Εξακολουθούντες το ούπερ από διετίας προκατηρξάμεθα έργον της συγγραφής της Εθνικής Ιστορίας μονογραφικώς, σπεύδομεν εις την έκδοσιν της Ιστορίας του πρώτου της νεωτέρας Ελλάδος κυβερνήτου, του αοιδίμου κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου, του ανδρός εκείνου, όστις τας εν Ρωσία τιμάς και μεγαλεία καταλιπών και υπό της χήρας αυτοκρατείρας του αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών Αλεξάνδρου (1827) παρακαλούμενος να παραμείνη εν Πετρουπόλει, εν ρωσική υπηρεσία, είπε το λόγιον εκείνο, όπερ εν προμετωπίδι του παρόντος έργου προυτάξαμεν: «Δύναμαι κάλλιστα να προσφέρω εις την Ελλάδα το γηραλέον σαρκίον μου».
Την ιστορίαν του Καποδιστρίου διττώς θεωρούμεν αναγκαίαν· πρώτον μεν, διότι αυτός υπήρξεν ο ανήρ εκείνος, όστις εν τη ελληνική αυτού καταγωγή ετίμησε το Ελληνικόν όνομα, μέγα διαδραματίσας, κατά τας τρεις πρώτας δεκαετηρίδας του προς το τέρμα δολιχοδρομούντος ΙΘ' αιώνος, πρόσωπον, γενόμενος ο διαιτητής της Ευρώπης, ο Βίσμαρκ της εποχής αυτού· δεύτερον δε, διότι αυτόν, πάντων των συγχρόνων Ελλήνων άριστον διπλωμάτην γενόμενον, εξέλεξεν η τρίτη εν Τροιζήνι εθνική συνέλευσις (2 Απριλίου 1827) ως πρώτον της ελευθερουμένης Ελλάδος κυβερνήτην, εις χείρας αυτού εμπιστευθείσα τους οίακας του υπό της αλλοπροσάλλου διπλωματίας κλυδωνιζομένου εθνικού σκάφους. Και όντως, πόσας αναμνήσεις δεν διεγείρει το όνομα του Καποδιστρίου! Το όνομα του Μπάρμπα-γιάννη, ως απεκάλει τον σεπτόν γέροντα Κυβερνήτην ο ελεύθερος Ελληνικός λαός, όστις νυχθημερόν εν τω εν Αιγίνη εισέτι περισωζομένω μεγάρω της Κυβερνήσεως ειργάζετο υπέρ του εθνικού μεγαλείου, υπέρ της ευρύνσεως των στενών μέχρις αποπνιγμού της αναγεννωμένης Ελλάδος ορίων, άπερ η ανθελληνική διπλωματία των περί τον Μέττερνιχ επέβαλεν αυτή.
Πλείσθ' όσα έχουσι γραφή περί του πρώτου της Ελλάδος κυβερνήτου παρά τε ημετέρων και ξένων και ίσως πολλά άλλα θα γραφώσιν εν τω μέλλοντι, διότι η ιστορία εισέτι δεν εφιλοτέχνησε το αληθινόν και αθάνατον του ανδρός εκείνου μνημείον, όστις πρώτος αυτός έθηκε τα θεμέλια της εν Ελλάδι ελευθέρας πολιτείας, αλλά και δεν ενόμισε πρέπον να οινοχοήση άκρατον την ελευθερίαν προς άνδρας χώρας επί μακρόν ταλαιπωρηθείσης, ής το μεν ήμισυ κατείχετο εισέτι υπό των Τούρκων, το δ' έτερον είχε καταστή έρμαιον εσωτερικών πολέμων και ολεθρίων αντεγκλήσεων.
Ο βίος του Ιωάννου Καποδιστρίου δύναται να διαιρεθή εις τρεις ιδίως περιόδους, καθ' άς ανεφάνη, ανεπτύχθη και ωρίμασεν ο έξοχος εκείνος νους της Ελλάδος. Και εν μεν τη πρώτη υπηρετεί το κρατίδιον, εν ώ εγεννήθη, άρτι ανακύψαντι της μακράς βενετικής δουλείας, εν δε τη δευτέρα, εν τοις ευρωπαϊκοίς συνεδρίοις παρακαθήμενος παρά τοις διασημοτέροις των πολιτικών και διπλωματικών ανδρών της εποχής, συσκέπτεται περί των τυχών των λαών, εν δε τη τρίτη δημιουργεί την πολιτικήν Ελλάδα, ής πολλοί μεν παρεσκεύασαν την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν αντί πάσης θυσίας, αλλ' εκείνος εδημιούργησεν, ως επιτήδειος αρχιτέκτων το πολιτικόν οικοδόμημα αυτής.
Τοιούτου γενομένου του κυβερνήτου Καποδιστρίου, και ως βάσιν της εργασίας ημών πάσας τας μέχρι τούδε περί αυτού εκδεδομένας ιστορικάς πραγματείας ημετέρων τε και ξένων λαβόντες, προβαίνομεν επί την έκδοσιν της ιστορίας του κυβερνήτου (1828 – 1831), τα μεν από της γεννήσεως αυτού μέχρι του 1828, εν τη Εισαγωγή συντόμως διεξερχόμενοι, τα δε από του θανάτου αυτού, ήτοι από του 1831 μέχρι της αντιβασιλείας, εν παραρτήματι δια βραχέων διεξιόντες.
ΤΡΥΦΩΝ Ε. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ.
«Είτε υπό τινος πόλεως επιθυμείς τιμάσθαι,
την πόλιν ωφελητέον, είτε υπό της Ελλάδος
πάσης αξιοίς επ' αρετή θαυμάζεσθαι, την
Ελλάδα πειρατέον ευ ποιείν».
[Ξενοφώντος Απομνημονεύματα Β'. 1.]
Πριν ή περί του πρώτου της αναγεννωμένης Ελλάδος άρχοντος τον λόγον ποιησώμεθα, ανάγκη να είπωμεν ολίγα τινά περί του τις ήτο ο Ιωάννης Καποδίστριας, εις όν η εν Τροιζήνι Γ' Εθνική Συνέλευσις ενεπιστεύθη τας τύχας των υπό του μακρού πολέμου καταπεπονημένων Ελλήνων και οποία τις ήτο η κατάστασις της Ελλάδος, κατόπιν του εξαετούς πολέμου, ήν εκλήθη να κυβερνήση, πρώτος αυτός Έλλην κυβερνήτης μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως και την καταστροφήν του Βυζαντινού Κράτους γενόμενος.
Ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας εγεννήθη εν Κερκύρα τη 31η Ιανουαρίου 17761 εν τω παρά την Σπιανάδαν, κατά την παραλίαν, κειμένω οικογενειακώ μεγάρω2. Πατήρ αυτού ην ο Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας, μήτηρ δε η Αδαμαντίνη Χριστοδούλου Γονέμη. Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ' αιώνος μ. Χ. Πρόγονός τις αυτής ανδραγαθήσας κατά το 1250 παρά τω αυτοκράτορι της Γερμανίας Φρειδερίκω τω Β' έλαβε τον τίτλον και την κομητείαν της Ιουστινουπόλεως, της είτα υπό των Βενετών ως πρωτευούσης καταστάσης της υπ' αυτών καταληφθείσης Ιστρίας3 «Καποδίστριας» κληθείσης (Capo d' Istria = πρωτεύουσα της Ιστρίας). Δύο δε αδελφοί – πιθανόν οι τούτου υιοί – Βίκτωρ και Νικόλαος Βιττόρη (Καποδίστριαι) αφίκοντο τω 1329 ή 1373, κατ' άλλους, εις Κέρκυραν καταδιωκόμενοι παρά του υπερισχύσαντος εν τη πόλει Καποδίστρια κόμματος του Πατριάρχου της Ακυληίας, ούτινος επί κεφαλής ίστατο η κραταιά οικογένεια Γουέρκη, ήτις, τη αρωγή του πατριάρχου, επεδίωκε την κυριαρχίαν της πόλεως Καποδίστριας4. Εν Κερκύρα αποκαταστάντων των δύο τούτων αδελφών, ο Βίκτωρ ενυμφεύθη την μονογενή θυγατέρα του πλουσίου και ευγενούς Κερκυραίου κόμητος Κονδόκαλη· εκ του γάμου δε τούτου έλκει το γένος η οικογένεια Βιττόρη η είτα Καποδιστρίου επικληθείσα5. Το γένος τούτο τω 1477 προσεγράφη μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Κερκύρας και εν έτει 1689 έλαβε τον τίτλον των ευπατριδών: Κόμητος6 παρά του Καρόλου Εμμανουήλ, Δουκός της Σαβοΐας και επιτίμου βασιλέως της Κύπρου. Ουτωσί τιμηθείσης της οικογενείας ταύτης7, ο Νικόλαος Καποδίστριας μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν προς εξαγοράν Ελλήνων αιχμαλώτων, τω δε 1690 ο Γεώργιος, Αλοΐσιος και Σταύρος Καποδίστριαι ηγούμενοι Χειμαρριωτών, ιδία δαπάνη στρατολογηθέντων, αντεπεξήλθον γενναίως κατά των Τούρκων. Βραδύτερον δε (1716) ο Φραγκίσκος και ο Βίκτωρ Καποδίστριαι διεκρίθησαν εν τη πολιορκία της Κερκύρας και τέλος ο Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου, του δοξάσαντος το γένος αυτών, διάσημος νομολόγος γενόμενος, κατέλαβεν ύψιστα αξιώματα εν Κερκύρα γενόμενος μάλιστα πρεσβευτής της Γερουσίας, σταλείς μετά του Νικολάου Γρεναδίνου Σιγούρου εις Κωνσταντινούπολιν προς επικύρωσιν του νέου Ιονίου συντάγματος υπό της Υψηλής Πύλης. Η πρεσβεία ανεχώρησε λαβούσα ως γραμματέα αυτής τον νεώτατον των υιών του Καποδιστρίου Αυγουστίνον.
Είναι δε περίεργος η υποδοχή, ής ηξιώθησαν οι δύο εκείνοι Έλληνες έκτακτοι απεσταλμένοι της Ιονικής Γερουσίας, κατά την εις Βυζάντιον άφιξιν αυτών προς επικύρωσιν του συμφώνως τη υπό του Σουλτάνου Σελίμ του Γ', του Τσάρου Παύλου και του βασιλέως της Αγγλίας, 21 Μαρτίου 1800, υπογραφείση συμβάσει γενομένου Συντάγματος. Της επικυρώσεως του Βυζαντιανού συντάγματος επικληθέντος γενομένης εν τη Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος ανέθηκεν αυτοίς, όπως εγχειρίσωσι το Σύνταγμα εκείνο προς τον πρόεδρον της Ιονικής γερουσίας ήδη διά του τίτλου Ηγεμόνος τιμηθέντος και προσπαθήσωσι να εφαρμοσθή οριστικώς. Λίαν δε συγκινητική υπήρξεν η σκηνή, καθ' ήν ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εν θριάμβω έφερε την Ιονικήν σημαίαν, σημαίαν ελευθέρου ελληνικού κρατιδίου, μετά τετρακοσιετή τουρκικήν δουλείαν, από της Υψηλής Πύλης μέχρι του εν Φαναρίω Πατριαρχικού ναού, παρακολουθούμενος υπό των απεσταλμένων και πολλού χριστιανικού πλήθους. Ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ', το δεύτερον τότε πατριαρχεύων, ψαλείσης δοξολογίας, ηυλόγησε την σημαίαν, ήν αύθις αναλαβών ο Αυγουστίνος εν πομπή έφερεν εις το εφ' ού επέβαινον οι απεσταλμένοι πλοίον, όπερ ο ναύαρχος του τουρκικού στόλου εχαιρέτησε δι' είκοσι και ενός κανονοβολισμών8.
Κατά την εκ Κωνσταντινουπόλεως της εκτάκτου πρεσβείας εις Κέρκυραν επιστροφήν, ο πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου, διωρίσθη παρά της Υψηλής Πύλης τη 25 Οκτωβρίου 1800 (19 Τζεμάζιουλ Αχήρ 1215) Αυτοκρατορικός επίτροπος μετά του Νικολάου Σιγούρου κόμητος Δεσύλλα προς διοργάνωσιν των Επτά νήσων συμφώνως προς το επιβληθέν Βυζαντιανόν Σύνταγμα. Αλλά περί τούτων μεν άλις· επανέλθωμεν δε εις τον ημέτερον ήρωα.
Ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας αυξηθείς την ηλικίαν εσπούδασε το μεν πρώτον εν τοις σχολείοις της Κερκύρας, τοσαύτην δ' επεδείξατο μάθησιν και ευφυίαν, ώστε προσείλκυσε την προσοχήν Κερκυραίου τινός, όστις λέγεται, ειπών: «Κρίμα ότι είναι Έλλην !» Βραδύτερον δε δεκαεπταέτης γενόμενος (1794) απελθών εις Ιταλίαν ενεγράφη εν τοις μητρώοις του Πανεπιστημίου Παταβίου, εν ώ εσπούδασε την ιατρικήν. Περί δε το τέλος του 1797 αποπερατώσας τας σπουδάς αυτού επέστρεψεν εις Κέρκυραν, περιηγηθείς πρότερον διαφόρους πόλεις της Ιταλίας και επισκεψάμενος τα επισημότερα αυτής Νοσοκομεία. Εν Κερκύρα αποκαταστάς μετήρχετο το επάγγελμα αυτού υπέρ των ενδεών τους εαυτού πόρους διατιθέμενος. Αλλ' ότε επέστρεψεν εις Κέρκυραν ο Ιωάννης, δεν εύρε πλέον την πατρίδα εν ομαλαίς περιστάσεσι. Κατά το έτος 1797 η Κέρκυρα ευρίσκετο εν δειναίς μεταπολιτευτικαίς περιπλοκαίς, διότι οι Δημοκρατικοί Γάλλοι του Ναπολέοντος πολεμούντες την Ενετικήν Αριστοκρατίαν, έθηκαν τέρμα εις την ύπαρξιν αυτής, και, κυριεύσαντες την Ενετίαν και τας κτήσεις αυτής, ήλθον και εις τας Ιονίους νήσους και εις Κέρκυραν, αίτιοι πολλών κακών γενόμενοι, ζητούντες διά πυρός και σιδήρου να υποτάξωσι και αναγκάσωσι πάντας, μάλιστα δε τους αριστοκρατικούς, οίτινες επί Ενετοκρατίας είχον προνόμιά τινα, να ασπασθώσι τας δημοκρατικάς αυτών αρχάς. (Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, 17 Οκτωβρίου 1797). Ανηρπάγησαν περιουσίαι, εφυλακίσθησαν αδίκως έντιμοι πολίται, απεγυμνώθησαν ναοί και μοναστήρια, εφονεύθησαν αθώοι πολίται. Μεταξύ των φυλακισθέντων, ήτο και ο πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου κατηγορούμενος ότι μετ' άλλων αντέπραττε κρυφίως κατά των Γάλλων. Μετά παρέλευσιν δύο ετών (1799) συμμαχήσασαι η Ρωσία και η Τουρκία επολέμησαν από κοινού κατά των Γάλλων, ούς εκδιώξασαι των Ιονίων νήσων, έλαβον αυτάς υπό την κατοχήν και την προστασίαν αυτών. Η Κέρκυρα όμως των εν αυτή Γάλλων μη υποχωρούντων, αλλ' επί τέσσαρας σχεδόν μήνας εναντιουμένων, πολιορκηθείσα τέλος ηναγκάσθη ένεκεν ελλείψεως τροφών, να παραδοθή τοις συμμάχοις. Αρχηγοί των στρατιών των δύο συμμάχων δυνάμεων ήσαν ο ρώσος ναύαρχος Ουζακώφ και ο τούρκος ναύαρχος Κατήρ Μπέης. Αλλ' εκάτερος αξιών να εξουσιάζη της Κερκύρας, υπέθαλπε μεταξύ των Κερκυραίων την διχόνοιαν, επί ιδία εθνική ωφελεία.
Εν τούτοις, ότε ο ναύαρχος Ουζακώφ, αρχηγός των συνηνωμένων δυνάμεων Τουρκίας και Ρωσίας, μετά την άλωσιν της Κερκύρας, ενησχολήθη εις την διοργάνωσιν του τόπου, ο Ιωάννης Α. Καποδίστριας ήρξατο γινόμενος γνωστότερος. Ο ναύαρχος μάλιστα Κατήρ Βέης διώρισεν αυτόν αρχίατρον του Στρατιωτικού Τουρκικού Νοσοκομείου, και ως τοιούτος ανεγνωρίσθη και παρά της προσωρινής Γερουσίας διά θεσπίσματος αυτής (5 Σεπτεμβρίου 1799).
Αι παρά των πρακτόρων του Γαλλικού Διευθυντηρίου συστάσαι νομαρχιακαί και δημοτικαί διαχειρίσεις κατηργήθησαν, η δε κυβέρνησις των Ιονίων νήσων ανετέθη εις το συμβούλιον των Ευγενών, ανορθωθέν μεν, ως υπήρχεν επί Ενετών, αλλ' έχον πολύ ευρυτέραν δικαιοδοσίαν, διότι η εν τω συμβουλίω τούτω είσοδος εγένετο μάλλον προσιτή διά μέτρων τεινόντων να καταστήσωσιν ευκολωτέραν την εις το σώμα των ευγενών κατάταξιν πάντων των απολαυόντων υπολήψεως ένεκα της ικανότητος ή του πλούτου αυτών.
Αλλά το πολίτευμα τούτο ήτο προσωρινόν· αι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Πύλης επεφυλάχθησαν το δικαίωμα να ρυθμίσωσιν οριστικώς, εκ συμφώνου, την τύχην των Ιονίων. Εγένετο δε τούτο, ως είπομεν, διά συμβάσεως υπογραφείσης εν Κωνσταντινουπόλει (21 Μαρτίου 1800). Διά της συμβάσεως ταύτης, αι νήσοι Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος, Ιθάκης, Παξών, Κυθήρων, ως και άπασαι αι νήσοι, μικραί και μεγάλαι, κατωκημέναι και ακατοίκητοι, κείμεναι απέναντι των παραλίων της Πελοποννήσου και της Αλβανίας, απετέλεσαν, υπό το όνομα «Δημοκρατία των ηνωμένων επτά νήσων», πολιτείαν κατά πάντα ομοίαν προς την της Ραγούζης, τουτέστιν υποκειμένην τίτλω υποτελείας εις την Υψηλήν Πύλην, αλλά κυβερνωμένην ελευθέρως υπό των προκρίτων της χώρας. Ούτω δε πρώτην ταύτην φοράν η Επτάνησος υπεβλήθη υπό την επικυριαρχίαν της Τουρκίας.
Εν τούτοις, η από 21 Μαρτίου 1800 σύμβασις εδημοσιεύθη και αι διάφοροι νήσοι εξελέξαντο τους αντιπροσώπους αυτών, επιτετραμμένους να υποβάλωσιν εις την επιδοκιμασίαν των αυλών Πετρουπόλεως και Κωνσταντινουπόλεως το προ έτους υπό του Ουζακώφ δημοσιευθέν σύνταγμα. Αλλ' οι αντιπρόσωποι παραβιάζοντες την εντολήν αυτών συνήλθον ίνα συντάξωσιν άλλο σχέδιον συντάγματος πολλώ ήττον φιλελεύθερον του εν ισχύι προσωρινού· διότι πάσα εξουσία δι' αυτού ανετίθετο εις την αρχαίαν αριστοκρατίαν και ουδείς πλέον ηδύνατο να εισχωρήση εις τας τάξεις αυτής, καθότι αι προς τον σκοπόν τούτον παραχωρηθείσαι ευκολίαι ανεκλήθησαν. Το σύνταγμα τούτο παρουσιάσθη εις Κωνσταντινούπολιν ως η ομόθυμος έκφρασις της ευχής των Ιονίων νήσων, επικυρωθέν δε υπό του υπουργού των εξωτερικών (Ρεΐζ – Εφένδη), εκηρύχθη σύνταγμα της πολιτείας και αμέσως εφηρμόσθη (Βυζαντιανόν σύνταγμα). Διοργανωθείσης της τοπικής της Κερκύρας κυβερνήσεως υπό των αυτοκρατορικών επιτρόπων Καποδιστρίου και Νικολάου Γρεναδίνου Σιγούρου, ο έτερος των αυτοκρατορικών επιτρόπων Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας δικαιούμενος να διορίση αντικαταστάτην προς διοργάνωσιν και των άλλων νήσων, διώρισε τον υιόν αυτού Ιωάννην, όστις μετά την αποπεράτωσιν του έργου επανέκαμψεν εις Κέρκυραν, ένθα εξήσκει το ιατρικόν επάγγελμα. Αύτη είναι η πρώτη, μετά τον διορισμόν αυτού ως αρχιάτρου του στρατιωτικού τουρκικού νοσοκομείου, δημοσία υπηρεσία του ημετέρου Ιωάννου Καποδιστρίου, εν ή έδειξεν ου μόνον ζήλον αλλά και διορατικότητα μεγίστην, τιμήσασαν αυτόν9.
Το δημοτικόν όμως κόμμα ηρνήθη να αποδεχθή το σύνταγμα τούτο, όπερ παρέδιδε τας Ιονίους νήσους εις την δεσποτείαν ολιγαρχίας παραπλησίας της Ενετικής αριστοκρατίας. Μεταξύ των δύο κομμάτων εξερράγη εμφύλιος πόλεμος· η Λευκάς, η Ιθάκη και η Κεφαλληνία συνέταξαν ίδια πολιτεύματα. Η Ζάκυνθος προέβη περαιτέρω· απωθήσασα τα στρατεύματα, άπερ κατ' αυτής απέστειλεν η, δυνάμει του βυζαντιανού συντάγματος, ιδρυθείσα κυβέρνησις, απεχωρίσθη της Ιονίου Ομοσπονδίας, αποβαλούσα δε την Ρωσικήν προστασίαν, εζήτησεν εν ετέρα δυνάμει την ελευθερίαν, ής εισέτι δεν είχεν απολαύσει, και τη 7η Φεβρουαρίου 1801, οι Ζακύνθιοι ανεπέτασαν την βρεττανικήν σημαίαν.
Επί τοσούτον δε προέβη η αναρχία, ώστε η Γερουσία ηναγκάσθη να συγκαλέση εθνικήν συνέλευσιν. Αύτη συνήλθε κατά Νοέμβριον 1801 και παρεδέξατο σύνταγμα συνάδον προς το δημοκρατικόν πνεύμα. Η μεταξύ αριστοκρατών και δημοκρατών πάλη υπήρξε διαρκής, των μεν υποστηριζόντων το βυζαντιανόν σύνταγμα, των δε το της Αξιοτίμου (Onoranda), δι' ής επικλήσεως διεκρίνετο η συνέλευσις του 1801.
Τα πολιτικά πραξικοπήματα και αι μεταβολαί διεδέχοντο αλλήλας. Τέλος κατά Σεπτέμβριον 1802, οι Ρώσοι γενόμενοι αποκλειστικοί προστάται της Δημοκρατίας απεφάσισαν να δώσωσι πέρας εις την κατάστασιν ταύτην, ήν οι πάντες απέστεργον. Προς τούτο δε εδόθη ήδε η ευκαιρία. Η Γερουσία της Δημοκρατίας ωφεληθείσα της ευκαιρίας της εις τον θρόνον αναβάσεως του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών Αλεξάνδρου Α', απέστειλεν εις Πετρούπολιν έκτακτον απεσταλμένον, όστις έμελλε πρώτον μεν να προσφέρη τα συγχαρητήρια της Δημοκρατίας, έπειτα δε να ζητήση την επάνοδον του ρωσικού στρατού, όστις είχεν αναχωρήσει, συντηρουμένου αναλώμασι της Δημοκρατίας. Απεσταλμένος τοιούτος εστάλη ο Ζακύνθιος κόμης Γεώργιος Μοτσενίγος, γνωστός τοις Ρώσοις και υιός του άλλοτε πρέσβεως της Ρωσίας εν Φλωρεντία και εν ενεργεία σύμβουλος της Επικρατείας (22 Μαΐου 1801). Ο απεσταλμένος αφίκετο εις Μόσχαν, ένθα έμενεν ο αυτοκράτωρ, προς όν παρουσιασθείς ωνομάσθη πληρεξούσιος υπουργός της Ρωσίας· παρά τη εν Επτανήσω Πολιτεία και Αρχηγός του αποσταλησομένου επικουρικού στρατού. Ο στρατός ούτος έμελλε να μεταβεί εις Κέρκυραν εκ Νεαπόλεως δι' εξόδων της «Αυτού Σικελιανής Μεγαλειότητος», επειδή όμως αύτη τότε δεν ευρίσκετο εν ευαρέστω οικονομική θέσει, ως εκ τούτου, η άφιξις του στρατού και του Μοτσενίγου παρετάθη μέχρι τέλους Αυγούστου του 1802.
Μόλις αφίκετο εις Κέρκυραν ο επικουρικός στρατός, και η Γερουσία διελύθη και η εξουσία αυτής έμεινε τω ηγεμόνι Σπυρίδωνι Γεωργίω Θεοτόκη, όστις την 1ην Σεπτεμβρίου (1802) διά θεσπίσματος διώρισε τους επτά αντιπροσώπους αυτού εν ταις επτά νήσοις. Επειδή δε η Κεφαλληνία ην εν εξαιρετική θέσει, και μέχρι της εκείσε μεταβάσεως του διορισθέντος αντιπροσώπου, απέστειλε προσωρινόν αντιπρόσωπον τον Ιωάννην Καποδίστριαν, εις όν και ο Μοτσενίγος ως αρχηγός του ρωσικού στρατού ενεπιστεύθη την αρχηγίαν της σταλείσης φρουράς υπό την διοίκησιν του συνταγματάρχου Σωροκίν. Ο Καποδίστριας διέμεινεν εν Κεφαλληνία μέχρι μέσων Οκτωβρίου, και μεταβάς εις Ιθάκην αφίκετο εις Κέρκυραν περί τα τέλη του αυτού μηνός, όπου διέτριβεν ιδιωτεύων μέχρι τέλους Φεβρουαρίου 1803, ότε συνέστη προσωρινή τις Γερουσία, ήτις διώρισεν αυτόν Γραμματέα της Επικρατείας, μόλις το εικοστόν έβδομον έτος της ηλικίας άγοντα.
Εν τω μεταξύ όμως ο φιλοτιμότατος εκείνος νέος δεν κατέτριβε τον πολύτιμον χρόνον αυτού εφ' ά μη έδει, αλλ' ησχολείτο περί πολλών τε άλλων και περί της ελληνοπρεπούς διαπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, οίτινες ως εκ της μακραιώνου ξενοκρατίας απέστησαν, κατά πολλά, των πατρίων. Οπαδός δ' ων της σοφωτάτης θεωρίας ότι «έπρεπε πρώτον να μορφωθώσιν Έλληνες και είτα να ιδρυθή Ελλάς», κατά Μάιον του 1802 συνενωθείς μετά 10 ή 12 συνομηλίκων φίλων, οι οποίοι βραδύτερον διεκρίθησαν διά την παιδείαν αυτών, παρεκίνησε τούτους να συστήσωσι, και συνέστησαν, ιδιωτικόν φιλολογικόν σύλλογον υπό τον τίτλον «Εταιρίας των φίλων», εν τω καταστήματι του οποίου συνερχόμενοι εμελέτων και διεσκέπτοντο περί πολλών και ωφελίμων τη πατρίδι πραγμάτων, μάλιστα δε περί του τρόπου της επιδόσεως και προαγωγής των ελληνικών γραμμάτων. Εκ του συνεταιρισμού τούτου προήλθεν ο μετ' ολίγον συστάς και περιώνυμος καταστάς Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος, ούτινος η σύστασις αποδίδοται τω Καποδίστρια εκλεγέντι αμέσως και Γραμματεί του Συλλόγου. Ενώπιον του Συλλόγου τούτου ανέγνω διάφορα επιστημονικά μελετήματα, άτινα είχε γράψει ιταλιστί. Σπουδαιότερα δε πάντων τούτων εκρίθησαν υπό των αρμοδίων το «Περί της αρχής των ατομικών διαφορών τον οργανισμού» αναγνωσθέν κατά Μάιον του 1803, και το «Επί τη περιπτώσει του τοκετού Ισραηλίτιδος γεννησάσης ομού 5 επταμηνιαία τέκνα,» όπερ ανεγνώσθη κατά το 1806.
