Σωκράτης ο υιός του Σωφρονίσκου εγεννήθη το 469 π.Χ. Ο πατήρ αυτού ήτο γλύπτης· η δε μήτηρ Φαιναρέτη ήτο μαία. Κατά την νεότητά του εδιδάχθη παρά του πατρός του την γλυπτικήν· απέκτησε δε εις την τέχνην αυτήν πολλήν δεξιότητα. Παυσανίας ο περιηγητής είδεν εν τη Ακροπόλει τρία αγάλματα, παριστώντα τας Χάριτας, άτινα εθεωρούντο ως έργα του Σωκράτους. Περί της περαιτέρω εκπαιδεύσεως αυτού πολύ ολίγα γνωρίζομεν. Γνωστόν μόνον είνε, ότι ωφελήθη από την διδασκαλίαν του σοφιστού Προδίκου και του μουσικού Δάμωνος· δεν διέκειτο όμως φιλικώς προς τους σοφιστάς, οι οποίοι τότε πολύν θόρυβον και επίδειξιν έκαμνον. Ο Σωκράτης λοιπόν έγινεν ό,τι έγινε μόνον διά των ιδικών του μελετών.1 Την προσωπικήν του αξίαν οφείλει εις εαυτόν μόνον, αυτός δι' εαυτού γενόμενος ο θεμελιωτής της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι αρχαίοι καλούσιν αυτόν μαθητήν του Αναξαγόρου και του φυσικού Αρχελάου. Αλλά ταύτα απεδείχθησαν αβάσιμα. Ο ίδιος δεν έσχεν ή δεν εζήτησεν άλλα μέσα προς εκπαίδευσίν του, εκτός εκείνων, τα οποία παρέσχεν εις αυτόν η γεννέτειρά του πόλις. Πλην μιας θρησκευτικής εκδρομής και τριών πολεμικών εκστρατειών, εις ας έλαβε μέρος εις εκπλήρωσιν των προς την πατρίδα καθηκόντων, ουδέποτε άλλοτε απεδήμησεν εξ Αθηνών.
Πότε ακριβώς ο Σωκράτης ήρχισε το φιλοσοφικόν αυτού στάδιον, αφιερωθείς εις την ανατροφήν της νεολαίας της πατρίδος του, δεν γνωρίζομεν μετά βεβαιότητος· ουδέ δυνάμεθα ν' αποφανθώμεν πότε ακριβώς εκυκλοφόρησε κατά πρώτον ο χρησμός του Δελφικού μαντείου, όστις απεκάλεσεν αυτόν «σοφώτατον πάντων ανθρώπων». Μόνον κατά προσέγγισιν δυνάμεθα να ορίσωμεν τον χρόνον τούτον, στηριζόμενοι επί της παραστάσεως των Νεφελών του Αριστοφάνους, ήτις έγινε το 423 π. Χ. εις διακωμώδησιν της δράσεως του Αθηναίου σοφού.
Εις τας συνομιλίας του ο Σωκράτης παρίσταται σχεδόν πάντοτε ως ο πρεσβύτερος μεταξύ των μαθητών του. Η μέθοδός του δε η επιστημονική, η όλως διόλου αντίθετος προς τον αλαζονικόν τρόπον της διδασκαλίας των σοφιστών, ήτο η άτεχνος διαλογική, η οποία ιδίως ήτο καταληπτή εις τον λαόν. Ο Σωκράτης ήρχιζε συνήθως τας διαλεκτικάς διδασκαλίας του από τα μάλλον εγγύτερα περιστατικά, πολλάκις όλως διόλου άσημα, και ελάμβανε τα παραδείγματα, τα χρησιμεύοντα εις αυτόν, και τας αποδείξεις εκ του κοινού βίου. Οι σύγχρονοι τον εμέμφοντο ότι πάντοτε ωμίλει περί φορτηγών ζώων, σιδηρουργών, υποδηματοποιών και βυρσοδεψών. Τον βλέπομεν πάντοτε εις τας πλατείας των Αθηνών, εις τα γυμνάσια και τα εργαστήρια, από πρωίας μέχρις εσπέρας, ενασχολούμενον εις συνομιλίας μετά νέων και γερόντων και συζητούντα μετ' αυτών περί του τελικού σκοπού και της αποστολής εν τω κόσμω του ανθρώπου, εξελέγχοντα αυτούς διά την αμάθειαν και παροτρύνοντα να αφήσουν την ακηδίαν και ραθυμίαν και να φθάσουν διά της προσοχής και μελέτης εις την γνώσιν. Ο Σωκράτης ούτω δίδει συμβουλάς και νουθεσίας προς πάσαν ανθρωπίνην ενέργειαν, είτε προς τον δημόσιον βίον αποβλέπουσαν, είτε εις την οικιακήν οικονομίαν, και προς παν επιτήδευμα εν γένει ή επιστήμην και τέχνην, μετά γνώσεως και ειδικότητος θαυμαστής, ως εάν ήτο παγνώστης και παντεχνίτης. Εις πάντα δε ταύτα τα συζητούμενα θέματα δεξιώτατα παρενέβαλε και σκέψεις, όπως διεγείρη μεταξύ των ομιλητών του την τάσιν προς την αληθή γνώσιν και την ηθικήν. Πολλάκις όμως αι συζητήσεις του και αι διδασκαλίαι του απεδοκιμάζοντο με πικρόν χλευασμόν και αντημείβοντο διά μίσους και αχαριστίας. Αλλ' όμως έχων ακράδαντον πεποίθησιν ότι η θεμελιώδης βελτίωσις της κοινωνίας εξαρτάται εκ της καλής ανατροφής των νέων, ο Σωκράτης έως τέλους της ζωής του έμεινε πιστός εις το έργον, όπερ ο ίδιος είχεν εκλέξει, και υπέρ του οποίου είχεν αφιερώσει τον εαυτόν του, παντελώς παραμελήσας τον οικογενειακόν βίον. Ουδαμού φαίνεται δίδων προσοχήν εις την σύζυγόν του και τα τέκνα του, η δε περιβόητος, καίπερ υπερβολικώς παρασταθείσα υπό των αρχαίων, κακοτροπία της συζύγου του Ξανθίππης, δίδει εις ημάς αφορμήν να υποθέσωμεν ότι τον Αθηναίον σοφόν δεν έτερπε διόλου η θορυβώδης οικογενειακή ευτυχία.
