράν καρδίαν. Πας δε χριστιανός έμελλε να είναι, εις το θνητόν σώμα του, ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέν προσβλητικώτερον εις το παχυλόν, εις το φαρισαϊκόν πνεύμα, το προσκολλώμενον εις τα υλικά, ουδέν αντιπαθέστερον της υψηλής ταύτης αληθείας, ότι ο καθηγιασμένος ναός εις τα Ιεροσόλυμα δεν θα ήτο πλέον του λοιπού ο προνομιούχος τόπος εν ώ οι άνθρωποι θα ελάτρευον τον Πατέρα. Και όμως θα ηδύναντο, αν ήθελον, να λάβωσιν ασθενή τινα έννοιαν των υπό του Χριστού λεχθέντων. Πρέπει να εγνώριζον ότι διά της φωνής του Ιωάννου Αυτός είχε κηρυχθή ο Μεσσίας· πρέπει να κατενόησαν τι τους είπεν ύστερον ότι εν τω τόπω τούτω υπήρχέ τις μείζων του Ναού· πρέπει να εμελέτησαν την έκφρασιν ενός των ραββίνων των, την σχετιζομένην με την προφητικήν γλώσσαν του Δανιήλ ότι ο Άγιος των Αγίων ήτο Αυτός ο Μεσσίας.
Υπάρχει δε μία βαρυσήμαντος ένδειξις ότι εισέδυσαν κάπως εις την έννοιαν των λόγων του Ιησού. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν καθ' ην ο Ιησούς έκειτο νεκρός εν τω λιθίνω τάφω, αυτοί προσήλθον εις τον Πιλάτον και είπον αυτώ: «Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, «Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Λοιπόν δεν υπάρχει που ίχνος ότι ο Ιησούς είπε ποτέ τοιούτους λόγους ευκρινώς προς αυτούς· και αν δεν το ήκουσαν από τον Ιούδαν, ή από την φήμην, τουτέστιν, αν το «εμνήσθημεν» δεν είνε κατάφωρον ψεύδος, δεν ηδύναντο ν' αναφέρωνται εις άλλην περίστασιν ειμή εις αυτήν. Και ότι το ήκουσαν παρά τινος των Αποστόλων ήτο λίαν απίθανον· διότι οι Απόστολοι με τας βραδείας καρδίας των δεν είχον εννοήσει την ρήσιν του Ιησού. Πώς τότε συνέβη οι Φαρισαίοι και ιερείς να εννοώσι καλλίτερον από τους ιδίους μαθητάς Του ό,τι έλεγεν ο Κύριος; Επειδή δεν ήσαν καθώς οι Απόστολοι απονήρευτοι, άδολοι και απλοϊκοί άνθρωποι, και επειδή, με όλην την γνώσιν και την διορατικότητά των, αι καρδίαι των ήσαν ήδη πλήρεις του μίσους και της αποστροφής ήτις απέληξεν εις τον φόνον του Χριστού, και ήτις απέρριψε την ενοχήν του αίματος Του επ' αυτούς και επί τα τέκνα αυτών.