Η τοιαύτη του νέου Κερκυραίου δραστηριότης και το άγαν φίλεργον, έδωκαν αυτώ, ως είπομεν, την θέσιν του γραμματέως της Επικρατείας, θέσιν ήτις εθεωρείτο μέγιστον απόκτημα εν ιονίω Πολιτεία.
Πρώτον του Καποδιστρίου μέλημα εν τω νέω υπουργήματι υπήρξεν η διευθέτησις της Γραμματείας της Επικρατείας, συμφώνως προς τον πρό του διορισμού αυτού ψηφισθέντα «Οργανισμόν της Γραμματείας της Επικρατείας.» Την δε πρώτην Ιουνίου, επειδή η Γερουσία διά θεσπίσματος αυτής διώρισεν Επιτροπήν, ίνα ακολουθήση τω πληρεξουσίω της Ρωσίας Μοτσενίγω επισκεπτομένω τας νήσους, ής μέλη διωρίσθησαν ο εκ Ζακύνθου Γερουσιαστής Σπυρίδων Ναράντσης, ο Σπυρίδων Βατάλιας ευπαίδευτος πολίτης Κερκυραίος και ο Ύπαρχος εκάστης νήσου, εν ή διέτριβεν ο πληρεξούσιος, ο Καποδίστριας ως Γραμματεύς της Επικρατείας ηκολούθησεν αυτή, ίνα εκτελή παρ' αυτή τα καθήκοντα Γραμματέως της Επικρατείας ως και παρά τη Γερουσία.
Πάνθ' όσα ενήργησαν εν ταις νήσοις η Επιτροπή, ο Καποδίστριας και ο Μοτσενίγος καθυπέβαλον αυτά τη Γερουσία δι' εκτεταμένων εκθέσεων.
Ο δε Καποδίστριας επανελθών εις Κέρκυραν μετά του πληρεξουσίου και της Γερουσιαστικής Επιτροπής εξηκολούθει εκτελών τα καθήκοντα του Γραμματέως της Επικρατείας, ότε τη 12 Νοεμβρίου 1803 ετελεύτησεν ο ηγεμών και η Γερουσία ενετείλατο αύτω να εκφωνήση τον επικήδειον λόγον, ούτινος η αξία και η εντύπωσις, ήν ενεποίησεν εις το κοινόν, υπήρξε μεγίστη διά τε την ευγλωττίαν και την άλλην οικονομίαν10.
Ο Καποδίστριας έμεινε Γραμματεύς της Επικρατείας μέχρι της 15 Μαΐου 1806, ότε διεδέξατο αυτόν ο Σπυρίδων Βατάλιας· διότι η Γερουσία διά θεσπίσματος αυτής (7 Απριλίου 1806) διώρισε τον Καποδίστριαν επιτετραμμένον παρά τη Αυλή της Πετρουπόλεως, αντί του τότε παραιτηθέντος Δημητρίου Ναράντση Ζακυνθίου, αλλά την 18 Ιουνίου, διά διακοινώσεως του πληρεξουσίου της Ρωσίας, προς την Γερουσίαν, εγνωστοποίει αυτή, ότι: «η Αυλή της Πετρουπόλεως εδέχετο μεν ευχαρίστως τον διορισμόν του Καποδιστρίου ως διαδόχου του Ναράντση, αλλ' ότι η θέσις αύτη είναι ασυμβίβαστος μετά της του επιτίμου Συμβούλου, ήν ο Αυτοκράτωρ είχεν απονείμει πρότερον προς τον Καποδίστριαν.»
Συνεπεία της διακοινώσεως ταύτης η Γερουσία απήλλαξε τον Καποδίστριαν της θέσεως ταύτης διά του από 30 Ιουνίου του αυτού έτους θεσπίσματος αυτής, ότε διωρίσθη «Επιθεωρητής των προσωρινών σχολείων της Τενέδου»11, θέσιν, ήν διετήρησε μέχρι της 15ης Μαρτίου 1807, ότε η Γερουσία διά θεσπίσματος επέτρεψεν αύτω ιδιωτεύοντι ν' απάρη της νήσου προς διάσωσιν της Λευκάδος απειλουμένης υπό του Αλή-Πασά, και διώρισε προσωρινόν επιθεωρητήν, διαρκούσης «της βραχείας απουσίας αυτού », τον Εμμανουήλ Θεοτόκην.
Ανεχώρησεν ο Καποδίστριας μετά πολλών Κερκυραίων περί τα μέσα Μαρτίου12 διευθυνόμενος εις Λευκάδα και αναλαβών τα της Γερουσίας και του πληρεξουσίου Μοτσενίγου εμπιστευθέντα αύτω υψηλά καθήκοντα, εξετέλεσε ταύτα μετά μεγίστου εθνικού αισθήματος, πατριωτισμού και αυταπαρνήσεως, νυχθημερόν εργαζόμενος μετά των περί αυτόν εν τω Ιονικώ στρατοπέδω, όπερ συνεκροτείτο εξ Ελλήνων αρματωλών και κλεφτών13 εκ τε της Ακαρνανίας, του ηρωικού Σουλίου και της Πελοποννήσου υπέρ του Ιερού αγώνος κατά του Αλή Πασά, υπό των Γάλλων βοηθουμένου, προσδραμόντων. Μεταξύ των ανδρείων εκείνων μαχητών υπήρξαν και οι μετέπειτα εν τω κατά των Τούρκων μεγάλω εθνικώ αγώνι διαπρέψαντες στρατηλάται: ο Οδυσσεύς, ο Βότσαρης, ο Τσόγκας, ο Μακρής, ο Τσαβέλλας, ο Νικήτας, ο Κολοκοτρώνης, οίτινες εθαύμασαν την ανδρείαν και τον άκρον του Καποδιστρίου υπέρ της ελευθερίας ενθουσιασμόν και έκτοτε ήρξαντο να ανορώσιν εν αυτώ τον μέλλοντα συναγωνιστήν εν τη μελλούση απελευθερώσει της πατρίδος. Δυστυχώς όμως τας αμοιβαίας ταύτας συμπαθείας των εν Λευκάδι συναγωνιστών διέκοψεν ο μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας πόλεμος, όστις κατέληξεν εις την εν Τίλσιττ συνθήκην14 (25/7 Ιουλίου 1807).
Διά της Συνθήκης ταύτης η Ρωσία παρεχώρει την προστασίαν της Επτανήσου προς τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, όστις απέστειλεν εις Κέρκυραν τον αυτού υπασπιστήν αντισυνταγματάρχην Τερριέ (28 Ιουλίου), ίν' αναγγείλη τη Γερουσία την πολιτικήν ταύτην μεταβολήν της Επτανήσου, τη 29 δε Ιουλίου ο Πληρεξούσιος Μοτσενίγος ανήγγειλεν επισήμως τη Γερουσία ότι: «διά της αυτής Συνθήκης η Πολιτεία της Επτανήσου τίθεται υπό την προστασίαν της Α. Μ. του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος και ότι γαλλικός στρατός φρουρήσει τας νήσους».
Συνεπεία των συμβάντων τούτων, η Γερουσία εξέδοτο (31 Ιουλίου) θέσπισμα, δι' ού διέταττε τον Καποδίστριαν να διαλύση την πολιτοφυλακήν, ν' αποπέμψη τα ναυλωθέντα πλοία, και να καταλίπη την Λευκάδα.
Ο Καποδίστριας επανελθών τη 31 Αυγούστου εκ Λευκάδος παρέμενεν έκτοτε εν Κερκύρα ιδιωτεύων και συχνάζων εις την κατ' εκείνην την εποχήν αυτόθι ιδρυθείσαν, ταις ενεργείαις αυτού και βραδύτερον (1824) διοργανισθείσαν υπό του λόρδου Γκίλφορδ «Ιόνιον Ακαδημίαν», ής μέλη ετύγχανον αυτός τε και οι αδελφοί αυτού Βιάρος και Γεώργιος15, περί τα τέλη δε του έτους 1808 ανεχώρησεν εις Ρωσίαν, μη στέρξας την υπό του Μεγάλου Ναπολέοντος διά του αντιστρατήγου Καίσαρος Βερτιέ και του Δονζελό προσενεχθείσαν αυτώ υπηρεσίαν εν τη οικεία πατρίδι «ως ακροατού εν τω της Επικρατείας Συμβουλίω». Και δεν είχεν άδικον ο Καποδίστριας μη αποδεξάμενος την νέαν υπό την γαλλικήν προστασίαν θέσιν, εν ή οι Γάλλοι υπέσχοντο αυτώ λαμπρόν στάδιον διότι διά ταύτης αι υπό των Γάλλων εν έτει 1797 εις δημοκρατίαν ανυψωθείσαι Ιόνιοι νήσοι ήδη διά των γαλλικών και αύθις όπλων απώλεσαν την εθνικήν αυτών κυβέρνησιν και υπήχθησαν υπό την γαλλικήν σημαίαν.
Τοιαύτα είναι της αλλοπροσάλλου διπλωματίας τα τεχνάσματα και ούτως αι τύχαι των λαών κανονίζονται υπό των ισχυρών της γης!
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μη ανεχόμενος την συντελεσθείσαν εν τη πατρίδι πολιτικήν μεταβολήν, προς δε και διακαιόμενος υπό της θρησκευτικής και πολιτικής της εποχής κείνης ιδέας, ότι η δεδουλωμένη Ελλάς έμελλε να σωθή διά των ρωσικών όπλων, απεφάσισε να αναχωρήση εις Ρωσίαν, οπόθεν, ενόμιζεν, ηδύνατο να υπηρετήση κάλλιον τη πατρίδι. Ούτω δε, ως έφθημεν ειπόντες, περί τα τέλη του 1808, ότε ανεχώρησαν παντάπασι και τα ρωσικά πλοία, ήτοι έν έτος μετά την των Ιονίων νήσων τοις Γάλλοις υπαγωγήν, καθ' ό ο Καποδίστριας ιδιωτεύων επεδόθη όλως εις την μελέτην και την σπουδήν, ανεχώρησεν εκ Κερκύρας και κατ' Ιανουάριον έφθασεν εις την ωραίαν πρωτεύουσαν πασών των Ρωσιών, εις Πετρούπολιν.