Όλοι οι συγγραφείς εικονίζουσι τον Σωκράτη διά των ζωηροτάτων χρωμάτων, ως άνθρωπον πρακτικόν και σοφόν. «Τοσούτον ήτο ευσεβής, λέγει ο Ξενοφών περί αυτού, ώστε ουδέν ουδέποτε έκαμεν άνευ της συμβουλής των θεών· τοσούτον δίκαιος, ώστε ουδένα ηδίκησεν ουδέ κατ' ελάχιστον· αλλά τοσούτον ήτο κύριος του εαυτού του, ώστε ουδέποτε προετίμησε το ευάρεστον από το καλόν· τόσον συνετός, ώστε ουδέποτε επλανήθη εις την διάκρισιν του καλού από του κακού· εν ενί λόγω, ο Σωκράτης ήτο ο κάλλιστος και ευτυχέστατος άνθρωπος, όστις ηδύνατο να υπάρξη». Αλλ' ό,τι παρέχει εις το πρόσωπον αυτού ιδιαιτέραν παραστατικότητα, είνε η εν ούτω αρμονική μίξις όλων των φυσικών τελειοτήτων, αι οποίαι αναβιβάζουσι τον σοφόν Αθηναίον εις θαυμαστόν ύψος, υπεράνω πάσης ανθρωπίνης αδυναμίας. Διακρίνεται διά την λεπτοτάτην γενικήν αυτού μόρφωσιν και διά τον αττικόν πολιτισμόν του. Εμφανίζεται εξ ίσου ανδρείος επί του πεδίου της μάχης ως και επί των συμποσίων· πάντοτε κρατεί εαυτού, ουδέποτε χάνει την συνείδησιν, αδιαλείπτως ενεργεί μετά πληρεστάτης ελευθερίας· ο Σωκράτης είνε τέλος το τελειότατον πρότυπον των ανθηρών εκείνων χρόνων της δημοκρατίας των Αθηνών. Είνε πράος και ήσυχος, τύπος και υπόδειγμα των γνησίων ανθρωπίνων αρετών. Ιδιαίτερον δε χαρακτηριστικόν αυτού είνε το δαιμόνιον, όπερ ο ίδιος απέδιδεν εις τον εαυτόν του. Επίστευε δηλ. ότι εσωτερική τις θεία φωνή προέλεγεν αυτώ την ευτυχίαν και την δυστυχίαν, τας προόδους ή το ανεπιτυχές των ανθρωπίνων ενεργειών και έδιδεν εις αυτόν εκάστοτε τας δεούσας νουθεσίας. Το δαιμόνιον τούτο ήτο λεπτόν, βαθύ, οξυήκοον, ως και το ορμέμφυτον της ψυχής του, ήτις είχε θεωρήσει τα του βίου διά καθαρού και διαπεραστικού βλέμματος και χωρίς να θέλη προέβλεπε το καλόν και την σκοπιμότητα πανταχού, και εις τα ελάχιστα ακόμη του ανθρωπίνου βίου.
Ένεκα δε του πρωτοτύπου αυτού πνεύματος ο Σωκράτης λίαν ενωρίς έγινε το αντικείμενον κοινών συζητήσεων παρά των Αθηναίων. Ήτο δε προικισμένος και διά τινος εξωτερικού σχήματος λίαν εξαιρετικού. Η πλατεία και εξέχουσα αυτού ρις, οι προεξέχοντες οφθαλμοί του, η φαλακρά κεφαλή του και η παχεία κοιλία του έδιδον εις τον εξωτερικόν σχηματισμόν του ομοιότητα προς Σάτυρον. Ήτο δε η παράστασίς του αύτη εις μεγάλην αρμονίαν προς την αθάνατον εκείνην σωκρατικήν ειρωνείαν. Εφόρει πτωχικόν ένδυμα, το αυτό χειμώνα-καλοκαίρι· περιεπάτει ανυπόδητος· ελάμβανεν αλλόκοτον θέσιν· πολλάκις αίφνης έμενεν ακίνητος και άφινε τους οφθαλμούς του να περιπλανώνται ασκόπως και αγρίως εις διάφορα αντικείμενα γύρω. Πάντα ταύτα διέγραφον ακριβώς την μορφήν Σατύρου.
Μετά τριακονταετή σχεδόν διδασκαλίαν ο Σωκράτης έγινε θύμα συνταυτίσεως των ενεργειών του προς τας επιβλαβείς ενεργείας των σοφιστών. Ρεύμα εχθρικόν εσχηματίσθη κατ' αυτού από τους πατριώτας εκείνους, οι οποίοι ενόμισαν ότι ο Σωκράτης διά της διδασκαλίας του γίνεται κώλυμα επαναφοράς των αρχαίων ηθών και της αρχαίας αγωγής των πολιτών, υπέρ των οποίων εκείνοι ειργάζοντο. Είχον παρέλθει πλέον αι ανησυχίαι και ανωμαλίαι του Πελοποννησιακού πολέμου, παρήλθε και η βιαία δεσποτεία των Τριάκοντα Τυράννων και είχε τέλος αποκατασταθή πάλιν εν Αθήναις η Δημοκρατία. Ο Σωκράτης ήγε τότε την ηλικίαν των 70 ετών, ότε νεαρός τις ποιητής ο Μέλητος, ο ρήτωρ Λύκων και ο δημαγωγός Άνυτος, άνθρωποι υφ' όλας τας επόψεις ανάξιοι λόγου, αλλ', ως φαίνεται, χωρίς καμμίαν προσωπικήν εμπάθειαν κατά του γέροντος σοφού, ενεκάλεσαν τον Σωκράτη εις το δικαστήριον, διατυπώσαντες κατηγορίαν κατ' αυτού ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλεως, αλλ' εισάγει νέας θεότητας, και ότι διαφθείρει τους νέους. Ένεκα των κατηγοριών τούτων ο Σωκράτης κατεδικάσθη εις θάνατον. Προ της εκτελέσεως όμως της θανατικής ποινής επετράπη να μείνη εν τη φυλακή επί 30 ημέρας και να διαλέγηται μετά των μαθητών του· αλλά καίπερ δοθείσης ευκαιρίας προς σωτηρίαν, ο Σωκράτης απέρριψε την πρότασιν να φύγη, και έπιε το κώνειον το έτος 399 π. Χ.
Εκτός των ανωτέρω όμως αφορμών του θανάτου του Σωκράτους βεβαίως σπουδαιότατη υπήρξε και μία άλλη πρόσθετος αιτία, η πολιτική. Ο Σωκράτης δεν ήτο αριστοκρατικός, αλλ' είχε χαρακτήρα λίαν ισχυρόν μη αρεσκόμενος διόλου εις τας ιδιοτροπίας των δημαγωγών. Ουδέποτε είχεν ενασχοληθή εις την πολιτικήν, άπαξ μόνον αναλαβών πολιτικήν υπηρεσίαν και ελθών αμέσως εις σύγκρουσιν προς την θέλησιν του λαού και της κρατούσης εξουσίας. Το ρητορικόν βήμα πρώτην φοράν ανέβη, μόνον κατά την δίκην του, ίνα απολογηθή. Ο Σωκράτης υπεστήριξε πανταχού και πάντοτε ότι μόνον οι πεπαιδευμένοι και ικανοί άνθρωποι έχουσι το δικαίωμα να διέπωσι τα της πολιτείας, εμέμφετο δε συχνά τας έξεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδίως την διά κλήρου εκλογήν των αρχόντων, απολύτως δε επροτίμα το Σπαρτιατικόν πολίτευμα, τέλος δε ένεκα των στενών σχέσεων αυτού μετά των τότε αρχηγών του ολιγαρχικού κόμματος, Κριτίου, Αλκιβιάδου και λοιπών, εξήγειρεν εις μεγάλον βαθμόν την δυσπιστίαν των δημοκρατικών. Εάν δε λάβωμεν υπ' όψιν ότι δύο από τους κατηγόρους του ήσαν άνθρωποι έχοντες μεγάλην επιρροήν επί του δημοκρατικού κόμματος και ότι οι δικασταί αυτού ήσαν αυτοί εκείνοι, οίτινες είχον ανατρέψει την δεσποτείαν των Τριάκοντα Τυράννων, πειθόμεθα ότι η πολιτική πολύ συνετέλεσεν εις την καταδίκην του Σωκράτους, όστις προς τοις άλλοις περιεφρόνει και τα συνήθη μέσα της υπερασπίσεως, διότι δεν ηθέλησε να κινήση την συμπάθειαν του λαού διά των δακρύων και της κολακείας και διότι γνωρίζων την αθωότητά του προσηνέχθη προς τους δικαστάς αυτού μετά περιφρονήσεως.