Αλλ' υπήρχεν ακόμη και άλλη έννοια την οποίαν ενείχον αι λέξεις, όχι βεβαίως ολιγώτερον απεχθής εις τας προλήψεις των, αλλ' ουχ' ήττον πλήρης νουθεσίας, και εναργεστέρα εις την αντίληψίν των. Ο Ναός ήτο η καρδία του όλου Μωσαϊκού συστήματος, το στραταρχείον, ούτως ειπείν, της όλης λευιτικής τελετουργίας. Βεβηλούντες τον ναόν εκείνον, και ανεχόμενοι να βεβηλούται ούτος – ανεχόμενοι Εκείνον τον οποίον ήθελον απλώς να θεωρούν ως πτωχόν Γαλιλαίον διδάσκαλον να κατορθοί την αποκάθαρσιν εκείνην του Ναού την οποίαν, είτε εκ νωθρότητος, είτε εξ ιδιοτελείας, ούτε ο Καϊάφας, ούτε ο Άννας, ούτε ο Ιλλήλ ούτε ο Σαμμαΐ, ούτε ο Γαμαλιήλ ούτε ο Ηρώδης είχον ριψοκινδυνεύσει επιχειρήσωσι – δεν κατέστρεφον οιονεί τον Ναόν εκείνον, δεν κατέλυον το σύστημα, δεν εμαρτύρουν δι' αυτών των πράξεών των ότι δι' αυτούς η αληθής σημασία του είχε παρέλθη; Τελειώσατε λοιπόν, θα ηδύνατο να τους είπη, προφητεύων άμα και παρέχων αυτοίς άδειαν, τελειώσατε άνευ αναβολής το έργον τούτο της διαλύσεως· εις τρεις ημέρας εγώ, ως Λυτρωτής εγηγερμένος, θ' ανορθώσω κάτι καλλίτερον και μεγαλείτερον όχι υλικόν Ναόν, αλλά ζώσαν Εκκλησίαν. Τοιαύτην έννοιαν φαίνεται να ενείδεν εις λόγους τούτους ο Άγ. Στέφανος. Τοιαύτην έννοιαν αναπτύσσει εις πολλά χωρία των επιστολών η απαράμιλλος λογική του Παύλου. Αλλ' εις αυτήν την έννοιαν και εις πάσαν άλλην ήσαν κωφοί, και αμβλείς και τυφλοί. Φαίνεται δε ότι απήλθον από του Ιησού σιωπηλοί, αλλά σκυθρωποί, φιλύποπτοι και οργίλοι.
Ποία μεγάλα έργα ετέλεσε τότε ο Ιησούς δεν δυνάμεθα να είπωμεν. Επίστευσάν τινες εις Αυτόν, αλλ' αι καρδίαι των ήσαν ψυχραί και νωθραί και ψευδείς ακόμη.
Χαρακτήρ του Νικοδήμου. – Οι μαθηταί του Ιησού βαπτίζουσι. – Τα παράπονα των μαθητών του Ιωάννου. – Γενναία και θλιβερά απάντησις.
Πάσα αίρεσις ή σύστημα ανθρώπων δυνατόν να συνίσταται κατά το πλείστον από αλαζόνας φανατικούς και ισχυρογνώμονας ψευδευλαβείς, αλλά θα είνε παράδοξον αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ αυτών και εξαιρέσεις· παράδοξον αν δεν υπάρχουσι και ευαίσθητοι ή ειλικρινείς άνθρωποι μεταξύ αυτών. Και μεταξύ των αρχόντων, των γραμματέων, Φαρισαίων, και των πλουσίων μελών του Συνεδρίου, ο Χριστός εύρε τους πιστεύοντας και τους ακολουθούντας. Ο πρωιμώτατος και επισημότατος τούτων ήτο ο Νικόδημος, πλούσιος άρχων, Φαρισαίος, και μέλος του Συνεδρίου.
Εντοσούτω φυσική τις δειλία φαίνεται εις παν ό,τι τα Ευαγγέλια λέγουσι περί του Νικοδήμου· δειλία ήτις δεν δύναται να κατανικηθή εξ ολοκλήρου ούτε υπό της ειλικρινούς επιθυμίας να γνωρίση και να φιλιωθή μ' Εκείνον τον οποίον εγνώριζεν ως προφήτην, καί τοι δεν τον ανεγνώρισε παρευθύς ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν. Ούτω αι ολίγαι λέξεις τας οποίας παρενέβαλε διά να περιστείλη την άδικον μανίαν των συναδέλφων του ερείδονται προφυλακτικώς επί γενικής αρχής, και δεν ελέγχουσιν ένδειξιν της ιδίας πίστεώς του εις τον Γαλιλαίον, τον οποίον η αίρεσίς του μισεί και καταδιώκει. Και όταν ακόμη η δύναμις της αγάπης του Χριστού, η φανερωθείσα επί του Σταυρού, κατέστησε τολμηρούς τους δειλοτάτους των μαθητών, ο Νικόδημος δεν προέρχεται εις το μέσον με τα λαμπρά δώρα της ιδίας στοργής Του εωσότου το παράδειγμα εδόθη υπό άλλου εφαμίλλου του κατά την κοινωνικήν τάξιν και τον πλούτον.