Εκεί προσελήφθη αμέσως ως σύμβουλος της αυλής, εν τω τμήματι του Υπουργείου των Εξωτερικών· υπό τας διαταγάς του κατά το έτος εκείνο αρχιγραμματέως της αυτοκρατορίας Ρωμαντσώφ. Ενταύθα διαμείνας επί διετίαν, έσχε την ευκαιρίαν να μελετήση καλώς τον χαρακτήρα του ρωσικού λαού καθ' όλας αυτού τας διαστάσεις και να βολιδοσκοπήση τα πνεύματα των εν τοις πράγμασιν, οίτινες εβάδιζον επί τοις ίχνεσι των σχεδίων του Μεγάλου Πέτρου. Εις τούτο δε μεγάλως υπεβοήθησαν αυτώ η ευφυία και η λαμπρά συμπεριφορά του νέου διπλωμάτου, όστις εντός μικρού είχε κατακτήσει τας καρδίας πάντων των αυλικών. Ακριβώς δε κατά το έτος εκείνο (1809), κατά παράδοξον σύμπτωσιν, είχεν εισέλθει εις ρωσικήν υπηρεσίαν καταταχθείς εν τω στρατώ ως ανθυπολοχαγός και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεκαεξαέτης μόλις, μεθ' ού βραδύτερον τοσούτον συνειργάσθη υπέρ της εθνικής παλιγγενεσίας. Μεγάλως δε ωφέλησε τω Καποδιστρία και η φιλία του Αλεξάνδρου Στούρτσα συναδέλφου αυτού εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών, μεγάλην δε έχοντος επιρροήν εν τω πόλει του Πέτρου, χάρις εις την αδελφήν αυτού Ρωξάνην δεσποινίδα της τιμής εν τη αυτοκρατορική αυλή. Διά του Στούρτσα επεξέτεινε τον κύκλον των εν Ρωσία φίλων, ιδίως δ' ηδυνήθη να συστηθή προς τον μέγα τότε ισχύοντα ναύαρχον και Υπουργόν των Ναυτικών Τσιτσακώφ, όστις μεγάλως ευηργέτησε τον Καποδίστριαν, ως θέλομεν ιδεί. Ενταύθα επίσης εγνώρισε και τον είτα γραμματέα αυτού ιδιαίτερον γενόμενον και μέγαν του έθνους ευεργέτην Ιωάννην Δομπόλην ή Τομπόλην, άνδρα ηπειρώτην εκ των άγαν φιλοπατρίδων, μεθ' ού συναπεφάσισε την διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι, ως λέγει αυτός ούτος ο Δομπόλης εν τη διαθήκη αυτού γραφείση τη (4 Φεβρουαρίου 184916:
«Ότε τω 1809 εγνώρισα τον μακαρίτην κόμητα Ιωάννην Καποδίστριαν, υπεσχέθημεν αλλήλοις να μεταχειρισθώμεν παν μέσον προς διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι. Έκτοτε ο σταθερός σκοπός της ζωής μου υπήρξε να κατορθώσω να εκπληρώσω πρεπόντως την δοθείσαν υπόσχεσιν. Προς τούτο προσεπάθησα ν' αυξήσω τα κεφάλαιά μου ουχί διά κερδοσκοπίας, αλλά διά των κόπων μου και μάλιστα διά μεγάλης οικονομίας. Το συναχθέν μοι κεφάλαιον εκ ρουβλίων αργυρών 285,744, ορίζω εις εκπλήρωσιν της υποσχέσεώς μου, δηλονότι εις διάδοσιν της δημοσίας παιδεύσεως εν Ελλάδι. Τα χρήματα ταύτα κατατεθήσονται επί τόκω εν πιστωτικοίς καταστήμασι της Ρωσίας μέχρι της 1 Ιανουαρίου 1906, αι δε ληφθησόμεναι ομολογίαι της καταθέσεως ταύτης τηρηθήσονται εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών (της Ρωσίας). Εις την ορισθείσαν εποχήν, δηλονότι τω 1906, η ρωσική κυβέρνησις θέλει φροντίσει να συνεννοηθεί μετά της ελληνικής προς μεταφοράν εις την Ελλάδα ολοκλήρου του κεφαλαίου τούτου μετά και των τόκων προς ανίδρυσιν εν Αθήναις ή εν οιαδήποτε άλλη πόλει, ήτις έσται πρωτεύουσα της Ελλάδος τω 1906, Πανεπιστημίου ονομασθησομένου «Καποδιστριακού». Εις την οικοδομήν του Πανεπιστημίου τούτου μετά παρεκκλησίου ορθοδόξου, βιβλιοθήκης καί τινων επιστημονικών συλλογών ορίζω το 1)4 ή το πολύ το 1)3 του όλου κεφαλαίου του αθροισθησομένου μέχρι της 1 Ιανουαρίου 1906, τα δε υπόλοιπα 3)4 ή 2)3 προσδιορίζω εις αγοράν ακινήτων εν Ελλάδι, των οποίων τα εισοδήματα χρησιμεύσουσιν ανεξαιρέτως εις συντήρησιν των καθηγητών, των σπουδαστών και εν γένει ολοκλήρου του «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Το χρυσούν ωρολόγιον του Κυβερνήτου μετά των εμβλημάτων και της επιγραφής της πόλεως Γενεύης δωρηθέν μοι υπό των αδελφών του μακαρίτου κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου, ως και η χρυσή ταμβακοθήκη, δωρηθείσα μοι υπό του κόμητος Αυγουστίνου Καποδιστρίου, να φυλαχθώσιν εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών (της Ρωσίας) μέχρι της αποστολής του κεφαλαίου μου εις την Ελλάδα, τότε δε συναποσταλώσι και κατατεθώσιν εν τη συλλογή των περιέργων αντικειμένων του «Καποδιστριακού Πανεπιστημίου».
Εν τούτοις δύο παρήλθον από της εν Ρωσία αποκαταστάσεως αυτού έτη και ο Έλλην διπλωμάτης βαρυνθείς τον απράγμονα εκείνον βίον εζήτησε την θέσιν συμβούλου εν τη εν Βραζηλία αυτοκρατορική αποστολή, αλλά χάρις τω Στούρτσα αντί της εις το έτερον ημισφαίριον απομακρύνσεως κατώρθωσε μετά διετίαν (1811) να διορισθή υπεράριθμος υπάλληλος της εν Βιένννη ρωσικής πρεσβείας, διευθυνομένης υπό του βαρώνου Στάκκελβεργ, ένθα ηυδοκίμησε μεγάλως17. Μετά έν έτος (1812) διωρίσθη εν τη ρωσική στρατιά των παραδουναβίων ηγεμονιών διευθυντής του διπλωματικού γραφείου. Εις την νέαν ταύτην θέσιν προσεκλήθη υπό του διαδεξαμένου τον εν ταις ηγεμονίαις στρατηγόν Κουτούζωφ ναυάρχου Τσιτσακώφ, γνόντος, ως είδομεν, την διπλωματικήν δεινότητα του Έλληνος διπλωμάτου, ευθύς άμα τω πρώτη συναντήσει αυτού μετά του Αλεξάνδρου Στούρτσα. Ο Καποδίστριας έφθασεν εις Βουκουρέστιον και εμφανισθείς προς τον Τσιτσακώφ παρουσίασεν αυτώ Υπόμνημα περιέχον πληροφορίας περί των χωρών, άς διήλασεν από Βιέννης μέχρι Βουκουρεστίου. Το νέον τούτο δείγμα της ευφυίας αυτού κατέστησεν αυτόν αγαπητότερον παρά τω ναυάρχω. Μετ' ου πολύ όμως, της Κρήνης επελθούσης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ο Τσιτσακώφ διετάχθη να συνενωθή προς την μεγάλην των συμμάχων στρατιάν. Ο Καποδίστριας απεφάσισε να ακολουθήση τω προστάτη αυτού, αλλ' εκείνος απέτρεψεν αυτόν, ειπών ότι ο αποχωρισμός ως εκ της εις ξένας χώρας μεταθέσεως ήτο αναπόφευκτος. Συνεστήθη όμως πατρικώς υπ' αυτού προς τον νέον αρχηγόν κόμητα Βαρκλαί Δετολλύ ενώπιον πάντων των αξιωματικών του Επιτελείου ως νέος ευφυής και δραστήριος, κατά πάντα δυνάμενος να υπηρετήση ευδοκίμως παρ' αυτώ. Εν τούτοις ο Καποδίστριας κεκμηκώς εκ των καμάτων της εκστρατείας του 1812, καθ' ήν επεδείξατο ζήλον εν τη υπηρεσία ανυπέρβλητον, ακολουθών τω στρατώ ως άλλος πιστός στρατιώτης, ασθενήσας παρέμεινεν εν Βρόνβεργ νοσηλευόμενος. Ευτυχώς εν βραχεί ανακτησάμενος την κλονηθείσαν προς στιγμήν υγείαν, μετέβη εις Σέφφενβουργ έδραν του στρατοπέδου του Βαρκλαί Δετολλύ, όστις εδέξατο αυτόν ευμενώς και ανέθηκεν αυτώ την ήν και παρά τω Τσιτσακώφ εξετέλει υπηρεσίαν.
Εντεύθεν η τύχη του Καποδιστρίου μεταβάλλεται επί τα κρείττω. Η διπλωματική ικανότης, ήν επεδείξατο πρότερόν τε διατηρών την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεταξύ Βιέννης, Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας και των ανωτάτων συμβουλίων των Παραδουναβίων ηγεμονιών, και νυν εν τη μετά του Βαρκλαί Δετολλύ αποστολή, διήγειρε την προσοχήν του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, όστις αμείβων τας υπηρεσίας του Καποδιστρίου ωνόμασεν αυτόν πραγματικόν σύμβουλον της Επικρατείας και εξέφρασεν αυτώ την υψηλήν ευαρέσκειαν αυτού.
Νυν μάλιστα, ότε ο Δετολλύ μετέβη εις την επί του Μάιν Φραγκφούρτην, εδόθη ευκαιρία εις το κατόπιν ευρύ στάδιον του Έλληνος διπλωμάτου. Μετά την κατά του Ναπολέοντος, ούτινος τας στρατιάς διεσκόρπισαν οι ηνωμένοι στρατοί, πάλην, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος αφικόμενος εις Φραγκφούρτην έπηξεν αυτόθι το στρατόπεδον. Εντεύθεν εξεδόθη τη 30η Νοεμβρίου 1813 η περιβόητος προκήρυξις προς το Γαλλικόν έθνος, δι' ής οι Γάλλοι προσεκαλούντο να χωρίσωσι τα εαυτών συμφέροντα των του Ναπολέοντος. Ο Βαρκλαί Δετολλύ αφίκετο ίνα συγχαρή τω κυρίω αυτού επί ταις νίκαις, ότε μεταξύ ομιλών ο αυτοκράτωρ εξέφρασε την επιθυμίαν να έχη διπλωμάτην τινά πεπειραμένον και ικανόν δυνάμενον να διαπραγματευθεί μετά των ελβετικών τοπαρχιών και να αποσπάση αυτάς της μετά του Ναπολέοντος συμπράξεως.
Ο στρατηγός αντί παντός άλλου συνέστησε τω αυτοκράτορι τον ημέτερον Καποδίστριαν, όστις, καθά αυτός τε έγνω και κατά τας συστάσεις του ναυάρχου Τσιτσακώφ, ήτο δραστηριώτατος και εν τη επιτελέσει των δυσχερεστάτων διπλωματικών αποστολών. Ο αυτοκράτωρ ακούσας ταύτα και εκ φήμης γινώσκων τον Έλληνα διπλωμάτην, εδέξατο την σύστασιν επειπών: «Καλώς, αποστείλατε αυτόν παρ' εμοί, διότι θέλω να γνωρίσω αυτόν και προσωπικώς»18.
Ο στρατηγός ανήγγειλε τω Καποδιστρία την επιθυμίαν του αυτοκράτορος, ο δε επί τη απροσδοκήτω ταύτη διαταγή σπεύσας παρουσιάσθη προς τον Αλέξανδρον ευσεβάστως. Ο Τσάρος εκπλαγείς επί ταις μεγίσταις αρεταίς του διευθυντού της πολιτικής αλληλογραφίας του κόμητος Δετολλύ, συνεπάθησε προς τον Καποδίστριαν, όν διέταξε να εξακολουθήση την υπηρεσίαν εν τω ιδίω γενικώ στρατοπέδω, παρά τω άρτι τον Ρωμαντσώφ διαδεξαμένω υπουργώ των Εξωτερικών κόμητι Νέσσελροδ. Ο Καποδίστριας και εν τη νέα ταύτη θέσει δεν εφάνη κατώτερος των του Αυτοκράτορος προσδοκιών· τουναντίον μάλιστα επεδείξατο ικανότητα διπλωματικήν τοιαύτην, ώστε πασών των εις αυτόν ανατεθεισών ακανθωδών υποθέσεων την λύσιν διεξήγεν υπέρ του υψηλού κυρίου αυτού. Ούτως, ότε βραδύτερον τω 1814 η ειρήνη αποκατέστη εν απάση σχεδόν τη Ευρώπη, ο Τσάρος ωνόμασε τον Καποδίστριαν έκτακτον απεσταλμένον και πληρεξούσιον υπουργόν παρά τη Ελβετική ομοσπονδία μετά της λεπτής αποστολής να συμφιλιώση προς άλληλα τα από του 1803 διεστώτα κόμματα εν Ελβετία, τη χώρα ταύτη της κατ' εξοχήν ελευθερίας. Ο Καποδίστριας διέγραψε το σχέδιον των μελλουσών ενεργειών και υποβαλών αυτό τω Τσάρω, έσχε το ευτύχημα να εγκρίνη αυτό ολοσχερώς ο υψηλός αυτού κύριος. Ο Έλλην διπλωμάτης ανεχώρησεν εις Ελβετίαν. Φθας εις Ζυρίχην επελήφθη της ακανθώθους αποστολής αυτού, έχων συνεργάτην τον ιππότην Λεβζέλτερν. Τοσούτον δε ευφυώς ενήργησεν, ώστε κατέστησε δυνατήν την ουδετερότητα της Ελβετίας, αλλ' αίφνης ο συνεργάτης αυτού λαμβάνει διαταγάς να ζητήσωσι παρά της ομοσπονδίας άδειαν ελευθέρας διαβάσεως των συμμαχικών στρατευμάτων. Η είδησις αύτη κατεθορύβησε τον Καποδίστριαν φωρώμενον ούτω ψευδόμενον, αλλ' εν τη πολιτική αυτού περινοία, παρά την διαταγήν του αυτοκράτορος, υπέγραψε την διακοίνωσιν του Λεβζέλτερν και ευθύς ανεχώρησε μεταβαίνων εις το στρατόπεδον του Τσάρου. Μετ' ου πολύ τα αυστριακά στρατεύματα διήλθον τον Ρήνον, ο δε Καποδίστριας παρέστη προς τον αυτοκράτορα ως ένοχος παραβάσεως μεν του γράμματος, ουχί όμως και του πνεύματος των οδηγιών αυτού. Ως εκ τούτου δε, εγκριθέντος του ευστόχου και αξιοπρεπούς της διαγωγής του Έλληνος διπλωμάτου, απεστάλη και αύθις εις Ελβετίαν, ένθα μετά τοσαύτης επιτυχίας διεξήγαγε τα της διπλωματικωτάτης αποστολής, ώστε εφείλκυσε την γενικήν των Ελβετών ευγνωμοσύνην, δύο δε ή κατ' άλλους τρεις εκ των ομοσπόνδων πόλεων η Γενεύη, η Βω και η Λωζάνη, ίνα την προς αυτόν ευγνωμοσύνην διατρανώσωσιν, έδωκαν αυτώ τω 1815 δικαίωμα πολίτου της Ελβετίας διά του εξής διπλώματος:
«Τω προσφιλεστάτω και τετιμημένω συμπολίτη, πιστώ συμβούλω του μεγάλου Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, τω τιμώντι την απελευθερωθείσαν Επτάνησον, τω ευγενεί απογόνω των Φαιάκων, τω υπό της Αθηνάς εμπνευσθέντι το ευ πράττειν και την σοφίαν, απονέμομεν το δίπλωμα τούτο, εις μνήμην της νέας αυτού πατρίδος»19.