(Schwegler)
Η κατά του Σωκράτους κατηγορία ήτο έγκλημα θρησκευτικόν (γραφή ασεβείας). Επί τούτων δε την δικαιοδοσίαν είχεν ο άρχων Βασιλεύς – είς των 9 αρχόντων. – Προς αυτόν λοιπόν επεδόθη η κατά του Σωκράτους μήνυσις υπό του Μελήτου· κατά δε ορισθείσαν ημέραν κληθείς ο Σωκράτης παρουσιάσθη ενώπιον του άρχοντος Βασιλέως εις την Βασίλειον Στοάν, όπου υπήρχον τα δικαστικά αυτού γραφεία.
Εκεί, ενώπιον του Μελήτου, έλαβε γνώσιν της κατηγορίας του, έγινεν η προανάκρισις, εξητάσθησαν οι μάρτυρες και παρεπέμφθη η υπόθεσις εις την Ηλιαίαν, το πολυμελές εκείνο δικαστήριον των αρχαίων, προς εκδίκασιν. Ο Σωκράτης, αν και προέβλεπε τον κίνδυνον, όμως δεν έδωκε καμμίαν προσοχήν, πιστεύων ακραδάντως ότι δεν είχε διαπράξη καμμίαν αδικίαν εις κανένα ποτέ άνθρωπον. Οι μαθηταί του όμως ευρίσκοντο εις ανησυχίαν και φόβον. Ότε δε ο Ερμογένης, ο υιός του Ιππονίκου, είς των μαθητών του Σωκράτους, παρώτρυνεν αυτόν, ίνα σκεφθή περί της απολογίας του, ο Σωκράτης απήντησεν ότι καθ' όλην την ζωήν του ίσα-ίσα περί αυτού και μόνου εσκέπτετο και δεν χρειάζεται πλέον να σκεφθή περισσότερον. Ο Ερμογένης δεν εννόησε την ευφυά παρατήρησιν του διδασκάλου του, όστις ηναγκάσθη σαφέστερον να επεξηγήση αυτήν, λέγων ότι καθ' όλην του την ζωήν ουδέν άλλο έκαμε, παρά να ερευνά τα δίκαια και τα άδικα, και τα μεν δίκαια να πράττη, τα δε άδικα να αποφεύγη. Ομοίως απέρριψε και την τεχνικήν απολογίαν, την οποίαν είχε συντάξη δι' αυτόν ο Λυσίας, ως αναξίαν της μεγαλοπρεπείας των ιδεών του, ειπών ότι προτιμά να καταδικασθή ως Σωκράτης ή να αθωωθή ως Λυσίας.
Ούτω λοιπόν, γενομένης της δίκης, ο Σωκράτης πρώτην φοράν εν τω βίω του εμφανίζεται εις δικαστήριον και πειθόμενος εις τους νόμους απολογείται. Την δε Απολογίαν του διέσωσεν ο πρόκριτος των μαθητών του, ο Πλάτων.
Η Απολογία είνε το μόνον εκ των έργων του Πλάτωνος, το οποίον δεν φέρει μορφήν διαλόγου, αλλ' είνε λόγος δικανικός, γραφείς δι' ωρισμένην περίπτωσιν, την υπό του Σωκράτους γενομένην απολογίαν εν τω δικαστηρίω. Άπασα η αρχαιότης παραδέχεται αυτήν ως γνήσιον του Πλάτωνος έργον. Και δεν δυνάμεθα μεν να είπωμεν ότι ούτως αυτολεξεί απελογήθη ο Σωκράτης ενώπιον των Ηλιαστών, ως συνέγραψε την απολογίαν ο Πλάτων. Όμως δεν πρέπει διόλου να αμφιβάλλωμεν ότι ο Πλάτων απέδωκεν εν τη Απολογία του όσον το δυνατόν πιστότερον τους λόγους του Σωκράτους, ως εμφαίνεται τούτο σαφώς εκ της όλης συνθέσεως αυτής, μαρτυρούσης λόγον εκ του προχείρου απαγγελθέντα, ως και έκ τινων ελλείψεων λογογραφικών αυτής, εν σχέσει προς τα λοιπά του Πλάτωνος κάλλιτεχνήματα, διότι ο μέγας συγγραφεύς ήτο ηναγκασμένος να μη απομακρυνθή πολύ από την υπό του Σωκράτους γενομένην αφήγησιν των γεγονότων εν τω δικαστηρίω, τα οποία ήσαν βεβαίως τότε πασίγνωστα.
Η Απολογία κατά τους αρχαίους κριτικούς είνε μεν λόγος ρητορικός, αλλά δεν ανήκει, ως αναμένει τις, εις το δικανικόν μόνον γένος της ρητορικής τέχνης, άλλα μετέχει και των άλλων δύο γενών της ωραίας τέχνης, ήτοι περιέχει εγκώμιον υπέρ αυτού του Σωκράτους, όπερ ανήκει εις το επιδεικτικόν γένος των ρητορικών λόγων, και προσέτι συμβουλάς και νουθεσίας προς τους Αθηναίους, το οποίον είνε θέμα του συμβουλευτικού γένους των ρητορικών λόγων. Αύτη είνε η πρωτοτυπία της Απολογίας.