Ο Νικόδημος ήλθε διά νυκτός προς τον Ιησούν. Επεθύμει να γνωρίση καλλίτερον τον νεαρόν Γαλιλαίον προφήτην ον ανεγνώριζεν ως διδάσκαλον θεόπεμπτον· αλλά δεν ήθελε να εκθέση την ιδίαν αξιοπρέπειάν του επισκεπτόμενος αυτόν δημοσία. Ο δε τρόπος των ερωτήσεών του ήτο μάλλον πλάγιος, και ωμίλει δι' εισηγήσεων και υποδηλώσεων προς τον Ιησούν.
Ο κύριος είδε βαθέως εις την καρδίαν αυτού, και αποφεύγων πάσαν διατύπωσιν και παν προοίμιον, τον εξέπληξε διά της απαντήσεως: «Εάν μη τις αναγεννηθή, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού». Ο μαθητής μου οφείλει να είναι ιδικός μου ψυχή και καρδία, άλλως δεν είναι μαθητής μου παντάπασιν.
Ο Κύριος δεν ωμίλει περί σαρκικής γεννήσεως, αλλά περί της πνευματικής εκείνης αναγεννήσεως, ήτις οφείλει να είναι γέννησις δι' ύδατος και πνεύματος, τουτέστι κάθαρσις άμα και ανακαίνισις, εξωτερικόν σύμβολον και εσωτερική χάρις, θάνατος τη αμαρτία και νέα γέννησις εις δικαιοσύνην.
Ο Νικόδημος ηδύνατο μόνον ν' απαντήση δι' εκφράσεως δυσπίστου εκπλήξεως. Εθνικός δυνατόν να είχεν ανάγκην νέας γεννήσεως διά να γείνη δεκτός εις την Ιουδαϊκήν κοινωνίαν· αλλ' αυτός, τέκνον του Αβραάμ, Ραββίς και ζηλωτής φύλαξ του νόμου, ηδύνατό ποτε να έχη τοιαύτην ανάγκην; Πώς γίνεται;
Συ είσαι ο διδάσκαλος του Ισραήλ ηρώτησεν ο Κύριος, και δεν γνωρίζεις ταύτα; Συ είσαι το τρίτον μέλος του Συνεδρίου, ο σ α κ ά μ, ήτοι ο σοφός, και όμως δεν γνωρίζεις το πρώτον και απλούστερον μάθημα της μυήσεως εις την βασιλείαν των ουρανών; Εάν η γνώσις σου είναι τόσον σαρκική, τόσον περιορισμένη, εάν ούτω προσκόπτεις επί του ουδού, πώς δύνασαι να εννοήσης τας βαθυτέρας εκείνας αληθείας, τας οποίας Εκείνος μόνον όστις κατήλθεν εξ ουρανού ήλθε να αποκαλύψη;
Ο Σωτήρ εξηκολούθει ν' αποκαλύπτη εις τον διδάσκαλον τούτον του Ισραήλ πράγματα μεγαλείτερα και υψηλοτέρα ακόμη. Και το «υψωθήναι δει τον Υιόν του Ανθρώπου» είναι άμα και κυριολεκτικόν (= σταυρωθήναι) και μεταφορικόν, ήτοι δοξασθήναι. Και πώς ο Θεός εξεδήλωσε την αγάπην Αυτού πέμψας τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή, ουχί ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σώση τον κόσμον· και την απολύτρωσιν πάντων διά της πίστεως της εις Αυτόν· και την καταδίκην την μέλλουσαν να πέση επί εκείνους οίτινες οικειοθελώς απορρίπτουσι τας αληθείας τας οποίας ήλθε να διδάξη.
Ταύτα ήσαν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, και ταύτα πρέπει να εισήλθον βαθέως εις την ψυχήν του προληπτικού Φαρισαίου. Μετά πραότητος δε ήλεγξεν ο Χριστός και τον φόβον όστις έκαμε τον επίσημον τούτον ραββίνον να ζητή την σκέπην της νυκτός προκειμένου περί πραγμάτων τα οποία έπρεπεν εις το φως της ημέρας και δημοσία και αφόβως να κηρυχθώσι.