Περαιώσας την εν Ελβετία αποστολήν αυτού ο Καποδίστριας ανεκλήθη υπό του Τσάρου, όπως λάβη μέρος εν ταις συνεδρίαις του εν Βιέννη συγκληθέντος συνεδρίου. Έκτοτε δε το όνομα του περιφανούς Έλληνος διπλωμάτου Καποδιστρίου πασίγνωστον καταστάν ανά τον ευρωπαϊκόν κόσμον συνδέεται μετά της ιστορίας των από της εποχής ταύτης μέχρι του θανάτου αυτού συνυπογραφεισών συμβάσεων και συνθηκών των διαφόρων κρατών της Αγίας Συμμαχίας των αφορωσών την ευρωπαϊκήν ισορροπίαν. Το εν Βιέννη Συνέδριον συνεκλήθη. Τα βλέμματα της Ευρώπης ήσαν προσηλωμένα εις την μεγαλοπρεπή ταύτην σύνοδον, ήτις ήρξατο των συνεδριών αυτής την 1 Νοεμβρίου 1814 και επελάβετο του δυσχερούς έργου της ρυθμίσεως των επί εικοσιπενταετίαν όλην διαταραχθέντων πραγμάτων της Ευρώπης. Η τύχη πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων προύκειτο να ορισθή· αι αξιώσεις, ευχαί και ελπίδες των εθνών και ηγεμόνων, ιδίως των στερηθέντων της κυριαρχικής εξουσίας αυτών, οίτινες ουδεμίαν έλαβον αποζημίωσιν να πληρωθώσι, να διαταχθώσι τα προς θεραπείαν των ανεωγμένων πληγών· να τεθώσι βάσεις εις κρείττονα και μάλλον προς τον χρόνον ανάλογα πολιτεύματα και να συσφιγχθώσι στενώτερον και επωφελέστερον οι μεταξύ αρχόντων και αρχομένων και οι μεταξύ διαφόρων εθνών δεσμοί. Εις λύσιν λοιπόν τοιούτων δυσκόλων προβλημάτων συνήλθον εν Βιέννη οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και Αυστρίας, οι βασιλείς της Πρωσσίας, Δανίας, Βαυαρίας και Βυρτεμβέργης και πλήθος υποδεεστέρων ηγεμόνων, πλείους των οποίων ουδέποτε άλλοτε είδον επί ταυτώ συνηγμένους· συν τούτοις δε και οι πρωτεύοντες πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης, εν οίς διέπρεπον ο πρίγκηψ Μέττερνιχ, ο Γάλλος Ταλλεϋράνδ, ο Ρώσος Νέσσελροδ, ο πρίγκηψ Ραζουμόφσκη μετά των συμβοηθών αυτού κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου και του Άρδενμπεργ, ο Πρώσσος Αλέξανδρος Ούμβολδ, ο Άγγλος δουξ Ουέλλιγκτων, ο Δανός Βερνστόρφ, ο Βάγερν, ο Βαυαρός στρατηγός Βρεδ, ο κόμης Μύνστερ και άλλοι. Αι μυστικαί διαπραγματεύσεις περιεπλάκησαν τα μέγιστα και αι δυσκολίαι συνεσωρεύθησαν ότε, προκειμένου να συμφωνήσωσι περί των πρώτων βάσεων του νέου πολιτικού οικοδομήματος, ήρξαντο να επικρατώσιν εν τη συνόδω φιλαυτία, πλεονεξία και διαφωνία. Η επήρεια του Ταλλεϋράνδ εντός αυτής ην τα μάλιστα ολεθρία. Καθ' υπαγόρευσιν αυτού το κυριώτερον υποκείμενον των έργων και σκέψεων αυτής εγένετο ουχί η ελευθερία και η παραγωγή της ευδαιμονίας των εθνών, αλλ' η αποκατάστασις και το απεριόριστον των ηγεμονικών οίκων, κατά την υπ' αυτού επινοηθείσαν αρχήν της νομιμότητος. Αι διαπραγματεύσεις προέβαινον βραδέως και απεφασίσθη μόνον η αποζημίωσις της Αυστρίας, η αποκατάστασις του βασιλείου των Κάτω Χωρών, υπό την αραυσικήν δυναστείαν, η αύξησις της Σαρδηνίας διά της Γενούης, η προαγωγή του Αννοβέρου εις βασίλειον και η αναγνώρισις της Κρακοβίας ως ελευθέρας πόλεως. Τας μεγίστας δε δυσκολίας απετέλουν αι απαιτήσεις της Πρωσσίας και της Ρωσίας των κυριωτέρων προμάχων της ελευθερίας της Ευρώπης, εξ ών εκείνη μεν εζήτει την Σαξωνίαν, αύτη δε την Πολωνίαν.
Εν τω συνεδρίω τούτω κατεδείχθησαν όντως άπασαι αι διπλωματικαί αρεταί του ημετέρου Καποδιστρίου. Ούτος ζητών να φανή άξιος της εμπιστοσύνης του Τσάρου, ουδαμώς επαύσατο προσέχων τον νουν εις τα υπό της πολιτικής του Μέττερνιχ τεκταινόμενα, εναντίον των οποίων αντεπεξήρχετο επιτηδειότατα· ουδ' επί στιγμήν έλειψε να συνηγορή υπέρ των υποθέσεων της Ελβετίας μετά του ενδόξου βαρώνου Στάιν και των άλλων της Γερμανίας πρέσβεων. Τοσαύτην δ' επεδείξατο ευφυίαν εν τη περιστάσει ταύτη, ώστε υπέδειξε τω συνεδρίω την ανάγκην, όπως αι διάφοροι συνθήκαι επικυρώνται ευθύς αμέσως μετά την αποδοχήν των βάσεων των συμφωνιών και να μη μένωσιν ανεπικύρωτοι μέχρι της αποπερατώσεως του συνεδρίου, ότε έμελλον πάσαι αι πράξεις να επικυρώνται. Την πρότασιν ταύτην του Έλληνος διπλωμάτου τινές μεν αντέκρουσαν, αλλ' οι ηγεμόνες· απεδέξαντο αυτήν, χάρις δε τω Καποδιστρία, ότε ο Ναπολέων φυγών εκ της νήσου Έλβας απεβιβάζετο εις τον κόλπον Ζουάν παρά τας Κάννας (1η Μαρτίου 1815), αι κυριώτεραι συνθήκαι του συνεδρίου της Βιέννης ευρέθησαν επικεκυρωμέναι.
Μεταξύ των πολλών, ως είδομεν ανωτέρω, ζητημάτων, άτινα απησχόλησαν την προσοχήν του Βιενναίου συνεδρίου, ήν και το Επτανησιακόν Ζήτημα, όπερ κατ' εξοχήν ενδιέφερε και τον Έλληνα, Κερκυραίον διπλωμάτην Καποδίστριαν.
Η Ιόνιος Γερουσία εν εγγράφω αυτής προς αυτόν αποσταλέντι τη 9)21 Μαΐου 1814 έλεγε τάδε:
«Η Αγγλία επιτεθείσα κατέλαβέ τινας των νήσων· αλλ' οιαδήποτε υπήρξεν η τυχαία των συμβάντων επήρεια, η Γερουσία δεν έπαυσε θεωρούσα τας διαφόρους ταύτας της χώρας κατοχάς ως απλώς στρατιωτικάς, επιβληθείσας υπό των περιστάσεων και υπ' ουδεμίαν έποψιν διαφερούσας των ταυτοχρόνως εις τα άλλα της Ευρώπης μέρη ληφθέντων προσωρινών μέτρων. Η Γερουσία έσχε πάντοτε την πεποίθησιν, ότι μετά το τέλος του πολέμου, η χώρα αυτής ήθελε κενωθή και αποδοθή, ως αι των άλλων εθνών.«Μετά τα εν Γαλλία συμβάντα, καθ' ήν στιγμήν πρόκειται να συγκροτηθή γενική σύνοδος, ίνα συζητήση και διαρρυθμίση τα συμφέροντα της Ευρώπης απάσης, και ίνα προσδιορίση τας βάσεις μονίμου ειρήνης, η Γερουσία, εν ονόματι του επτανησιακού έθνους, διακηρύττει ενώπιον των συμμάχων δυνάμεων, ότι ο μόνος σκοπός αυτού είναι:«α' Να αναγνωρισθή επισήμως η Δημοκρατία της Επτανήσου ανεξάρτητος και ελευθέρα πάσης οιασδήποτε υποτελείας.«β' Να ενωθώσι και συσσωματωθώσι μετά της Δημοκρατίας αι άλλοτε Ενετικαί πόλεις Πρέβεζα, Πάργα και Βόνιτσα, προς δε η περιφέρεια Βουθρωτού, συν τοις επί της τουρκικής ηπείρου εξαρτήμασιν αυτών.«Είναι αντάξιον της δικαιοσύνης και της γενναιότητος των Ευρωπαϊκών δυνάμεων να διατηρήσωσι την πολιτικήν ύπαρξιν λαού εξησθενημένου μεν εκ των περιπετειών, ών εγένετο έρμαιον, αλλ' ουδόλως την καταγωγήν αυτού διαψεύδοντος».
Ο Καποδίστριας παρουσίασε το υπόμνημα τούτο προς τον αυτοκράτορα Αλέξανδρον, ικετευόμενον υπό των Ιονίων να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτών παρά τοις άλλοις μονάρχαις.
Η θέσις όμως και τα σχέδια του ηγεμόνος τούτου δεν ήσαν πλέον, τω 1814, οποία κατά το 1805 και 1806. Ο πόλεμος του 1812, η φοβερά πάλη εν ή τέλος κατέβαλε την ισχύν του Ναπολέοντος, είχεν εξαντλήσει τας δυνάμεις της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Δεν διελογίζετο πλέον να εξεγείρη τους Έλληνας και να εφορμήση κατά της Τουρκίας· όθεν η προστασία των Ιονίων νήσων ήτο του λοιπού αδιάφορος διά την πολιτικήν αυτού. Αφ' ετέρου δε οι πόθοι αυτού διηυθύνοντο αλλαχού. Εγλίχετο της Πολωνίας, και ίνα απολαύση αυτής, ήτο έτοιμος να ποιήση απείρους παραχωρήσεις προς την Αυστρίαν και την Αγγλίαν.
Η απαίτησις των Ιονίων λοιπόν έφθανεν εν στιγμαίς αντιξόοις, η δε παρ' αυτών ζητουμένη υποστήριξις δεν έμελλε να δοθή κατεσπευσμένως. Ο Καποδίστριας προσεπάθησε, διά της παρ' αυτού προς την Γερουσίαν Κερκύρας δοθείσης απαντήσεως, να υποκρύψη όσον οίον τε την ψυχρότητα του κυρίου αυτού γράψας αυτή: «Εάν υπάρχη τι δυνάμενον να γλυκάνη την τύχην του μακράν της πατρίδος του ζώντος, είναι βεβαίως η ευτυχία του εργάζεσθαι δι' αυτήν, και η ελπίς του ν' αξιωθή της επιδοκιμασίας αυτής· τα αισθήματα ταύτα, κύριοι, μετά της υπάρξεώς μου συνταυτιζόμενα, με συνετήρησαν και με συντηρούσιν αφ' ής ημέρας διάγω μακράν υμών. Εκρίνατε πρέπον να τιμήσητε αυτά, αναθέντες μοι διά των γραμμάτων υμών τα συμφέροντα της πατρίδος. Η προς υμάς ευγνωμοσύνη μου εξισούται προς τον ζήλον και την αφοσίωσίν μου υπέρ της τιμής της γενετείρας ημών γης, μεθ' ής συνδέονται αι προσφιλέστεραι αναμνήσεις μου, αι γλυκύτεραι των ελπίδων μου και τα ιερώτερα καθήκοντά μου. Ο μεγάθυμος Ηγεμών, όστις ηυδόκησε να με έχη υπό την εύνοιαν αυτού, εκορύφωσε τας ευεργεσίας, επιτρέψας μοι να εκπληρώσω τας διαταγάς υμών και να γίνω συγχρόνως παρά τοις συμμάχοις Αυτού το όργανον της ευμενείας, εν η Αυτοκρατορική Αυτού Μεγαλειότης εις την ημετέραν πατρίδα επεδαψίλευσεν».
Αλλ' η Αγγλία είχεν εξ ολοκλήρου ρίψει το προσωπείον· δεν ωμίλει πλέον περί της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των Ιονίων νήσων. Ως επιχείρημα δε έχουσα την εν Τίλσιτ συνθήκην, ήτις κατήργησε την Δημοκρατίαν, ηξίου την άνευ όρων κατοχήν της χώρας αυτής, τίτλω κατακτήσεως20. Ήρξαντο διαπραγματεύσεις· διακοινώσεις, πρωτόκολλα και σχέδια συνθηκών αντηλλάγησαν. Αλλ' η εν Βιέννη συνθήκη αφήκεν άλυτον το ζήτημα των Ιονίων νήσων· πριν ή όμως η σύνοδος διαλυθή, τη 30 Μαΐου 1815, οι πληρεξούσιοι της Ρωσίας προύτειναν:
«Αι Ιόνιοι νήσοι και τα εν τω θαλάσση και επί της αντικρύ ηπείρου εξαρτήματα αυτών, οία η Πάργα και αι λοιπαί περιφέρειαι, να εγκατασταθώσιν εκ νέου κράτος ελεύθερον υπό την επωνυμίαν Δημοκρατία της Επτανήσου· επειδή δε, αφ' ενός μεν τα όπλα της Αυτού Μεγαλ. ηλευθέρωσαν έξ των νήσων, αφ' ετέρου δε συνεπεία της εν Παρισίοις συνθήκης η Κέρκυρα (η πρωτίστη νήσος) απεσπάσθη ωσαύτως της γαλλικής δεσποτείας, αι συνυπογράψασαι την εν Σιωμόν συνθήκην δυνάμεις, τουτέστιν η Μεγάλη Βρεττανία, η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσσία, να επιφυλάξωσιν εαυταίς το δικαίωμα του να αποδεχθώσιν εκ συμφώνου, μετά τον παρόντα πόλεμον, τα καταλληλότερα μέτρα όπως εξασφαλισθή η εσωτερική ησυχία της ειρημένης δημοκρατίας, προστατευθή δε και εγγυηθή η ελευθερία και η ανεξαρτησία αυτής».