Κατ' ουσίαν δε αποτελεί τρεις αυτοτελείς λόγους. Ο πρώτος λόγος, όστις έχει και τέλειον τον τεχνικόν τύπον του ρητορικού λόγου, διαιρούμενος εις προοίμιον, υπόθεσιν και επίλογον, περιλαμβάνεται από του 1 κεφαλ. έως του 24. Κατ' αυτόν τον πρώτον λόγον απολογείται ο Σωκράτης εις όλας τας γενομένας υπό των εχθρών του εν γένει και των κατηγόρων του κατηγορίας, αποδεικνύων ότι αύται είνε καθαρώς συκοφαντίαι, και καταρρίπτει το κατηγορητήριον του Μελήτου ως μη έχον καμμίαν βάσιν· με τας ερωτήσεις δε, τας οποίας του αποτείνει, καθιστά αυτόν αναπολόγητον. Ο λόγος προχωρεί απλούστατα, άνευ καμμιάς ρητορικής επιδείξεως, περιοριζόμενος μόνον εις την αληθή αφήγησιν των πραγμάτων με τον περίφημον εκείνον τρόπον του Σωκρατικού λόγου, και πολλαχού κομψότατα ραντισμένος με την τρίγοργον εκείνην ειρωνείαν του Αθηναίου σοφού. Ότε αίφνης από του κεφ. 17 μεταρσιούται λαμπρώς εις ύψος μεγαλοπρεπέστατον και η Απολογία λαμβάνει εντεύθεν δύναμιν καταπλήσσουσαν και συγκινούσαν. Ο γηραιός Σωκράτης επικαλούμενος ενταύθα την βαθυτάτην αυτού αγάπην προς την αλήθειαν και αναφέρων ότι όλη η τριακονταετής δράσις αυτού πιστεύει ότι τω ανετέθη υπό του Απόλλωνος, αποκαλύπτει ενώπιον των δικαστών το μυστικόν της ζωής του λέγων ότι ειργάσθη ως όργανον πειθήνιον του θεού των Δελφών, αφοσιώσας εις την θείαν εντολήν και αυτήν την ζωήν του. Εν τη αιφνίδια ταύτη αναζωπυρήσει της Απολογίας, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, διαβλέπει κανείς ότι ο μέγας φιλόσοφος δεν ανησυχεί τόσον διά την έκβασιν της δίκης, όσον διά τον θρίαμβον των ηθικών δογμάτων αυτού. Η Απολογία είνε ο τελευταίος λόγος του Σωκράτους, περιέχουσα την τελευταίαν προς τους προσφιλείς του Αθηναίους διδασκαλίαν του, ήτις είνε έντονος και μεγαλοπρεπής καθώς ήτο όλη η ζωή του.
Ενταύθα τελειόνει ο πρώτος λόγος.
Μετά ταύτα, αφού οι δικασταί, αποσυρθέντες και διασκεφθέντες, εκήρυξαν τον Σωκράτην ένοχον των αποδοθεισών εις αυτόν κατηγοριών, έλαβε και πάλιν τον λόγον, ίνα κατά τον νόμον ορίση την αρμόζουσαν εις τον εαυτόν του ποινήν.
Το δεύτερον αυτό λογύδριον (κεφ. 25 – 28) θεωρούμενον ως συμπλήρωμα του πρώτου λόγου, έχει και αυτό τας τρεις ρητορικάς διαιρέσεις του. Ο Σωκράτης, κηρυχθείς υπό του δικαστηρίου ένοχος, δηλοί με θαυμαστήν αταραξίαν ότι ανέμενε την καταδίκην του. Αλλά το θάρρος του αυτό παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου ως υπεροψία προσβλητική διά τους δικαστάς, ιδίως όταν ο Σωκράτης διακηρύττει ότι δεν θα ενασκήση το δικαίωμα, όπερ είχε παρά του νόμου, να ορίση την ποινήν του. Ηθικώς, ίνα μεταχειρισθώμεν τους λόγους νεωτέρου τινός, είχε δίκαιον ο Σωκράτης. Ουδέποτε άνθρωπος εις τόσον δεινάς περιστάσεις ευρισκόμενος ωμίλησε με τόσην αταραξίαν και παρρησίαν, καθώς ο Σωκράτης, αλλά δεν δύναται να αρνηθή κανείς ότι, σχετικώς προς την υπεράσπισιν, η υψηλόφρων αυτή ακαμψία του γηραιού Αθηναίου έβλαψε, διότι συνετέλεσεν εις το να σχηματισθή η απαιτουμένη πλειοψηφία – και με όλην την βίαν της πολιτικής – διά την εις θάνατον καταδίκην αυτού.
Τέλος το τρίτον λογύδριον, όπερ είνε το τελευταίον μέρος της Απολογίας περιλαμβάνει κυρίως μίαν ωραιοτάτην προσλαλιάν του Σωκράτους προς τους δικαστάς αυτού, και τους δώσαντας καταδικαστικήν ψήφον και τους δώσαντας αθωωτικήν. Εν τη προσλαλιά αυτή, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, ο Σωκράτης παρίσταται ως αληθής φιλόσοφος, αταράχως λαλών περί της εις θάνατον καταδίκης του και συμβουλεύων τους δικαστάς του. Ο προς την ζωήν αποχαιρετισμός του είνε γεμάτος από γαλήνην και ελπίδα, επαναπαύει δε την σκέψιν του ανθρώπου επί της τόσον παρηγόρου και τόσον μεγαλοπρεπούς πίστεως, εις την αθανασίαν της ψυχής, πίστεως, την οποίαν χείλη ειδωλολάτρου δεν είχον ποτέ ακόμη ομολογήσει με τόσην αποφθεγματικήν σαφήνειαν. Τόσον εθάμβωσε τον Κικέρωνα η τόλμη ενταύθα και το μεγαλείον της ψυχής του Αθηναίου σοφού, ώστε κρίνων ο ρωμαίος ρήτωρ τους τελευταίους τούτους λόγους, λέγει ότι ο Σωκράτης ωμίλησεν ουχί ως ικέτης πλέον ή ως κατάδικος, αλλ' ως διδάσκαλος και κύριος των δικαστών.