Ποια άλλα διδάγματα εκηρύχθησαν και πόσα εγένοντο σημεία κατά το πρώτον τούτο Πάσχα, δεν λέγουν οι Ευαγγελισταί. Ευρών πείσμονα και τυφλήν αντίστασιν, ο Κύριος απήλθε μετά των μαθητών Του εις την Ιουδαίαν, ως φαίνεται, παρά τας όχθας του Ιορδάνου, διότι εκεί ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής μας λέγει, ότι οι μαθηταί Του ήρχησαν να βαπτίζωσι. Οι θεολόγοι συνεζήτησαν μετά λεπτολογίας οποίον ήτο το πρώτον τούτο βάπτισμα, το οποίον φαίνεται να υπήρξε προεικόνισμα του μέλλοντος Μυστηρίου, επιτραπέν, όχι διαταχθέν υπό του Χριστού.
Ιωάννης ο Βαπτιστής εξηκολούθει ακόμη το βάπτισμα της μετανοίας. Μεθ' όσα και αν ελογομάχησαν οι θεολογούντες, το βάπτισμα του Ιωάννου, όπως και το των μαθητών του Χριστού, πρέπει να θεωρήται ως σύμβολον μετανοίας και καθαρότητος. Όστις δε φρονεί ότι η μετάνοια είνε «η νεωτέρα αδελφή της αθωότητος», και ότι δι' όλους τους αμαρτήσαντας είνε αύτη ο σκοπός και το έργον της ζωής, δεν θα εκπλαγή ότι το πρώτον κήρυγμα του Ιησού, ως του Ιωάννου, υπήρξε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Ο αστήρ του Ιωάννου, όστις έλαμψεν εις το λυκαυγές της Ευαγγελικής αναγεννήσεως, ήρχισε ν' αμαυρούται ήδη. Το πνεύμα του, εν άκρα ταπεινώσει και πραότητι, υπετάγη εις το θέλημα του Θεού. Είχε μεταβή εις Αινών, εγγύς της Σαλήμ, περί της θέσεως της οποίας οι γεωγράφοι δεν συμφωνούσιν. Ολίγοι ακόμη ήρχοντο εις το βάπτισμά του, πολύ δε περισσότεροι συνέρρεον εις το βάπτισμα των μαθητών Χριστού. Η αγεννής ζηλοτυπία, ήτις δεν ηδύνατο να επισκοτίση την φωτισμένην ψυχήν του Βαπτιστού, εύρεν έτοιμον χώρον εις τας καρδίας των οπαδών του. Κάποιος Ιουδαίος φιλόνικος τους είχεν ενοχλήσει δι' έριδος περί καθαρισμού, εκείνοι δε είπον προς τον διδάσκαλόν των:
– «Ραββί, ιδού ος ην μετά σου πέραν του Ιορδάνου, περί ου και εμαρτύρησας, βαπτίζει, και πάντες προς αυτόν, έρχονται».
Η παράλειψις του ονόματος, ο τόνος οργής, όλα εμφαίνουσι την αντιζηλίαν εις την παρατήρησιν ταύτην. Η απάντησις του Ιωάννου υπήρξε γενναία και αξία αυτού. «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». Δεν ήτον αυτός ο Νυμφίος, αλλ' ο φίλος του Νυμφίου. Δεν ήτον το φως, αλλ' ο λύχνος. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Υιός του Θεού, είχεν ανατείλη ήδη, και μόνον όστις πιστεύση εις Αυτόν θα έχη ζωήν αιώνιον.
Επάνοδος του Ιησού εις Γαλιλαίαν. – Το φρέαρ του Ιακώβ. – Η συνδιάλεξις μετά της γυναικός. – Ιερουσαλήμ και Γαριζέν. – Αποκάλυψις του Μεσσίου.