Αλλ' εις το σχέδιον τούτο των Ρώσων πληρεξουσίων η Αυστρία αντέταξε νέαν αξίωσιν, υποστηριζομένην και υπό της Αγγλίας. Κατ' αυτήν, αι Ιόνιοι Νήσοι μετά των εξαρτημάτων αυτών, Βουθρωτού, Πάργας, Πρεβέζης και Βονίτσης, αποτελέσασαι μέρος της Ενετικής Επικρατείας, δεν ηδύναντο ν' ανήκωσιν άλλω τινί ειμή τω διαδεξαμένω τα της Ενετικής Δημοκρατίας δικαιώματα, ήγουν τω Αυτοκράτορι της Αυστρίας Φραγκίσκω. Ώφειλον επομένως να τεθώσιν υπό την προστασίαν αυτού. Ο Αυτοκράτωρ, άλλως τε, υπεχρεούτο να διατηρήση τας ελευθερίας και τους νόμους του τόπου, ονομαστί δε την ελευθερίαν της θρησκευτικής λατρείας και του εμπορίου, εις ήν υπήρχον κατάστασιν κατά τας εν Επτανήσω ισχυούσας θεσμοθεσίας. Τέλος, προσέθετον οι Αυστριακοί πληρεξούσιοι, ότι ως προς τα ληφθησόμενα μέτρα διά την εκπλήρωσιν των υπό της αγγλικής κυβερνήσεως δοθεισών υποσχέσεων, ο Αυτοκράτωρ ήθελε σπεύσει να συνεννοηθή εν προκειμένω μετά του Βασιλέως της Μεγάλης Βρεττανίας. Αλλ' η αξίωσις αύτη της Αυστρίας ήτο πάντη ανυπόστατος· διότι η τε σύμβασις της Κωνσταντινουπόλεως (21 Μαρτίου 1800) και αι εν Αμβιανώ και Τίλσιτ συνθήκαι είχον προ πολλού αποχωρίσει τας Ιονίους νήσους των άλλων Ενετικών κτήσεων. Η Αυστρία όμως έχουσα το πλεονέκτημα να επιφέρη την περί απαραδέκτου ένστασιν κατά των προτάσεων της Ρωσίας, υπεστηρίχθη προθύμως υπό της Αγγλίας. Πλην, μετά μικρόν, η αυστριακή πρότασις ετέθη εκτός συζητήσεως, η δε Αγγλία υποστηριζομένη υπό της Αυστρίας ήγειρε τας αληθείς αυτής αξιώσεις.
Εν τούτοις, έφθασεν εις Βιέννην υπόμνημα, αγνώστου εισέτι πηγής, απόρροια πιθανώς των εν ταις νήσοις ευαρίθμων φίλων της αγγλικής δεσποτείας, διά του οποίου εξεφράζετο: «εν ονόματι του όλου Ιονίου λαού», ο πόθος του διαμείναι υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Τοσαύτην δε πίστιν έδωκεν εις αυτό η Σύνοδος, ώστε οι Ρώσοι πληρεξούσιοι επί τέλους εδήλωσαν «ό,τι ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος, κύριον σκοπόν προθέμενος να πράξη υπέρ των Ιονίων ό,τι εις την νησιωτικήν αυτών θέσιν ήτο μάλλον ωφέλιμον και αρμόδιον, ενόμιζεν ότι ώφειλε να υποστηρίξη την παρ' αυτών εκδηλωθείσαν ευχήν του διαμείναι υπό την αγγλικήν προστασίαν».
Της δηλώσεως ταύτης γενομένης τη εσπέρα της 4 Ιουνίου 1815, εν τη τελευταία της Συνόδου συνεδριάσει, συνεφωνήθη να αναβληθή πάσα οριστική απόφασις μέχρι της προσεχούς συνελεύσεως των πληρεξουσίων εν Παρισίοις.
Επαναληφθεισών τέλος των διαπραγματεύσεων κατ' Αύγουστον 1815, μετά την μάχην του Βαρτελώ και την δευτέραν εις Γαλλίαν είσοδον των συμμάχων, η αμοιβαία θέσις των διαφόρων δυνάμεων δεν ήτο πλέον η αυτή. Ένεκα της επιτυχίας των αγγλικών όπλων οι αντιπρόσωποι της βρεταννικής κυβερνήσεως υπερίσχυον εν ταις συζητήσεσιν. Ήλλαξαν τόνον, και ηύξησαν απαιτήσεις αυτών. Τη δε 4 Αυγούστου, οι Άγγλοι προύτειναν τοις πληρεξουσίοις των άλλων δυνάμεων το εξής σχέδιον συνθήκης:
«Αι νήσοι της Κερκύρας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Παξών, Λευκάδος, Ιθάκης και Κυθήρων, μετά των εξαρτημάτων αυτών, συμπεριλαμβανομένων όλων των, είτε επί της ηπείρου, είτε αλλαχού, όπως δήποτε εις τας νήσους ταύτας ανηκόντων τόπων, θέλουσι κατέχεσθαι και κρατείσθαι διά παντός υπό της Αυτού Βρεττανικής Μεγαλειότητος και υπό των κληρονόμων και διαδόχων αυτής, οίτινες θέλουσιν εκ αυτών εξασκεί πλήρη και απεριόριστον κυριαρχίαν. Η Αυτού Βρεττανική Μεγαλειότης, εκ συμφώνου μετά των προκρίτων των νήσων τούτων και των άνω μνησθέντων εξαρτημάτων αυτών, υπόσχεται να εγκαθιδρύση πολίτευμα εγγυώμενον τοις λαοίς τούτοις την ελευθέραν εξάσκησιν της θρησκείας αυτών, την προσήκουσαν αστικήν ελευθερίαν και το ακώλυτον του εμπορίου. Επειδή δε όλα τα προς κυβέρνησιν των ειρημένων νήσων και των εξαρτημάτων αυτών έξοδα και τα προς συντήρησιν της προσδιορισθησομένης να προστατεύη αυτάς φρουράς θέλουν είσθαι εις βάρος των κατοίκων, η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ιρλανδίας υπόσχεται να παραχωρήση τοις μνησθείσι κατοίκοις τα αυτά εμπορικά προνόμια, άτινα απολαύουσι και οι λοιποί της Αυτού Μεγαλειότητος υπήκοοι, επιφυλαττόμενος να εκδώση προς το τέλος τούτο, και εφ' όσον η ανάγκη το απαιτήση, κανονισμούς ικανούς να συναρμολογήσωσι την θέσιν και τα προνόμια αυτών προς τους νόμους της βρεττανικής Αυτοκρατορίας.»
Η αξίωσις αύτη ήτο υπέρογκος, οι δε πληρεξούσιοι της Ρωσίας, εν οίς και ο ημέτερος Καποδίστριας, ηρνήθησαν να αποδεχθώσιν αυτήν. Η αποποίησις αυτών, άλλως τε, δεν ηρείδετο επί των δικαίων και των ευχών του Ιονίου λαού, αλλά μόνον επί πολιτικών λόγων της ευρωπαϊκής ισορροπίας, επί του φόβου του να παραδώσωσι την Κέρκυραν αποκλειστικώς εις τας χείρας των Άγγλων. Αντέταξαν δε τάδε: «Αν ήναι αδιαφιλονείκητον, έλεγον, ότι έξ των Ιονίων νήσων κατελήφθησαν υπό μόνων των αγγλικών όπλων, τουλάχιστον καθ' όσον αφορά την νήσον Κέρκυραν, είναι βέβαιον ότι, κατά τους όρους των εν Παρισίοις και εν Σιωμόν συνομολογηθεισών συνθηκών του 1814, αύτη ώφειλε να παραδοθή εις τας συμμάχους δυνάμεις συλλήβδην. Άρα, η Κέρκυρα, υπό την στρατιωτικήν και πολιτικήν έποψιν είναι μία των φοβερωτέρων θέσεων της Ευρώπης· εθεωρήθη δε πάντοτε ως το προπύργιον τον Αδριατικού πελάγους, και η πρωτεύουσα των Ιονίων νήσων».
Συνεπεία της διακοινώσεως ταύτης, οι Ρώσοι πληρεξούσιοι συντάξαντες σχέδιον συνθήκης, επέδοσαν αυτό τοις πράκτορσι των άλλων κυβερνήσεων (8 Σεπτεμβρίου) Δι' αυτού αι Ιόνιοι νήσοι εκηρύττοντο «ελεύθεραι και ανεξάρτητοι» υπό την προστασίαν της Αγγλίας. Η εσωτερική κυβέρνησις και διαχείρισις των νήσων απεδίδετο εις το Ιόνιον έθνος· η δε προστάτις δύναμις, αντιπροσωπευομένη υπό πληρεξουσίου υπουργού, ώφειλε μόνον, επί τα πρώτα δέκα έτη, να επαγρυπνή εκ του πλησίον επί των εσωτερικών της Επτανήσου υποθέσεων, να φροντίση δε όπως διά της αμέσου αυτού επιρροής διοργανωθεί η μηχανή της νέας κυβερνήσεως. Επί τέλους το υπό της Ρωσίας προταθέν σχέδιον υπερίσχυσεν. Εχρησίμευσε δε ως βάσις της από 9 Νοεμβρίου 1815 εν Παρισίοις υπογραφείσης συνθήκης, δι' ής ερρυθμίσθη οριστικώς η τύχη των Ιονίων.
Εν τη Συνθήκη ταύτη εκηρύττετο μεν η Επτάνησος «Κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον», αλλά την ανεξαρτησίαν αυτής εκόλαζον άρθρα τινά καθιερώσαντα τον θεσμόν εκείνον τον και εν τω Συντάγματι του έτους 1806 εισαχθέντα, τουτέστι την επέμβασιν της προστάτιδος Δυνάμεως εν τω σχηματισμώ του Συντάγματος και της Νομοθεσίας, δικαιουμένης επίσης να επαγρυπνή επί της γενικής εσωτερικής διοικήσεως του Κράτους και να διορίζη τον Πρόεδρον. Ωσαύτως δε η Συνθήκη εκείνη διελάμβανεν ότι «η στρατιωτική δύναμις του Ηνωμένου Κράτους έσται και αύτη υπό τας διαταγάς του αρχηγού του αγγλικού στρατού». Οι τοιούτοι θεσμοί, εννοείται ότι απήρεσκον τοις πλείστοις των Επτανησίων και την γνώμην ταύτην της πλειονότητας συνεμερίζετο και ο υπογράψας την συνθήκην Καποδίστριας, όστις μετά ενδεκαετή εκ της πατρίδος αυτού απουσίαν επανελθών εις Κέρκυραν τη 10 Ιουνίου 1819 προς επίσκεψιν του γέροντος πατρός και των συγγενών, παρετήρησεν εκ του πλησίον ότι το δοθέν παρά της Αγγλίας Σύνταγμα εβασίζετο επί εσφαλμένης ερμηνείας της Συνθήκης, δι' ό απέστειλε προς το αγγλικόν υπουργείον υπόμνημα υποστηριχθέν και παρά του ρωσικού υπουργείου περί της ορθής ερμηνείας της Συνθήκης· αλλ' ο Άγγλος αρμοστής Μαίτλανδ, υπερήσπισεν εαυτόν και τα της συνθήκης ενώπιον υπουργού, διά του εις Λονδίνον σταλέντος επιτρόπου αυτού Ιωάννου Καπάδοκα. Του αρμοστού Μαίτλανδ δικαιωθέντος, το τερατώδες εκείνο Σύνταγμα ίσχυσεν εν Επτανήσω, ως είχε, μέχρι του 1849.