Ι. Ποίαν μεν εντύπωσιν, ω άνδρες Αθηναίοι,2 σας έκαμαν οι λόγοι των κατηγόρων μου, δεν γνωρίζω. Το βέβαιον είνε ότι εγώ ο ίδιος, εξ αιτίας των λόγων των αυτών, σχεδόν ελησμόνησα τον εαυτόν μου, πιστεύσας προς στιγμήν ότι δεν είμαι αυτός οπού είμαι. Με τόσον πειστικόν τρόπον ωμίλησαν. Και όμως ημπορώ να σας βεβαιώσω ότι καμμίαν σχεδόν αλήθειαν δεν είπαν. Από τα πολλά δε εκείνα ψεύδη, τα οποία αυτοί εφεύρον, έν προ πάντων εθαύμασα, εκεί όπου έλεγαν, ότι πρέπει σεις να προσέξητε μήπως εξαπατηθήτε από εμέ, διότι, κατά τους λόγους των, είμαι δεινός ρήτωρ. Επειδή το να μη φοβηθούν αυτοί την εντροπήν, διότι ευθύς αμέσως θ' αποδειχθούν από εμέ ότι πραγματικώς ψεύδονται, όταν και κατ' ελάχιστον δεν φανώ ότι είμαι δεινός ρήτωρ, τούτο το θάρρος αυτών μου εφάνη ότι είνε αναισχυντότατον. Εκτός αν ίσως δεινόν ρήτορα και εύγλωττον ονομάζουν αυτοί εκείνον, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Διότι, αν αυτό εννοούν, ήθελον ομολογήσει ότι εγώ βεβαίως είμαι δεινός ρήτωρ, όχι όμως καθ' όν τρόπον αυτοί εννοούσι και μετέρχονται την ρητορικήν. Διότι ούτοι μεν, επαναλέγω, κανέν σχεδόν αληθές δεν είπον, σεις δε από εμέ θ' ακούσητε μετ' ολίγον καθαράν την αλήθειαν. Αλλ' όμως, μα τον Δία, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν θα ακούσητε από εμέ λόγους καλλωπισμένους βεβαίως, καθώς είνε οι λόγοι των κατηγόρων μου, με φράσεις κομψάς και λέξεις εκλεκτάς, ουδέ εστολισμένους με ρητορικά σχήματα και περιόδους εντέχνους, αλλά θ' ακούσητε λόγους εκ του προχείρου, με απλότητα και με τας τυχούσας εις τον νουν μου ερχομένας λέξεις. Διότι έχω πεποίθησιν ότι είνε δίκαια, όσα θα είπω, κανείς δε από σας ας μη περιμένη τίποτε άλλο από εμέ. Διότι και δεν θα ήτο πρέπον βέβαια, καθώς φρονώ, εις την παρούσαν ηλικίαν μου,3 να εμφανίζωμαι ενώπιον του δικαστηρίου απαγγέλλων τορνευτούς λόγους ως κανέν μειράκιον. Και διά τούτο αύτη μάλιστα είνε η μόνη παράκλησίς μου, την οποίαν σας κάμνω, ω άνδρες Αθηναίοι, και αυτά μόνον ζητώ από σας. Εάν με ακούσητε ότι εις την απολογίαν μου μεταχειρίζομαι τους ιδίους λόγους και τον ίδιον τρόπον, με τον οποίον συνήθως ομιλώ δημοσία και παρά τους τραπεζίτας της αγοράς,4 εις την οποίαν θέσιν οι περισσότεροι από σας5 με έχουσιν ακούσει, και εις κάθε άλλο μέρος της πόλεως, εις τας παλαίστρας και εις τα εργαστήρια, να μη παραξενεύεσθε, μήτε να με χλευάζετε δι' αυτό, κάμνοντες θόρυβον6. Διότι συμβαίνει το εξής: Τώρα πρώτην φοράν εγώ εμφανίζομαι ενώπιον δικαστηρίου, ενώ είμαι πλέον των εβδομήκοντα ετών. Όθεν εις εμέ είνε όλως διόλου ξένος και ασυνήθιστος ο τρόπος του λόγου, με τον οποίον ομιλούν εδώ. Καθώς λοιπόν, αν ετύχαινε να είμαι πραγματικώς ξένος, θα ηθέλετε με συγχωρήσει βεβαίως, καθώς φρονώ, εάν ωμίλουν με εκείνην την διάλεκτον και τον τρόπον, με τον οποίον είχον ανατραφή εις τον τόπον μου, τοιουτοτρόπως και τώρα εις την περίστασιν αυτήν σας παρακαλώ, και πιστεύω ότι η παράκλησίς μου είνε δικαία, εις μεν τον τρόπον του λόγου μου να μη προσέξητε, κακός ή καλός είνε· τούτο δε μόνον να παρατηρήτε, και εις τούτο να επιστήσητε όλην σας την προσοχήν, αν λέγω δίκαια ή όχι· διότι εις τούτο συνίσταται η αρετή του δικαστού, του δε ρήτορος αρετή είνε να λέγη μόνον την αλήθειαν.
ΙΙ. Πρώτον μεν λοιπόν είναι δίκαιον να απολογηθώ, ω άνδρες Αθηναίοι, εις τας πρώτας εναντίον μου κατηγορίας ως ψευδείς και εις τους πρώτους κατηγόρους μου, έπειτα δε εις τας τελευταίας και εις τους τελευταίους κατηγόρους. Διότι εναντίον μου πολλοί υπήρξαν ενώπιόν σας κατήγοροι, οι οποίοι και από πολλά ακόμη έτη πρωτύτερα με κατηγόρησαν και καμμίαν αλήθειαν δεν είπαν. Αυτούς δε εγώ περισσότερον φοβούμαι παρά τον Άνυτον και τους συντρόφους του,7 αν και αυτοί οι τελευταίοι είνε πολύ φοβεροί· αλλ' εκείνοι οι άλλοι είνε πολύ φοβερώτεροι, ω άνδρες· διότι αυτοί τους περισσοτέρους εξ υμών σας παρελάμβανον, ως δι' εκπαίδευσιν, από την παιδικήν σας ηλικίαν, καθώς οι παιδαγωγοί, και προσεπάθουν να σας πείσουν με τας ψευδείς εναντίον μου κατηγορίας των να έχητε εσφαλμένην δι' εμέ γνώμην, λέγοντες ότι υπάρχει κάποιος εκεί Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, ο οποίος καταγίνεται με τα μετέωρα, εξετάζων τον αέρα, τας βροντάς και τας αστραπάς, και έχει κάμει ερεύνας εις όλα, όσα υπάρχουν εις τους κόλπους της γης, και ημπορεί με τους λόγους του να κάμη δικαίαν μίαν άδικον υπόθεσιν. Ούτοι, ω άνδρες Αθηναίοι, επειδή διέσπειραν αυτήν την φήμην, είναι οι πλέον φοβεροί και επικίνδυνοι κατήγοροί μου. Διότι όσοι τους ήκουσαν, νομίζουν ότι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι ενασχολούνται εις αυτά τα ζητήματα, όχι μόνον είνε επιβλαβείς, αλλά και θεούς δεν πιστεύουν. Προσέτι οι κατήγοροι ούτοι είνε πολυάριθμοι και πολύν καιρόν τόρα εργάζονται εις την διάδοσιν αυτών των κατηγοριών, και προς τούτοις ωμίλουν προς υμάς, εις τοιαύτην μάλιστα ηλικίαν, κατά την οποίαν ευκολώτατα ηδύνασθε να τους πιστεύσητε, διότι ήσθε τότε παίδες οι περισσότεροι από σας, τινές δε και μειράκια, όταν με κατηγόρουν όλως διόλου ερήμην, χωρίς να ημπορή ο κατηγορούμενος να απολογηθή. Ό,τι δε είνε πολύ αδικώτατον πράγμα από όλα είνε τούτο, ότι και τα ονόματά των δεν είνε δυνατόν να τα γνωρίζητε και να είπητε αυτά, εκτός αν τύχη να είνε κανείς κωμωδοποιός βέβαια. Όσοι δε με φθόνον ή με συκοφαντίαν σας εξηπάτων, και όσοι, διότι οι ίδιοι είχαν πεισθή, προσεπάθουν να πείσουν και άλλους, όλοι αυτοί μένουν άγνωστοι, και είνε διά τούτο παντάπασιν απρόσβλητοι· διότι δεν ημπορώ να εγκαλέσω εδώ τώρα ενώπιόν σας κανένα από αυτούς, ουδέ να εξελέγξω κανένα και να τον αποδείξω ψεύστην. Αλλ' είνε ανάγκη, διά να υπερασπίσω τον εαυτόν μου, όλως διόλου να σκιαμαχώ, καθώς λέγουν, και προς υπεράσπισίν μου να αντικρούω ενταύθα χωρίς να φαίνεται κανένας αντίπαλος. Παραδεχθήτε λοιπόν και σεις ότι, καθώς είπα, δύο ειδών υπήρξαν οι κατήγοροί μου· άλλοι μεν εκείνοι, οι οποίοι προ ολίγου τόρα με κατηγόρησαν, άλλοι δε εκείνοι, οι οποίοι προ πολλών ετών, διά τους οποίους τελευταίον ωμίλησα, και στοχασθήτε, σας παρακαλώ, ότι είνε ανάγκη πρώτον να απολογηθώ προς εκείνους τους πρώτους. Διότι ίσα-ίσα και σεις εκείνους πρωτύτερα ηκούσατε να με κατηγορούν και εκείνοι σας έκαμαν πολύ μεγαλυτέραν εντύπωσιν παρά αυτοί εδώ οι τελευταίοι.