Ο φιλόνικος Ιουδαίος όστις τόσον βαθέως συνεκίνησε τους μαθητάς του Ιωάννου δυνατόν να ήτο είς των εξοχόντων Φαρισαίων· και ο Κύριος τάχιστα εγνώρισεν ότι επετήρουν τας κινήσεις του με εχθρικόν όμμα. Η προς τον Ιωάννην έχθρα των εγένετο βαθυτέρα έχθρα προς Αυτόν. Ακούσας δε ο Χριστός ότι ο Ιωάννης συνελήφθη υπό Ηρώδου του Αντίπα και εβλήθη εις την φυλακήν, απήλθεν εκ της Ιουδαίας και ανεχώρησε πάλιν εις την Γαλιλαίαν.
Εκκινήσας λίαν πρωί, εστάθη μετά πολλάς ώρας εις τα εγγύς της πόλεως Συχάρ προς αναψυχήν, όπου ήτο το φρέαρ του Ιακώβ. Ήτο μεσημβρία, και ο Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Οι μαθηταί Του, ίσως τα δύο ζεύγη των αδελφών (Πέτρος και Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης), και μετ' αυτών ο Φίλιππος και Βαρθολομαίος, είχον απέλθη ν' αγοράσωσι τροφάς εις την πόλιν· και πεινών και διψών, Εκείνος όστις έφερεν όλας τας ασθενείας μας, εκάθισε κουρασμένος, περιμένων αυτούς. Τότε η μοναξία Του διεκόπη διά της εμφανίσεως μιας γυναικός. Τον Μάιον κατά την μεσημβρίαν εν Παλαιστίνη ο καύσων δυνατόν να είνε σφοδρός, αλλά δεν είνε και τόσον υπερβολικός ώστε να εμποδίζη την έξοδον από της οικίας και την σύντομον πορείαν· και η γυνή αύτη, ή κατά τύχην, ή διότι δεν ήτο καλής φήμης, και ήθελε ν' αποφύγη την ώραν καθ' ην αι γυναίκες όλης της πολίχνης θα συνέρρεον εις το φρέαρ, ήρχετο ν' αντλήση ύδωρ.
Ο Κύριος ήτο διψασμένος και κουρασμένος, κατά το ανθρώπινον, και η παρουσία της θα τον ηυχαρίστησε, διότι «άντλημα ουκ είχε, και το φρέαρ ην βαθύ». Η σκηνογραφία της χλοεράς κοιλάδος με τους αστάχυς και τα μεγάλα δένδρα, αι μεγάλαι αναμνήσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, του οποίου ο τάφος ευρίσκετο εκεί πλησίον, του Ιησού του Ναυή και του Γεδεών, ενέπνεον και παρείχον αφορμήν εις μελέτας. Η γειτνίασις των δύο ορέων, δεξιόθεν και αριστερόθεν, του Γαριζίν και του Γεβάλ, διηγούντο ολόκληρον ιστορίαν. Εις το πρώτον των δύο τούτων ορέων προσεκύνουν οι Σαμαρείται, καθώς οι Ιουδαίοι εις Ιερουσαλήμ, και επί των δύο αι φυλαί του Ισραήλ ανά έξ, απήγγειλαν το πάλαι τας περιφήμους ευλογίας και τας αράς: «Ευλογημένος ει εν πόλει, και ευλογημένος ει εν αγρώ», κτλ.
Ο Κύριος είπε προς την γυναίκα: «Δος μοι ύδωρ πιείν».
Πας όστις εταξείδευσεν εις την Ανατολήν γνωρίζει πόσον πρόθυμος και φιλόφρων είνε η απάντησις. Ο ελεεινός Φελλάχος και ο άξεστος Βεδουίνος φαίνεται αισθανόμενος μεγάλην ευχαρίστησιν να υπακούση εις την εντολήν του παρ' αυτώ μεγάλου προφήτου, και να δώση ύδωρ εις τον διψώντα. Και όμως τόσον θανάσιμος ήτο η έχθρα και αντιζηλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, ώστε η αίτησις έκαμε την γυναίκα να εκπλαγή μόνον. Η ενδυμασία του Ιησού, ως και ο τρόπος καθ' ον επρόφερε την φράσιν «Τενί λιστόθ» (δος μοι να πίω), έδειξαν αυτή ότι Εκείνος ήτο Ιουδαίος, Ιουδαίοι δε και Σαμαρείται «ου συγχρώνται», τουτέστι δεν συγκοινωνούσι προς αλλήλους.