Η εν Παρισίοις υπογραφείσα τω 20 Νοεμβρίου 1815 Συνθήκη, εν ή περιελαμβάνοντο πάσαι αι επανορθωτικαί συνομολογήσεις, είναι κατ' εξοχήν έργον του ημετέρου διπλωμάτου Καποδιστρίου, επιδείξαντος εν τη περιστάσει ταύτη ακάματον όντως καρτερίαν και σπανίαν περίνοιαν, δι' άς ο Τσάρος διώρισεν αυτόν γραμματέα της Επικρατείας. Επειδή δε ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος είχε πλέον πίστιν εις τας πολιτικάς συνθήκας και αυτάς τας διπλωματικώτατα συνωμολογημένας, απεφάσισε να ιδρύση την επικληθείσαν ιεράν συμμαχίαν. Και όντως οι της Ευρώπης βασιλείς, οίτινες κατά τον κατά του Ναπολέοντος πόλεμον εξείχον των άλλων, ως ο Αλέξανδρος της Ρωσίας, ο Φραγκίσκος της Αυστρίας και ο Γουλιέλμος της Πρωσσίας, εννοήσαντες, μετά την καταπολέμησιν της πολλών κακών αιτίας επαναστάσεως, ότι υψηλοτέρα τις δύναμις προΐστατο αυτών παρήγορος και αρωγός, και εκ της επιγνώσεως ταύτης εμπνεόμενοι και συγχρόνως χάριτας προς τον Ύψιστον οφείλοντες, διενοήθησαν, κατ' εισήγησιν ιδίως του υπό την οδηγίαν της θρησκομανούς κυρίας Κρύδενερ21 διατελούντος Αλεξάνδρου, την μεγαλουργόν γνώμην της συστάσεως ευρωπαϊκού δεσμού, έχοντος ως βάσιν ουχί την άστατον ανθρωπίνην πολιτικήν, αλλά την εξ ουρανού, την στηριζομένην επί της χριστιανικής θρησκείας. Της συμμαχίας ταύτης τους όρους εσχεδίασεν, ως λέγεται, ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος διά μολυβδίδος ιδία χειρί, βραδύτερον δε ο Καποδίστριας κατέστρωσεν αυτήν πανομοιοτύπως, εξέφρασεν όμως απαισιοδοξίαν τινά περί της επιτυχίας αυτής. Εντεύθεν η συμμαχία αύτη κλεισθείσα τη 26 Σεπτεμβρίου του 1815 ωνομάσθη ιερά συμμαχία. Μετέσχον δε ταύτης Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, απέσχον δε Αγγλία, Βόρειος Αμερική, Γαλλία και Παπικόν Κράτος. Και η μεν Αγγλία και Αμερική απέσχον, διότι εν αύτη διέβλεπον την αυταρχίαν, ξένην ούσαν του πολιτεύματος αυτών· η δε Γαλλία, διότι εκεί η βουλή ήν η πολιτεία και ουχί έν πρόσωπον· ο δε πάπας, διότι πλην εαυτού ουδείς άλλος ηδύνατο να η ο φύλαξ της θείας αληθείας· ουδείς άρα άλλος κατά τον πάπαν ηδύνατο να η αρχηγός επί της γης συμμαχίας ιεράς. Αλλ' η Γαλλία επί τέλους τω 1818 επί τη αποχωρήσει του συμμαχικού στρατού εκ Παρισίων μετέσχε της ιεράς συμμαχίας βουλήσει και ενεργεία του Λουδοβίκου του ΙΗ'. Ούτω δε απέσχον της ιεράς συμμαχίας μέχρι τέλους ο πάπας και η Αγγλία. Και οι μεν ηγεμόνες της συμμαχίας ταύτης εζήτουν υπό το πρόσχημα της ιερότητος την αμοιβαίαν κραταίωσιν των θρόνων αυτών τουναντίον δε οι λαοί ηβούλοντο ν' απολαύσωσιν ελευθεριών μειζόνων κατά της αυταρχίας των ηγεμόνων. Εντεύθεν κατά τους χρόνους τούτους προέκυψαν κατά το παράδειγμα του συνταγματικού της Αγγλίας πολιτεύματος διάφοροι φατρίαι ή τα κοινώς λεγόμενα κόμματα, τα μεν μάλλον αριστοκρατικά υπέρ εαυτών και των αρχόντων, τα δε δημοκρατικά υπέρ του λαού. Ανθρακείς δε (καρβονάροι), ριζοσπάσται, φιλελεύθεροι και οι τούτων αντίδοξοι συντηρητικοί, δουλόφρονες και ει τις τούτοις όμοιος, είναι διάφοροι φατρίαι προσκείμεναι αι μεν τοις αριστοκρατικοίς, αι δε τοις δημοκρατικοίς. Εκ των αγώνων δε των φατριών τούτων προς αλλήλας και ιδία των δημοκρατικών προς τους άρχοντας προήλθον αι πολιτικαί μεταβολαί αρξάμεναι αμέσως από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας· διότι οι λαοί εν τη συμμαχία ταύτη, ως είρηται, διέβλεπον την ροπήν των αρχόντων εις κραταίωσιν της εξουσίας αυτών επί βλάβη της ελευθερίας των αρχομένων. Συμπολίτευσις άρα υπέρ των αρχόντων και του καθεστώτος εν γένει και αντιπολίτευσις υπέρ του λαού και πάσης πολιτικής κινήσεως είναι η στρόφιγξ, περί ήν γοργότερον στρέφονται πάντες οι πολιτικοί αγώνες από της ιδρύσεως της ιεράς συμμαχίας. Ο σκοπός λοιπόν αυτής περί κοινής δήθεν συμπράξεως οικτρώς απέτυχεν, οι δε λαοί, έκαστος το επ' αυτόν, ανεπτύχθησαν πολιτικώς ως ηδύνατο έκαστος, ως η πατρίς ημών, η Ελλάς.
Αλλά μεθ' όλον τον θρίαμβον, όν ήρατο ο Καποδίστριας εν τε τω συνεδρίω της Βιέννης και τω δευτέρω συνεδρίω των Παρισίων, όστις δύναται να θεωρηθεί ο πρώτος πολιτικός θρίαμβος του ανδρός, δεν ηδύνατο να ησυχάση, αν δεν συνετέλει και υπέρ της ελληνικής της τε πνευματικής και πολιτικής παλιγγενεσίας, εφ' ώ και ενήργησε μεγάλως, ως λέγει ο Α. Σούτσος εν τη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (σελ. 12) παρά τη αγία Συμμαχία, όπως επέλθη αρωγός τη εν Αθήναις τω 1814 ιδρυθείση «Εταιρία των Φιλομούσων», ής σκοπός ην η ανά το ελληνικόν διάδοσις της παιδείας. Της εταιρίας ταύτης εγένετο και αυτός μέλος ένθερμον. Δεν είναι όμως ωρισμένως βέβαιον, αν εμυήθη και εις τα της εν έτει 1814 εν Οδησσώ ιδρυθείσης Φιλικής Εταιρίας· εάν όμως κρίνωμεν εκ του αδελφού αυτού Βιάρου, όστις κατά Φιλήμονα22 ήτο μεμυημένος, εκ του ότι έδρα της εταιρίας ην η Ρωσία και ότι ο Καποδίστριας κατήλθεν εις Κέρκυραν κατά τας αρχάς του 1819 ουχί μόνον χάριν της υγείας, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι και ο Ιωάννης Καποδίστριας ην μεμυημένος εις τα των Φιλικών.
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μεγάλως συνετέλεσε, διά θέσεως ήν κατείχεν, εις την Ελληνικήν επανάστασιν, χάριν της οποίας, ως θέλομεν ιδεί, κατέλιπε και την εν Ρωσία υψίστην θέσιν αυτού.
Ο Έλλην διπλωμάτης μετά την εν Παρισίοις συνθήκην, των βασιλέων και των άλλων διπλωματών απελθόντων εις τα ίδια, διετάχθη υπό του Τσάρου να απέλθη εις Πετρούπολιν. Εις μάτην ηγωνίσθη να μεταπείση τον αυτοκράτορα, ότι ωφελιμώτερον ήθελεν υπηρετήσει την Ρωσίαν εν τω εξωτερικώ ή εν τω εσωτερικώ. Ο Αλέξανδρος επέμενε και ο Καποδίστριας ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν. Μετά την των Παρισίων ειρήνην η Ρωσία είχε φθάσει εις το άκρον άωτον της ισχύος και της πολιτικής και διπλωματικής αυτής επί της Ευρώπης επιρροής, ο δε Καποδίστριας του πανισχύρου Τσάρου έχων την υψηλήν εύνοιαν διέτριβεν εν τη πρωτευούση της Ρωσίας ασχολούμενος εν τοις περί της ευρωπαϊκής ειρήνης σχεδίοις από κοινού μετά του υπουργού των Εξωτερικών κόμητος Νέσελροδ, ανδρός χρηστού και αβρόφρονος, μεγάλην ενδείξαντος εκτίμησιν των έργων του συνεργάτου αυτού Καποδιστρίου. Ο Έλλην διπλωμάτης εν τη μετριοφροσύνη αυτού έφερε τον τίτλον βοηθού ή υφυπουργού των Εξωτερικών. Αυτός μετά του Νέσελροδ είχον την πολιτικήν αλληλογραφίαν μεθ' όλων των ανακτοβουλίων του κόσμου· δις δε της εβδομάδος συνειργάζοντο μετά του Τσάρου, όστις ιδιαιτέραν τρέφων στοργήν προς τον Καποδίστριαν ενεπιστεύθη αυτώ και τας υποθέσεις της νέας κτήσεως της Ρωσίας, της Βεσσαραβίας, ήν κατέστησε χώραν ευνομουμένην, και της Πολωνίας. Ιδιαιτέρας δε μνείας αξία του Καποδιστρίου είναι η προς την Γαλλίαν ενδειχθείσα συμπάθεια, ενεργήσαντος όπως ελαττωθή ο εξ 150,000 ανδρών συμμαχικός στρατός της κατοχής της Γαλλίας, ήτις επεβαρύνετο ως εκ τούτου μεγάλως, σύναμα δε όπως μειωθώσιν αι υπό της Γαλλίας οφειλόμεναι αποζημιώσεις τη μικτή των συμμάχων δυνάμεων επιτροπή κατά 600,000,000 και πλέον. Βραδύτερον δε, ότε συνεκλήθη το εν Ακυϊσγράνω συνέδριον κατ' Οκτώβριον του 1818, θέλομεν ίδει ότι αυτός είπερ τις και άλλος ειργάσθη υπέρ της γνώμης, όπως τα συμμαχικά της κατοχής της Γαλλίας στρατεύματα αναχωρήσωσιν εκ του Γαλλικού εδάφους.
Τοιαύτη ήτο η ισχύς του Έλληνος διπλωμάτου και τοιαύτη η υψηλή θέσις, ήν κατέσχεν εν Ρωσία. Τούτο όμως δεν έβλεπον μετ' ευχαριστήσεως οι Ρώσοι και εφθόνουν τους Έλληνας ως παραγκωνίζοντας τους ιθαγενείς. Τον φυσικόν τούτον φθόνον φοβούμενος και ο Καποδίστριας απέστερξεν όπως και ο κατά το 1816 εις Πετρούπολιν μεταβάς αδελφός αυτού Βιάρος Καποδίστριας λάβη θέσιν τινά εν τη αυλή προσφερομένην υπό του αυτοκράτορος ειπών τω Βιάρω: «Αν συ αποφασίσης τούτο, εγώ αύριον δίδω την παραίτησίν μου, διότι, επιθυμώ να γίνωμεν ου μόνον ημείς οι δύο αδελφοί, αλλά και άπαντες οι εν Ρωσία Έλληνες αντικείμενον φθόνου εκ μέρους των Ρώσων, και απολέση ούτω το έθνος ημών έν άσυλον, πολλάκις εν ανάγκη χρησιμεύσαν αυτώ». Ο Βιάρος επείσθη και την επαύριον απήλθεν εσπευσμένως εκ Πετρουπόλεως. Πράγματι η Ρωσία αείποτε μεν παρέσχεν ικανήν φιλοξενίαν και προστασίαν τοις εις το Κράτος αυτής προσφεύγουσιν ομογενέσι, τινάς μάλιστα τούτων περιέθαλψε και ευηργέτησεν εξόχως. Μετά δε την αποκατάστασι του Καποδιστρίου εν Ρωσία η ευμενής διάθεσις της ομοδόξου ταύτης δυνάμεως, υπέρ των εις το κράτος αυτής καταφευγόντων Ελλήνων ηύξησε μεγάλως. Ιδιαιτέραν όμως ευμένειαν έδειξε κατά το 1818 τοις εν Μαριανουπόλει προ χρόνων εκρωσισθείσι σχεδόν ομογενέσιν, επιδαψιλεύσασα αυτοίς επικερδή τινα προνόμια. Οι Μαριανουπολίται, γινώσκοντες, ότι τα προνόμια ταύτα παρεχωρήθησαν τη συνηγορία του Καποδιστρίου, έπεμψαν προς αυτόν πρεσβείαν ίνα εκφράση μεν την ευγνωμοσύνην αυτών, προσφέρη δε σύναμα και ποσόν τι χρημάτων, ως υλικόν τεκμήριον ευγνωμοσύνης, αλλ' ο Καποδίστριας έμεινεν αμετάπειστος να δεχθεί το δώρον επιμενόντων δε των Μαριανουπολιτών και θεωρούντων τούτο ως προσβολήν, ο Καποδίστριας ηρώτησέ τινας της επιτροπής, αν ηννόουν την μητρικήν γλώσσαν, την ελληνικήν. Επί τη αρνητική δε απαντήσει ανέκραξε: «Δέχομαι το δώρον, αλλ' υπό τον όρον να καταθέσητε τα χρήματα ταύτα παρά τινι Τραπέζη και διά των τόκων να διατηρήτε του λοιπού εν τη πόλει διδάσκαλον διδάσκοντα την μητρικήν γλώσσαν· διότι είναι αίσχος, Έλληνες όντες την καταγωγήν και το φρόνημα, ν' αγνοήτε την ευγενεστέραν του κόσμου γλώσσαν, ήν διδάσκονται ήδη και πολλοί αλλόφυλοι.»
Τοιούτος ην ο Καποδίστριας και τοιαύτην επιρροήν είχεν επί των συγχρόνων πολιτικών γεγονότων, ών διαιτητής εκλήθη πλειστάκις. Συνελθόντων δε βραδύτερον των ηγεμόνων της Ευρώπης, κατ' Οκτώβριον του 1818, εν Ακυισγράνω (Aix la Chapelle), ίνα αποφασίσωσι τα περί της περαιτέρω κατοχής της Γαλλίας διά στρατευμάτων συμμαχικών, ο Καποδίστριας ηκολούθησε τω αυτοκράτορι ως ιδιαίτερος αυτού σύμβουλος και διευθυντής του αυτοκρατορικού γραφείου, εν ώ τοσαύτη πλησμονή εργασίας επεσωρεύθη, ώστε πλην των σπουδαίων διπλωματικών υποθέσεων, εστάλησαν προς τον αυτοκράτορα και οκτώ χιλιάδες ιδιαίτεροι αναφοραί και απαιτήσεις, εις άς ώφειλε να απαντήση ο Καποδίστριας. Ο Έλλην διπλωμάτης διά να δύνηται να αποπερατοί την συσσωρευθείσαν πολλήν εργασίαν, ηναγκάσθη να μεταλλάξη βίον ουδαμώς μεταβαίνων εις συναναστροφάς, ως πρότερον, και από της 23 Σεπτεμβρίου μέχρι της 22 Νοεμβρίου 1818 εκοιμάτο κατά τας δύο μετά το μεσονύκτιον και ηγείρετο περί την 6 π. μ. ώραν. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν ως εκ της υπερανθρώπου ταύτης εργασίας να ίδη μετ' ου πολύ την υγείαν κλονουμένην. Εν τω συνεδρίω παρήσαν ο Τσάρος, ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας, ο βασιλεύς της Πρωσσίας, ως πληρεξούσιοι των μεγάλων δυνάμεθα, ο Ουέλιγκτων και ο της Γαλλίας δουξ Ρισελιέ και άλλοι πράκτορες των δευτερευόντων κρατιδίων. Εν αυτώ ο Καποδίστριας ην της γνώμης, ήτις και εγένετο δεκτή, όπως τα στρατεύματα της κατοχής της Γαλλίας αποχωρήσωσιν. Οι στρατοί ανεχώρησαν, ο δε δουξ Ρισελιέ, κατά πρότασιν του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ' έσπευσε να προσφέρη ευγνωμονών ποσότητά τινα χρημάτων, αλλ' ο Καποδίστριας δεν εδέξατο την πρότασιν, επειπών ότι τα μεν χρήματα δεν δέχεται, παρακαλεί όμως τον βασιλέα να δώση αυτώ ανά έν σώμα εκ των διπλών εν ταις βιβλιοθήκαις των Παρισίων βιβλίων, όπως δι' αυτών ιδρύση βιβλιοθήκας εν Ελλάδι: «Το περιττόν σας, είπε, θα γείνη κεφάλαιον της βιβιοθήκης, ήν επιθυμώ να συστήσω εν τη πατρίδι μου».