Καλά λοιπόν. Πρέπει να απολογηθώ εις υπεράσπισίν μου, ω άνδρες Αθηναίοι, και να επιχειρήσω εις τόσον μικρόν χρονικόν διάστημα, όσον μου επιτρέπεται από τον νόμον να ομιλήσω8 , να εκβάλω από το πνεύμα σας την κακήν υπόληψιν, την οποίαν εκ των κατ' εμού συκοφαντιών εσχηματίσατε δι' εμέ εις τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα, ώστε έχει πλέον κάμει βαθείας ρίζας. Θα επεθύμουν μεν βεβαίως με όλην την καρδίαν μου να κατορθώσω τούτο, το οποίον είνε καλόν και διά σας και δι' εμέ, και μάλιστα ακόμη περισσότερον από αυτό θα επεθύμουν, να κατορθώσω διά της απολογίας μου, ώστε όχι μόνον να αποβάλετε την κακήν περί εμού ιδέαν, αλλά περιπλέον και να σχηματίσετε καλήν γνώμην δι' εμέ. Αλλά στοχάζομαι ότι αυτό είνε δύσκολον, και δεν με διαφεύγει πολύ πόσην μεγάλην σπουδαιότητα τούτο έχει. Όμως αυτό μεν ας αποβή όπως είνε ευάρεστον εις τον θεόν, ημείς δε πρέπει να υπακούσωμεν εις τον νόμον και να απολογηθώμεν.
III. Ας επιχειρήσωμεν λοιπόν εξ αρχής πάλιν να είπωμεν ποία είνε η κατηγορία, από την οποίαν προήλθεν η εναντίον μου συκοφαντία, εις την οποίαν, ως γνωστόν, στηριζόμενος ο Μέλητος, έλαβε το θάρρος να υποβάλη κατ' εμού την παρούσαν κατηγορίαν.
Καλά. Ας ίδωμεν με ποίας ακριβώς συκοφαντίας οι πρώτοι μου εκείνοι διαβολείς με εσυκοφάντουν. Είνε ανάγκη βέβαια να περιβάλωμεν την συκοφαντίαν των με τον τύπον επισήμου κατηγορίας γενομένης ενώπιον του δικαστηρίου και να την αναγνώσωμεν αυτήν εδώ τόρα, ωσάν να ήτο έγγραφος, καθώς είνε συνήθεια να αναγινώσκεται εις τα δικαστήριον η ένορκος βεβαίωσις των κατηγόρων9.
«Ο Σωκράτης είνε ασεβής, διότι με εγκληματικήν περιέργειαν καταγίνεται εις πράγματα ανωφελή, με το να αναζητή να ανακαλύψη τα υπό την γην μυστήρια και τα επουράνια· διότι το άδικον παριστάνει ως δίκαιον, και διότι γίνεται αίτιος κακού, επειδή μεταδίδει αυτήν την ιδίαν διδασκαλίαν και εις τους άλλους». Τοιαύτη είνε περίπου η εναντίον μου κατηγορία10. Διότι αυτά τα είδατε και σεις οι ίδιοι εις την παρασταθείσαν κωμωδίαν του Αριστοφάνους11 · είδατε εκεί επί της σκηνής να περιφέρεται μετέωρος κάποιος Σωκράτης και να λέγη ότι περιπατεί εις τον αέρα και πολλάς άλλας φλυαρίας να φλυαρή, από τα οποία εγώ τίποτε, ούτε πολύ ούτε ολίγον δεν εννοώ. Λέγω δε ταύτα όχι διότι περιφρονώ την τοιαύτην επιστήμην, αν κανείς τωόντι υπάρχη σοφός περί τας γνώσεις αυτού του είδους, με σκοπόν διά να μη καταγγελθώ υπό του Μελήτου ως ένοχος εις τόσα εγκλήματα, αλλά ακριβώς μόνον διότι, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν γνωρίζω την επιστήμην αυτήν. Μάρτυρας δε περί τούτου προτείνω τους περισσοτέρους από σας τους ιδίους. Και απαιτώ, σεις, όσοι ποτέ έως τόρα με έχετε ακούσει ομιλούντα (και ευρίσκονται εδώ εις το δικαστήριον πολλοί από σας ακροαταί μου και συνομιληταί μου) να καταθέσετε και φανερώσετε μεταξύ σας. Σκεφθήτε λοιπόν αναμεταξύ σας, αν ποτέ έως τόρα με ήκουσε κανείς από σας να ομιλώ περί των γνώσεων αυτού του είδους είτε ακροθιγώς και επιπολαίως είτε κατά βάθος και κατ' ουσίαν. Από αυτό δε το ψεύδος θα γνωρίσετε ότι και τα άλλα, τα οποία λέγονται περί εμού είνε ψευδή.