Μετά πραότητος είπεν αυτή ο Κύριος, ότι, εάν είξευρε την δωρεάν του Θεού, και τις ήτον ο λέγων αυτή δ ο ς μ ο ι π ι ε ί ν, αυτή θα του εζητούσε, κ' εκείνος θα της έδιδεν ύδωρ ζων. Εκείνη εκύτταξε το φρέαρ, εκατόν πόδας βαθύ, και άντλημα Αυτός δεν είχε. Πόθεν λοιπόν είχε το ύδωρ το ζων; Μήπως Συ είσαι μεγαλείτερος από τον πατέρα ημών Ιακώβ, όστις έσκαψε το φρέαρ τούτο και έπιεν εξ αυτού;
Ο πατήρ σας Ιακώβ έπιεν εκ του φρέατος τούτου και απέθανε· το ύδωρ, το οποίον θα δώσω Εγώ, όστις πίη, δεν θα διψήση εις τον αιώνα. – Κύριε, δος μοι από το ύδωρ αυτό, διά να μη διψώ, και να μην έρχομαι καθημερινώς εις το φρέαρ.
Ο Κύριος είπεν αυτή: Ύπαγε, φώνησόν σου τον άνδρα. Αυτή ηναγκάσθη τότε ν' απαντήση ότι δεν είχεν άνδρα. Και ο Κύριος, επιβεβαιών την εξομολόγησίν της, έδειξεν ότι γνωρίζει ως καρδιογνώστης το μυστικόν του εκλελυμένου βίου της: «Αληθώς είπας ότι ουκ έχεις άνδρα· πέντε γαρ έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ».
Είδε τότε εκείνη ότι Προφήτης ήτο ενώπιόν της, αλλά συγχρόνως έδειξε την κορυφήν του όρους Γαριζέν, και λέγει προς αυτόν: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και ημείς λέγετε ότι εν Ιερουσαλήμ εστιν ο τόπος όπου δει προσκυνεί».
Εν συγκρίσει προς την νόθον λατρείαν των Σαμαρειτών ο Ιουδαϊσμός ήτο αγνός και αληθής. Αλλ' όμως παρά τούτο εξέφερε προς αυτήν την ισχυράν και αξιομνημόνευτον πρόρρησιν ότι έρχεται ώρα ότε οι αληθινοί προσκυνηταί, ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιερουσαλήμ, αλλ' εν παντί τόπω προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία.
Βαθέως τότε συνεκινήθη εκείνη, και είπεν ότι, όταν έλθη, ο Μεσσίας, θα διδάξη πάντα ταύτα· και ο Κύριος είπε τότε την απλήν και φοβεράν αλήθειαν: «Ο λαλών σοι Εγώ ειμι».
Η γέννησίς Του απεκαλύφθη το πρώτον διά νυκτός εις ολίγους ταπεινούς και αφανείς ποιμένας· η πρώτη πλήρης και σαφής υπ' Αυτού αναγγελία του αξιώματός Του ως Μεσσίου εγένετο πλησίον ερημικού φρέατος εν μεσημβρία και προς αφανή εκ Σαμαρείας γυναίκα. Και προς την πτωχήν ταύτην, την αμαρτωλόν και αμαθή ξένην εξηνέχθησαν λόγοι αθανάτου σημασίας, προς τους οποίους όλαι αι μέλλουσαι γενεαί έμελλον να τείνωσι τα ώτα με συνεχομένην πνοήν και γονυκλινείς.
Τις θα επενόει, τις θα εφαντάζετο απλώς πράγματα τόσον ανόμοια με τους λογισμούς των ανθρώπων όπως αυτά;
Κ' εδώ η συνδιάλεξις διεκόπη· διότι οι μαθηταί, και μεταξύ αυτών κ' εκείνος όστις τα διηγείται, επέστρεψαν προς τον διδάσκαλόν των. Μακρόθεν είδον και εσκανδαλίσθησαν. Αυτός ο Ιουδαίος, αυτός ο Ρεββί, να ομιλή με γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα και αμαρτωλήν! Και όμως δεν ετόλμησαν τίποτε να είπουν ούτε να Τον ερωτήσουν. Το αίσθημα του μεγαλείου Του, η αγάπη και η πίστις ην μόνη η παρουσία Του ενέπνευε, επεσκίαζον πάσαν περιέργειαν.