Οποία η αφιλοχρηματία και οποίος ο πατριωτισμός του ανδρός! Και όμως ουδ' αύτη η μικρά αίτησις του Καποδιστρίου εξεπληρώθη υπό της υπ' αυτού σωθείσης Γαλλίας, ως εκ της εν τω μεταξύ πτώσεως του υπουργείου Ρισελιέ· ο δε Καποδίστριας ουδέ καν ηξίωσε την πλήρωσιν αυτής. Τοιαύτην λεπτότητα είχεν ο Έλλην εκείνος διπλωμάτης!
Διαλυθέντος του εν Ακυϊσγράνω συνεδρίου, ο μεν Τσάρος απήλθεν εις Πετρούπολιν, ο δε Καποδίστριας μετέβη εις Μόναχον προς επίσκεψιν του βασιλέως της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού Ιωσήφ και επίλυσιν της μεταξύ Βαυαρίας και Βάδης αναφυείσης οροθετικής διαφοράς.
Εκ Μονάχου μετέβη εις Βιέννην, προς συνάντησιν του εκείσε μεταβάντος επίσης Τσάρου. Ήτο πλέον καταβεβλημένος εκ των πολλών εργασιών και εκ των συνεδρίων ο Καποδίστριας. Η τοσαύτη εργασία και προγενέστεραι ουκ ολίγαι κακουχίαι εν εκστρατείαις και αδιαλείπτοις διπλωματικαίς μερίμναις, εκλόνησαν σπουδαίως την υγείαν αυτού, και ηνάγκασαν αυτόν να αιτήσηται άδειαν απουσίας, ίνα φροντίση περί της υγείας, ήν δεν ίσχυσαν να επαναφέρωσι τα διάσημα ιαματικά λουτρά του Κάρλσβαδ και επισκεφθή τον γέροντα πατέρα αυτού. Ο αυτοκράτωρ συγκατένευσε μεν μετά λύπης ν' αποχωρισθή, έστω και προσωρινώς, τοιούτου συμβούλου, αλλ' εις ένδειξιν της προς αυτόν τιμής και εκτιμήσεως, έδωκεν αυτώ την δε την αυτόγραφον προς τον πατέρα επιστολήν και τιμαλφή δώρα:
«Ο παρ' εμοί από πολλών μεν ετών, αλλά μετ' αυξούσης αείποτε αμοιβαίας ευχαριστήσεως υπηρετών υιός υμών επεφορτίσθη όπως εγχειρίση υμίν τήν δε την επιστολήν. Και η μεν έλευσις αυτού θέλει ευχαριστήσει βεβαίως την πατρικήν υμών στοργήν, αλλ' η εμή ευχαρίστησις είναι να μοι πέμψητε και αύθις όσον τάχος τον υιόν αναρρώσαντα υπό τον πάτριον ουρανόν. Θέλει γίνει δε, ελπίζω, διερμηνεύς των υπέρ υμών αισθημάτων μου και θα σας ανακοινώση την ήν είχον ευχαρίστησιν να ίδω παρ' εμοί και τον αδελφόν αυτού. Τούτο δε παρέχει υμίν το αλάνθαστον τεκμήριον της εμής υπέρ της οικογενείας υμών ευνοίας.
«Περιστάσεις ευνοϊκαί δεν μοι επιτρέπουσι να παράσχω υμίν πλείονα δείγματα της προσωπικής μου υπολήψεως, αλλά παρακαλώ υμάς να δεχθήτε την όσον ειλικρινή τόσον και περιπαθή διαβεβαίωσιν αυτής.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.»
Η εις Κέρκυραν αύτη μετάβασις του Καποδιστρίου διήγειρε τας υποψίας του αντιπάλου αυτού Μέττερνιχ και της Αγγλίας, ήτις εφοβείτο την εν τη ιδία πατρίδι επιρροήν του εξόχου της Ρωσίας διπλωμάτου. Επί τούτω δε, του Καποδιστρίου την Ιταλίαν περιηγουμένου, η μυστική της Αυστρίας αστυνομία ετέθη επί τα ίχνη αυτού23. Ουχ ήττον ο κόμης καταλιπών τη 3)25 Ιανουαρίου την Βενετίαν τη συνοδία των φίλων αυτού Δ. Νεράντζη και Α. Μουστοξύδου έλαβε την εις Ρώμην και Νεάπολιν άγουσαν, οπόθεν μετ' ου πολύ, κατά το πρώτον δεκαήμερον του Μαρτίου 181924, αφίκετο εις την ιδιαιτέραν πατρίδα αυτού, την περίφημον νήσον των Φαιάκων, την ανθοστεφή Κέρκυραν.
Την άφιξιν αυτού εγκαρδίως εχαιρέτησαν οι οικείοι και οι άλλοι Έλληνες, αλλ' οι Άγγλοι έβλεπον αυτόν υπόπτως, και περιδεχθέντες αυτόν μετά φαινομενικής τινος προσηνείας και είτα, κατά την αναχώρησιν αυτού, προσενεγκόντες αυτώ αγγλικήν φρεγάταν. Εν τη πατρίδι μόνον επί τρεις μήνας έμεινεν ο Καποδίστριας· και τούτους δεν εδαπάνησεν εις μάτην· τουναντίον μάλιστα ημέρα σχεδόν δεν παρήρχετο να μη πράξη τι είτε υπέρ της ιδιαιτέρας πατρίδος, είτε υπέρ του δυστυχούς έθνους, είτε και υπέρ του Κράτους, όπερ πιστώς εξυπηρετεί. Συχνάκις ελάμβανεν εκ Πετρουπόλεως έγγραφα εμπιστευτικά του αυτοκράτορος· άπαξ μάλιστα εκόμισεν αυτά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος άλλοτε δε ηρωτάτο παρά διαφόρων μελών της Φιλικής Εταιρίας περί των τότε διαδιδομένων και άλλοτε ηνωχλείτο, ως είπομεν, και παρ' αυτού του Αλή πασά να μεσιτεύση υπέρ αυτού προς τον αυτοκράτορα, ίνα σώση αυτόν από της οργής του Σουλτάνου, ή να συνδράμη αυτόν όπως κηρυχθή ανεξάρτητος. Εκ τοιαύτης δέ τινος ευνοϊκής περιστάσεως μάλιστα ωφελήθη ο Καποδίστριας, ίνα απαλλάξη εκ των φυλακών του Αλή Πασά την διάσημον οικογένειαν του εξ Άρτης Μόστρα.
Οι οπλαρχηγοί, οι άλλως καπεταναίοι λεγόμενοι των κλεφτών και των αρματωλών, μαθόντες την άφιξιν αυτού έσπευσαν όπως συγχαρώσι τω Καποδιστρία, αναχωρούντες δε ελάμβανεν έκαστος μεθ' εαυτού και έν αντίγραφον της προς τον πατέρα του Καποδιστρίου φιλόφρονος αυτογράφου επιστολής του Τσάρου, ήν επεδείκνυον τοις απανταχού Έλλησιν ως δείγμα της μεγάλης εκτιμήσεως, ής απήλαυεν ο Καποδίστριας παρά τω Αλεξάνδρω της Ρωσίας. Ως γνωστόν δε κατά την εποχήν εκείνην, οι απόστολοι της «Φιλικής Εταιρίας»· περιέτρεχον την Ανατολήν προς διάδοσιν των δοξασιών αυτής και προπαρασκευήν του αγώνος. Και δεν είναι μεν επισήμως αποδεδειγμένον, ως είπομεν, αν ήτο τότε μεμυημένος ο Καποδίστριας· αλλά δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι μέχρι της εποχής εκείνης η ρωσική κυβέρνησις ηγνόει την ύπαρξιν μυστικής εταιρίας, εν τω Κράτει αυτής τω 1814 σχηματισθείσης και πολλούς των εν τω εξωτερικώ υπαλλήλων αυτής εταίρους αριθμούσης. Και η ρωσική κυβέρνησις λοιπόν και ο Καποδίστριας εγίνωσκον τα τεκταινόμενα τότε εν τη Ανατολή και πολύ πιθανόν ο διπλωμάτης ούτος να μη ήλθεν εις Κέρκυραν μόνον χάριν της πασχούσης υγείας. Άλλως και ο αιφνίδιος αυτού και κρύφιος έκπλους και ο μέγας κύκλος προς επάνοδον εις Πετρούπολιν όν έκαμε, παριστώσι πιθανωτέραν την εικασίαν ταύτην. Ο βιογράφος του Καποδιστρίου Βρετός λέγει ότι: «ίνα μη προξενήση λύπην εις τον πατέρα του επέβη κρυφίως επί αγγλικής φρεγάτας τεθείσης υπό τας διαταγάς αυτού, και απήλθεν εις Βενετίαν, αντί της Νεαπόλεως, όπου είχε προαποφασισθή να θεραπευθή διά μεταλλικών υδάτων. Εκ Βενετίας μετέβη εις Βαρλέτταν και είτα εις Βαλδάνιαν (τόπον παρά την Βιτσέντσαν), ένθα διέτριψεν επί μήνα χρώμενος τοις μεταλλικοίς ύδασι του Ρεκοάρου. Ενταύθα διήγε βίον ιδιώτου, αλλ' ειργάζετο όμως δραστηριώτατα έχων παρ' εαυτώ τον γραμματέα Μύλλερ, τον Μουστοξύδην και τον Ροδόσταμον. Οι Αυστριακοί όμως κατάσκοποι, ούς ο Μέττερνιχ κατόπιν του κόμητος απέστελλε, νυχθημερόν παρακολουθούν τα διαβήματα του ανδρός, όν παντοιοτρόπως εζήτουν να διακωμωδήσωσιν αποκαλούντες την διαγωγήν του Καποδιστρίου «αγυρτείαν» και άλλα κατ' αυτού εκτοξεύοντες υβρεολόγια.
Εν τούτοις, ο Καποδίστριας ανακτησάμενος τας δυνάμεις ανεχώρησε διά Παρισίους, όπου έφθασε τη 10 Ιουλίου και κατέλυσεν εν τω μεγάρω του αυτόθι πρέσβεως της Ρωσίας Πότσο-Διβόργο. Η είδησις όμως της αφίξεως αυτού προυξένησε μεγίστην αίσθησιν εν τοις διπλωματικοίς κύκλοις της μεγαλουπόλεως της Γαλλίας. Ενταύθα διαμείνας έσχε πολλάς και πολυώρους συνεντεύξεις μετά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ' και των υπουργών αυτού, «και, πλην του διπλωματικού σώματος, ουδένα σχεδόν έβλεπεν ένεκα της υγείας αυτού», έγραφεν ο «Χρόνος» του Λονδίνου. Πολλάκις δε και μυστικάς συνεντεύξεις έσχε τότε και μετά του Δουκός Ρισελιέ, μετά του Κόμητος Μολέ και μετά του Πότσο – Διβόργο. Μετά μηνιαίαν περίπου διαμονήν εν Παρισίοις ανεχώρησεν εις Λονδίνον τη 12 Αυγούστου. Ενταύθα επίσης περί τον μήνα διατρίψας ησχολήθη περί του Ιονικού ζητήματος, περί ού εν τοις έμπροσθεν είπομεν. Αλλ' εις ουδέν ευνοϊκόν κατέληξεν αποτέλεσμα. Εκ Λονδίνου διά ρωσικής φρεγάτας, ανεχώρησε διά Κοπεγχάγης εις Δάντσικ (2 Οκτωβρίου), εκείθεν δε εις Βαρσοβίαν, ένθα διέτριβεν ο αυτοκράτωρ ένεκεν των εργασιών της Πολωνικής Διαίτης. Ο αυτοκράτωρ εδέξατο τον Έλληνα διπλωμάτην ευμενέστατα και ηρώτησεν αυτόν περί των κατά την απουσίαν αυτού. Ο Καποδίστριας περιέγραψε ζωηρώς και πραγματικώς τα κατά την περιοδείαν εν Ευρώπη και ιδίως τα εν Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, άπερ εις τοσαύτην τον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών ενέβαλον αθυμίαν, ώστε την τοσαύτην αυτού τέως προς τας φιλελευθέρους ιδέας τάσιν εις άγαν συντηρητικόν πνεύμα μετέτρεψαν. Εξ όσων παρά του Καποδιστρίου ήκουσεν, εσχημάτισε την ιδέαν, ότι η διατήρησις της ειρήνης δεν ήτο εφικτή.