IV. Αλλά βεβαίως ούτε από αυτά κανέν δεν είναι αληθές. Και ακόμη εάν έχετε βεβαίως ακούσει ποτέ κανένα να λέγη ότι εγώ μετέρχομαι τον διδάσκαλον και ότι λαμβάνω δι' αυτό χρήματα, και αυτό δεν είνε αληθές. Επειδή, εάν ήτο, εγώ ο ίδιος θα το ωμολόγουν· διότι μου φαίνεται ότι αυτό είνε τω όντι ωραίον πράγμα, να ήθελεν είναι κανείς ικανός να εκπαιδεύση ανθρώπους, καθώς κάμνει τούτο και ο Γοργίας ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Διότι ο καθένας από αυτούς12 εις οποιανδήποτε πόλιν και αν υπάγη, κατορθόνει και πείθει τους νέους, όσοι ημπορούσαν να διδαχθούν δωρεάν από κανένα άλλον συμπολίτην των, ο οποίος τους αρέσει, να αφήσουν εκείνον και να έρχωνται να διδαχθούν από αυτούς με πληρωμήν, και δι' αυτό να χρεωστούν ακόμη και ευγνωμοσύνην εις αυτούς. Πλην εκτός αυτών υπάρχει εδώ και κάποιος άλλος σοφός, ο Πάριος13, ο οποίος, καθώς έμαθα από τον Καλλίαν, κατοικεί εν Αθήναις ως ξένος. Διότι έτυχε μίαν ημέραν να επισκεφθώ κάποιον, όστις είχε πληρώσει εις τους σοφιστάς χρήματα περισσότερα από όσα επλήρωσαν όλοι ομού οι άλλοι συμπολίται μας, τον Καλλίαν τον υιόν του Ιππονίκου14. Αυτόν λοιπόν επανειλημμένως ηρώτησα, ότε εγίνετο λόγος διά τους υιούς του – διότι αυτός έχει δύο υιούς – ω Καλλία, είπον εγώ, αν είχες, αντί των δύο υιών, δύο πώλους ή δύο μόσχους, θα ανεζητούσαμεν να λάβωμεν εις την υπηρεσίαν μας δι' αυτούς ένα επιστάτην με μισθόν, ένα ικανόν βέβαια άνθρωπον, όστις να κάμη αυτούς τελείους καθ' όλα, ώστε να είνε επιτήδειοι ο καθένας διά το κατάλληλον έργον του. Θα ήτο δε αυτός ο επιστάτης ή ένας από τους ιππικούς βέβαια διά τον πώλον, ή ένας από τους γεωργικούς διά τον μόσχον. Τώρα δε, αφού οι υιοί σου είνε άνθρωποι, τι είδους επιστάτην σκέπτεσαι να προσλάβης δι' αυτούς; Ποίος διδάσκαλος έχει αυτήν την επιστημονικήν ικανότητα, ήτις αφορά εις τον άνθρωπον γενικώς και εις τον πολίτην ιδιαιτέρως; Διότι φρονώ ότι έχεις σκεφθή περί αυτού του πράγματος, αφού έχεις παιδιά. Γνωρίζεις λοιπόν κανένα, είπον εγώ, ή όχι; – Μάλιστα, απήντησε ο Καλλίας. – Ποίος είνε αυτός, ηρώτησα εγώ, και από πού είνε και πόσα λαμβάνει διά μισθόν της διδασκαλίας του; – Αυτός είνε ο Εύηνος, ω Σώκρατες, μου είπεν εκείνος, ο Πάριος, και λαμβάνει μισθόν από τον κάθε μαθητήν του πέντε μνας15. Εγώ τότε εμακάρισα τον Εύηνον, αν είνε αληθές ότι γνωρίζει αυτήν την σπουδαίαν τέχνην και την διδάσκει τόσον αρμονικώς. Εγώ τουλάχιστον και ο ίδιος βεβαίως θα το εθεώρουν αυτό τιμήν μου και θα ήμουν ένδοξος και υπερήφανος, εάν εγνώριζα αυτά τα οποία διδάσκει ο Εύηνος. Αλλά δυστυχώς δεν τα γνωρίζω, ω άνδρες Αθηναίοι.
V. Αλλ' ημπορούσε να με διακόψη και να με ερωτήση ίσως κάθε ένας από σας. Αλλ' ω Σώκρατες, εάν αληθώς δεν έχης αυτάς τας γνώσεις, τι ακατανόητον πράγμα είνε αυτό το ιδικόν σου; Πόθεν προήλθαν αι συκοφαντίαι αυταί, αι οποίαι διασπείρονται εναντίον σου; Διότι βέβαια διά σε, όπου δεν έκαμνες τίποτε περιεργότερον από ό,τι κάμνουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν θα διεσπείρετο τόση φήμη, και δεν θα εγίνετο ποτέ τόσος λόγος, εάν δεν έκαμνες κάτι τι διαφορετικόν από τους άλλους. Λέγε μας λοιπόν ποίον είνε αυτό πού έκαμνες, διά να μη εκδώσωμεν άδικον απόφασιν, επινοούντες με την φαντασίαν μας ανύπαρκτα πράγματα διά σε. Μου φαίνεται ότι, όστις κάμνει αυτήν δα την ένστασιν, έχει δίκαιον. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να αποδείξω τι επί τέλους είνε αυτό, το οποίον έκαμε και το όνομά μου τόσον ένδοξον και συνάμα έγινεν αφορμή των εναντίον μου συκοφαντιών. Ακούσατε λοιπόν. Και ίσως μεν φανώ εις μερικούς από σας ότι δεν ομιλώ σοβαρώς, αλλ' ότι παίζω. Να ηξεύρετε όμως καλά, θα σας είπω όλην την αλήθειαν.
Εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, διά κανέν άλλο πράγμα δεν απέκτησα αυτό το όνομα, αλλά διά κάποιαν σοφίαν βέβαια. Ποία δε ακριβώς λέγω ότι είνε αυτή η σοφία; Αυτή είνε ανθρωπίνη σοφία βεβαίως. Διότι τωόντι στοχάζομαι ότι ως προς αυτήν την σοφίαν είμαι σοφός· ενώ ούτοι οι άλλοι σοφοί, διά τους οποίους προ ολίγου ωμίλησα, ίσως ημπορεί να είνε σοφοί ως προς έν άλλο είδος σοφίας, πολύ ανωτέρας από την ανθρωπίνην, ή δεν ηξεύρω τι να σας είπω δι' αυτήν την σοφίαν των. Διότι εγώ τουλάχιστον αυτήν την σοφίαν δεν την γνωρίζω βεβαίως, αλλ' όστις λέγει ότι γνωρίζω αυτήν, αυτός και ψεύδεται και λέγει ταύτα με σκοπόν να με συκοφαντήση. Αλλά σας παρακαλώ, ω άνδρες Αθηναίοι, να μη θορυβήσετε και αν φανώ ακόμη ότι σας λέγω πολύ μεγάλον λόγον προς καύχησίν μου. Διότι ο λόγος, τον οποίον θα σας είπω τόρα, δεν είνε ιδικός μου, αλλ' ανήκει εις μίαν προσωπικότητα παρά πολύ αξιόπιστον. Επειδή μάρτυρα της ιδικής μου σοφίας θα σας φέρω τον ίδιον τον θεόν των Δελφών, όστις θα σας είπη ποία είνε η σοφία, την οποίαν έχω εγώ και ποίου είδους.
Текст предоставлен ООО «ЛитРес».
Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.
Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.
Σ. Μ. Παρά Ξενοφώντι (Απομν. 1, 6, 1) ο Σωκράτης λέγει: «Διέρχομαι τον χρόνον μετά των φίλων μου φυλλομετρών τα βιβλία των παλαιοτέρων σοφών και επιθεωρών τους θησαυρούς της σοφίας των διαλέγω ό,τι μου φαίνεται ωραίον και ωφέλιμον».
Προς τούτοις, επειδή κατά τους χρόνους εκείνους, ότε ήκμαζον εν Αθήναις εις μέγιστον βαθμόν αι επιστήμαι και αι τέχναι, συνέρρεον πανταχόθεν επιφανέστατοι άνδρες, σοφοί και ποιηταί και καλλιτέχναι, ο Σωκράτης ηγάπα να συνάπτη σχέσεις και συναναστρέφεται μετ' αυτών.↩
Αθηναίους ονομάζει ο Σωκράτης τους δικαστάς του. Η συνήθης δε προσφώνησις εις τους δικανικούς λόγους ήτο «άνδρες δικασταί».