Εν τω μεταξύ η γυνή έτρεξεν εις την πολίχνην και διηγήθη πάντα όσα ήκουσε. Δεύτε ίδετε καρδιογνώστην. Μήτοι ούτος εστιν ο Χριστός;
Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε. Τάχα δεν ενόησαν ότι από παιδός δεν είχε τραφή με άρτον μόνον; Αι Γραφαί των ήσαν πλήρεις ζωντανών μεταφορών, και όμως δεν ηδύναντο να εξαρθώσιν εις ανωτέραν έννοιαν, και η μόνη ερμηνεία των ήτο ότι κάποιος Του έδωκε να φάγη. Πόσον σκληρόν πρέπει να ήτο δι' Αυτόν το να ευρίσκη συνεχώς μεταξύ των ιδίων εκλεκτών Του τοιαύτην ανικανότητα εις το κατανοείν! Αλλά δεν είχεν ανυπομονησίαν Αυτός ο πράος και ταπεινός τη καρδία. «Εμόν βρώμα, είπεν, ίνα ποιώ το θέλημα του Πέμψαντός Με, και τελειώσω Αυτού το έργον».
Η συνομιλία των ελθόντων τότε Σαμαρειτών τους έπεισε πολύ βαθύτερον ή όσον η διήγησις της γυναικός ότι Αυτός ήτον ο Σωτήρ του Κόσμου. Ευμενώς δεχθείς την αίτησίν των έμεινε παρ' αυτοίς μετά των μαθητών Του επί δύο ημέρας. Η δε διδασκαλία των δύο τούτων ημερών μεγάλως συνετέλεσεν εις την ύστερον επιστροφήν των Σαμαρειτών.
«Οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον». – Μία ιουδαϊκή Συναγωγή. – Ο λόγος του Ιησού. – Η μανία των Ναζαρηνών. – Διαφυγή του Ιησού και αναχώρησις από την Ναζαρέτ.
Μέχρι τούδε ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν οδηγίαν του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εδώ δε διά πρώτην φοράν συναντώμεν το δύσκολον ζήτημα περί της ορθής χρονολογικής τάξεως τον συμβεβηκότων εν τω κηρύγματι του Κυρίου.
Πληθύς συγγραφέων εις όλα τα χριστιανικά έθνη αφιέρωσαν έτη, τινές εξ αυτών όλην την ζωήν των, εις την λύσιν του ζητήματος τούτου, και ακόμη το ζήτημα μένει άλυτον. Το επ' εμοί, θα προσπαθήσω να διηγηθώ τα γεγονότα κατά την τάξιν εκείνην ήτις φαίνεται η πιθανωτέρα.
Η θεία έμπνευσις ήτις ωδήγει τους Ευαγγελιστάς εις την διήγησιν του βίου του Χριστού ήτο οποία ήρχει διά να τους καταστήση ικανούς να είπωσι παν ό,τι αναγκαίον διά την ειρήνην και την ευεξίαν των ψυχών μας, αλλά πόρρω απέχουσα του να ευχαριστήση την περιέργειάν μας ή και το ιστορικόν ενδιαφέρον μας. Ενταύθα δε υπάρχει και άλλη ένδειξις ότι οι λογισμοί μας πρέπει να προσκολλώνται εις το πνευματικόν μάλλον ή το υλικόν· εις τον Χριστόν όστις ζη εις τους αιώνας και είναι μαζύ μας πάντοτε πολλώ μάλλον παρά εις τα εξωτερικά συμβάντα της ανθρωπίνης εκείνης ζωής ήτις, κατά την θείαν βουλήν, υπήρξε το όργανον της απολυτρώσεως του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει ότι, μετά διήμερον διατριβήν αναμέσων των ανοικτοκάρδων Σαμαρειτών της Συχάρ, ο Ιησούς απήλθεν εις την Γαλιλαίαν, διότι Αυτός εμαρτύρησεν ότι προφήτης ου τετίμηται εν τη πατρίδι αυτού. Προσθέτει δε ότι, ότε ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, οι Γαλιλαίοι Τον εδέχθησαν, καθό ιδόντες όλα όσα έπραξεν εν Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν. Και λέγει, ευθύς ύστερον, ότι ο Ιησούς ήλθε πάλιν εις Κανά της Γαλιλαίας όπου εθεράπευσε τον υιόν του άρχοντος.