Ότε εδικάζετο ο Σωκράτης, ήτο εβδομηκοντούτης, ως λέγεται κατωτέρω.
Ενταύθα εσύχναζον οι ευγενείς και πλούσιοι και εύποροι εν γένει Αθηναίοι. Λέγει δε ο Δίων Χρυσόστομος ότι ο Σωκράτης ως επί το πλείστον διέτριβεν εις την αγοράν, εισήρχετο εις τας παλαίστρας και εκάθητο πλησίον των τραπεζιτών. Λέγει δε και ο Ξενοφών εις τα Απομνημονεύματά του ότι εις τοιαύτα μέρη εσύχναζεν ο Σωκράτης, όπου ήτο βέβαιος ότι ήθελε συναντήσει παρά πολλούς, ίνα μετ' αυτών διαλεχθή κατά την συνήθειάν του.
Οι δικασταί όντες άνθρωποι ουχί εκ ταπεινού και ευτελούς γένους ανεστρέφοντο μετά των αριστοκρατικών και πλουσίων.
Εις τας πολυπληθείς συναθροίσεις ως και την εκκλησίαν του δήμου και τα δικαστήρια εγίνοντο διάφοροι θόρυβοι και κρότοι και κραυγαί, είτε προς αποδοκιμασίαν είτε προς επιδοκιμασίαν των λεγομένων.
Οι τελευταίοι κατήγοροι του Σωκράτους ήσαν ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων. Και κατήγορος μεν κυρίως ήτο ο Μέλητος, οι δε λοιποί δύο ήσαν συνήγοροι αυτού.
Ο Άνυτος, υιός του πλουσίου εργοστασιάρχου Ανθεμίωνος, ο επιφανέστατος των κατηγόρων, ήτο ρήτωρ, εξελέγη δε και στρατηγός των Αθηναίων, ότε εν Πύλω εμάχοντο. Είτα φυγών επί των Τριάκοντα, και μετά του Θρασυβούλου, του οποίου ήτο φίλος, επανελθών, είχε μεγάλην ισχύν εν Αθήναις. Μετά τον θάνατον του Σωκράτους ηναγκάσθη να φύγη εξόριστος εις Ηράκλειαν του Πόντου, όπου, ως λέγεται, εθανατώθη υπό των Ηρακλεωτών λιθοβοληθείς. Εν τω Πρωταγόρα ο Πλάτων εισάγει, τον στρατηγόν τούτον ομιλούντα με εμπάθειαν κατά των σοφιστών.
Ο Λύκων ήτο δημόσιος ρήτωρ, όστις και διηύθυνε την κατά του Σωκράτους κατηγορίαν. Ήτο ο ασημότατος των άλλων.
Ο Μέλητος, υιός του Μελήτου, τον δήμον Πιτθεύς, εν τω Ευθύφρονι του Πλάτωνος παρίσταται ως νέος αφανής και άγνωστος. Άγνωστον είνε αν ο υπό του Αριστοφάνους σατυριζόμενος ποιητής (Βάτραχ. 130) είναι αυτός ο ίδιος, ή ο υιός του, ή άλλος τις νεανίας.↩
Ο χρόνος δι' έκαστον ομιλούντα ενώπιον του δικαστηρίου προσδιωρίζετο διά της κλεψύδρας, με την οποίαν διά καταρρέοντος ηρέμα ωρισμένου ποσού ύδατος εμέτρουν τον χρόνον.
Ο κατήγορος, εις βεβαίωσιν ότι δεν συκοφαντεί υποβάλλων εις το δικαστήριον την κατηγορίαν, έδιδεν όρκον, επικυρών το κατηγορητήριόν του. Τούτο εκαλείτο αντωμοσία.
Ο Σωκράτης διετύπωσεν ενταύθα εν είδει κατηγορητηρίου επισήμου, όλας τας συκοφαντίας και του Αριστοφάνους και όλων των πρώτων εχθρών του, τας οποίας αντικρούει εις το μέρος τούτο της απολογίας του.
Εννοεί τας Νεφέλας του Αριστοφάνους, ήτις εγράφη επίτηδες προς διακωμώδησιν του Σωκράτους. Η κωμωδία αυτή παρεστάθη το έτος 423 π. Χ.
Ο Γοργίας ήτο είς εκ των κορυφαίων σοφιστών, σύγχρονος του Σωκράτους. Πεμφθείς υπό των Λεοντίνων της Σικελίας, της πατρίδος του, εις Αθήνας ως πρέσβυς, ίνα ζητήση βοήθειαν, τόσον εγοήτευσεν αυτούς διά των επιδεικτικών λόγων του, μεστών ποιητικής χάριτος, ώστε παρακληθείς έμεινεν εις Αθήνας, όπου εδίδασκε την ρητορικήν. Ο σκεπτικισμός του, ον επρέσβευε, προσείλκυσε πολλούς προσηλύτους. Συνέθεσε βιβλίον επιγραφόμενον «Περί του μη είναι» ή «περί φύσεως», εν τω οποίω προσεπάθησε να αποδείξη 1, ότι ουδέν υπάρχει· 2, και αν υπάρχη τι, δεν είνε δυνατόν να το γνωρίση τις· 3, και αν υπάρχη τι και αν δυνατόν να το γνωρίση τις, δεν δύναται όμως να το κάμη γνωστόν εις τους άλλους.
Ο Πρόδικος, άλλος αυτός σοφιστής, είνε γνωστός, διότι επληρόνετο πολύ ακριβά διά τα μαθήματά του.
Ο Ιππίας, σοφιστής και αυτός, περί του οποίου ανάγνωθι τους δύο ομωνύμους διαλόγους του Πλάτωνος «Πρώτον και δεύτερον Ιππίαν».↩
Εννοεί τον Εύηνον, ότις κατήγετο εκ της νήσου Πάρου.
Ούτος ήτο βαθύπλουτος τόσον, ώστε κατά την μαρτυρίαν του Πλουτάρχου ωνομάζετο απλώς ο πλούσιος. Εις τον οίκον του δε συνηθροίζοντο όλοι οι σοφοί των χρόνων εκείνων. Εσυγγένευε με τον Περικλέα και τον Αλκιβιάδην. Αλλά καταδαπανήσας ασώτως τα πλούτη αυτού απέθανε πένης.
Ήτοι 500 δρ. (κατά δε την σημερινήν του χρυσού αξίαν 3500 δρ. περίπου). Εκάστη μνα είχεν αξίαν 100 δρ. αττικών. Το ποσόν τούτο ήτο ολίγον σχετικώς με τους μισθούς, τους οποίους ελάμβανεν ο Γοργίας ή ο Πρωταγόρας. Ούτοι ελάμβανον από κάθε μαθητήν των μισθόν 100 μνας ήτοι 10,000 δρ. (κατά δε την σημερινήν του χρυσού αξίαν 70,000 δρ.)