Ο σκοπός του Ιωάννου δεν ήτο να ενδιατρίψη επί της διδασκαλίας της εν Γαλιλαία, ήτις ιστορήθη ήδη υπό τον συνοπτικόν, τουτέστι τον τριών άλλων Ευαγγελιστών. Από το Ευαγγέλιον του Λουκά λαμβάνομεν την πληρεστέραν γνώσιν περί της περί πρώτης δημοσίας πράξεως του Κυρίου ημών εις την ιδίαν πατρίδα του.
Φαίνεται ότι ο Ιησούς δεν διηυθύνθη από Συχάρ εις Ναζαρέτ. Καθ' οδόν εδίδασκεν συνεχώς, εν μέσω του γενικού θαυμασμού και της αποδοχής, εις τας Συναγωγάς της Γαλιλαίας. Ούτω έφθασεν εις Ναζαρέτ, και κατά το σύνηθες αυτώ από της παιδικής ηλικίας, εισήλθεν εις την Συναγωγήν εν Σαββάτω.
Υπήρχε μόνον μία Συναγωγή εις την πολίχνην, και πιθανώς ωμοίαζε καθ' όλα, εκτός κατά το πενιχρόν της προσόψεως και της κατασκευής, προς τας Συναγωγάς των οποίων βλέπομεν τα ερείπια εις Τελ Χουμ και Ιρβίδ. Ήτο απλώς ορθογώνιος στοά μετά τινος εκ στύλων προπυλαίου, με το αγιαστήριον βλέπον προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώλια υπήρχον από την μίαν πλευράν διά τους άνδρας, από την άλλην, όπισθεν δρυφάκτου, διά τας γυναίκας, αίτινες εκάθηντο εκεί βαθύπεπλοι. Εις έν άκρον υπήρχε το ομοίωμα της κιβωτού, το οποίον περιέκλειε τας Ιεράς Γραφάς· και εις το πλάγιον υπήρχε το αναλόγιον διά τον αναγνώστην ή κήρυκα. Εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο οι πρεσβύτεροι, προεξήρχε δε αυτών ο αρχισυνάγωγος, και κατώτεροι τον βαθμόν υπήρχον ο βιβλιοφύλαξ, ο ιεροφύλαξ και οι διάκονοι της Συναγωγής.
Η ακολουθία και η προσευχή η εν τη Συναγωγή ωμοίαζε με την των προτισταντικών εκκλησιών των ημερών μας. Μετά τας προσευχάς, δύο περικοπαί ανεγινώσκοντο πάντοτε, μία από την Πεντάτευχον και μία από τους Προφήτας. Επειδή δε δεν υπήρχον χειροτονημένοι λειτουργοί όπως διεξάγωσι τας ακολουθίας, διότι το αξίωμα των ιερέων και των Λευιτών ήτο όλως διάφορον εν Ιερουσαλήμ, τα αναγνώσματα ταύτα ηδύναντο όχι μόνον να γείνωσιν από πάντα αρμόδιον όστις θα εζήτει άδειαν από τον αρχισυνάγωγον, αλλ' ο αναγινώσκων ηδύνατο και να προσθέση το σχόλιόν του.
Η ανάγνωσις της περικοπής της εκ των βιβλίων του Μωυσέως φαίνεται να είχε τελειώσει όταν ο Ιησούς ανέβη τας βαθμίδας του αναλογίου. Ο βιβλιοφύλαξ τότε ενεχείρησεν Αυτώ τον τόμον ή κύλινδρον, εφ' ου ήτο γεγραμμένη η προφητεία του Ησαΐου, και ο Κύριος ήρχισε ν' αναγινώσκη το γνωστόν κεφάλαιον.
Текст предоставлен ООО «ЛитРес».
Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.
Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.